«Σκοτώστε τον Σαμψών με το «Τόμσον» και να τα ρίψουμεν στους Καλαμαράδες!..»
Β΄ ΜΕΡΟΣ
ΚΑΠΟΙΟΙ, στην πλευρά του Μακαρίου, ένα χρόνο πριν από το πραξικόπημα, είχαν, για άγνωστο λόγο, αποφασίσει την εκτέλεση του Νίκου Σαμψών, ο οποίος τότε ήταν βουλευτής της μακαριακής «Προοδευτικής Παράταξης», εκδότης δύο εφημερίδων και με αστυνομική φρουρά, την οποία του είχε παραχωρήσει ο Μακάριος μετά τα τραγικά γεγονότα του Μαρτίου του 1970. Αποκαλύπτει σχετικά ο Κυριάκος Αντωνιάδης:
«ΤΗΝ επομένη της απαγωγής του υπουργού Δικαιοσύνης Χρίστου Βάκη από την ΕΟΚΑ Β΄, τον Ιούλιο του 1973, με φώναξε ένας υπαστυνόμος στο γραφείο του Κύπρου Μουρουζίδη στην Πύλη Πάφου, και μου είπε «Κυριάκο, έχουμε οδηγίες να εκτελέσουμε τον Νίκο Σαμψών!» Τον ρώτησα «είναι σε γνώση του Αρχιεπισκόπου;» και η απάντηση που πήρα ήταν «είναι εν γνώσει του Προεδρικού». Επανέλαβα την ερώτησή μου αν ήταν σε γνώση του Μακαρίου και πήρα την ίδια απάντηση. Του είπα «εντάξει, αλλά πώς θα τον εκτελέσουμε;». Μου απάντησε «με τσέχικο ή Καλάσνικοφ». Του είπα ότι είχα ένα «Τόμσον» για δική μου ασφάλεια, οπότε μου είπε «να τον παίξουμε με το «Τόμσον» και να τα ρίψουμε στους Καλαμαράδες!»
»ΕΦΥΓΑ, με την απόφαση να ενημερώσω τον Μακάριο και να του πω ότι εγώ δεν επρόκειτο να εκτελέσω τον Νίκο Σαμψών, τον οποίο υπεραγαπούσα και τον θαύμαζα για τη δράση του στον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ. Το ότι, βέβαια, ανέλαβε «Πρόεδρος» στο πραξικόπημα, ήταν λάθος του. Την επόμενη με φώναξε ο ίδιος υπαστυνόμος και μου είπε «ακυρώνεται η εκτέλεση του Νίκου Σαμψών». Απ’ ό,τι πληροφορήθηκα, είχε ενημερωθεί ο Αρχιεπίσκοπος, θύμωσε πολύ και το μόνο που έμεινε να κάμει, ήταν να τους γυρίσει τη ράβδο του!..»
Σαμψών: «Η Ιστορία θα γράψει αν εγώ φταίω ή ο Κληρίδης»
«ΚΑΤΙ ακόμα, όμως, για τον Σαμψών», συνέχισε ο Αντωνιάδης: «Μετά τη δεύτερη εισβολή, είχα πάει σε μπακάλικο δίπλα από το σπίτι μου, όταν σταμάτησε έξω ο Σαμψών. Μόλις με είδε με έβαλε στην αγκαλιά του και μου είπε «Κυριάκο, εφορτώσαν μου τα ούλλα», κι εγώ του απάντησα: «Νίκο, ήσουν τζιειπάνω στο Θεό τζιαι τωρά είσαι πουκάτω που την γη, είσαι ένας προδότης έναντι του κυπριακού λαού». Η απάντησή του ήταν «Κυριάκο, κάποτε θα γράψει η Ιστορία αν εγώ φταίω ή ο Κληρίδης».
»ΤΟΥ είχα πει, επίσης, «Νίκο, τη νύχτα που βγήκες στην τηλεόραση και έλεγες ότι κτυπούσαμε τους Εοκαβητατζήδες και παρουσίαζες όργανα βασανισμού, εφ’ όσον εξέρετε ότι η Τουρκία ξεκίνησε την εισβολή, περίμενα ότι θα έλεγες «κηρύττω την Ένωση της Κύπρου μετά της Ελλάδος», για να βάλεις τα δύο πόδια τους Καλαμαράδες σ’ έναν παπούτσι. Θα σε παίζαν από πίσω, αλλά θα ήσουν ο ήρωας. Τώρα είσαι ένας προδότης έναντι του κυπριακού λαού». Και τότε ακριβώς, μου επανέλαβε για δεύτερη φορά: «Κυριάκο, κάποτε θα γράψει Ιστορία αν εγώ φταίω ή ο Κληρίδης».
»ΔΥΣΤΥΧΩΣ, δεν επιδίωξα να τον ξαναδώ, όπως συνέβαινε τα πριν από το 1974 χρόνια, κι αυτό ήταν λάθος μου. Έπρεπε να τον δω, για να ζητήσω περισσότερες διευκρινήσεις για την πιο πάνω πολύ σημαντική φράση του».
«ΡΕ Κυριάκο, εκατάλαβες τίποτε; Ναι, εκατάλαβα!»
ΜΕ τη λήξη της πρώτης εισβολής, ο Αντωνιάδης επέστρεψε στην Αστυνομία. Το βαθμό που είχε του τον πήραν. Ο λόγος και πάλι στον ίδιο:
«Στις 23 Ιουλίου το βράδυ, όταν ανέλαβε την προεδρία ο Γλ. Κληρίδης, ήρθε στο σπίτι μου στο Στρόβολο ο συνάδελφος Νίκος Καζαφανιώτης και μου είπε ότι υπήρχε η πληροφορία ότι «οι Εοκαβητατζήδες δεν δέχονται τα άτομα που έβαλε υπουργούς ο Κληρίδης και έδωσαν οδηγίες να στείλουν τους μακαριακούς αστυνομικούς στο Πενταδάκτυλο και την Πράσινη Γραμμή για να σκοτωθούν, γι’ αυτό πες το και στους άλλους και να προσέχετε». Όταν κατεβήκαμε με τον Καζαφανιώτη για να μπούμε στο αυτοκίνητο για να πάμε δουλειά, από αυτοκίνητο που ήταν σταθμευμένο και ξεκίνησε, ρίφθηκαν εναντίον μας πυροβολισμοί. Πέσαμε κάτω και φτάσαμε στο αυτοκίνητό μας έρποντας, ενώ το αυτοκίνητο των δραστών απομακρυνόταν. Μας γλίτωσαν οι γυναίκες που κάθονταν καλοκαιριάτικα στα μπαλκόνια και άρχισαν να φωνάζουν.
»ΑΝΤΙ στη δουλειά, πήγαμε σο σπίτι του Κύπρου Μουρουζίδη, στην Ακρόπολη, αφού θεωρήσαμε ότι ήταν ο μόνος τόπος που θα γλιτώναμε. Με είχαν αναζητήσει αξιωματικοί και συνάδελφοι γιατί δεν πήγα καθήκον αλλά, αντί να ερευνήσουν αναφορικά με την εναντίον μας απόπειρα, υποψιάστηκαν ότι…θα κάναμε αντικίνημα! Για το σκοπό αυτό είχαν κληθεί μάλιστα στα γραφεία τους, ο Αρχηγός Αστυνομίας Μιχαλάκης Παντελίδης και ο Αρχηγός ΓΕΕΦ στρατηγός Ευθύμιος Καραγιάννης, οι οποίοι και διέταξαν επιφυλακή.
«Στέλεχος της ΕΟΚΑ Β΄ κάθε μεσημέρι στο σπίτι Μουρουζίδη»
»ΣΤΟ σπίτι του Μουρουζίδη μείναμε όλη τη νύχτα ξάγρυπνοι και φρουρούσαμε με τον Καζαφανιώτη, με ένα «Καλάσνικοφ» που είχε ο Μουρουζίδης. Την επομένη ήρθε κοντά μας και τρίτος αστυνομικός, ο μ. σήμερα Χριστάκης Ευσταθίου, από τη Ζώδια. Την ίδια μέρα ήρθε και ένας άλλος συνάδελφος, ο οποίος και μας προέτρεψε να πάμε στην αστυνομία για καθήκον, γιατί μας είχαν πάρει είδηση Εοκαβητατζήδες οι οποίοι περιπολούσαν στην περιοχή. Πήγαμε πράγματι στην Αστυνομία, κι εκεί ο Ρήγας μου είπε: «Τόσα πολλά έχεις εναντίον σου, που φοβάσαι ότι θα σε σκοτώσουν;». «Τίποτε δεν έχω κύριε», του είπα, εγώ έκανα το καθήκον μου ως αστυνομικός της Κυπριακής Δημοκρατίας». Και τότε, αντί να ανοίξουν την υπόθεση απόπειρας φόνου εναντίον μου, άνοιξαν υπόθεση ότι δεν πήγα καθήκον…
»ΟΤΑΝ έφυγε ο Ρήγας και αστυνομικός διευθυντής ανέλαβε ο Οδυσσέας Λάμπρου, ο Κληρίδης διόρισε τον Μουρουζίδη βοηθό αστυνομικό διευθυντή. Όλοι διερωτηθήκαμε γιατί. Πώς «ο αρχηγός των μακαριακών δυνάμεων, το δεξί χέρι του Μακαρίου, να διοριστεί σε μια τέτοια θέση;» Ο Μουρουζίδης φώναξε τότε εμένα και τον Ηλία Ευσταθίου να είμαστε στη συνοδεία του. Τον συνοδεύαμε παντού και αυτό που βλέπαμε, ήταν ότι στο σπίτι του πήγαινε σχεδόν κάθε μεσημέρι για φαγητό ο ταγματάρχης Ανδρέας Αυγουστής, στέλεχος της ΕΟΚΑ Β΄, απολυμένος από τις τάξεις του στρατού.
»ΣΕ μια περίπτωση, η γυναίκα του Μουρουζίδη φώναξε, για να ακούσομε κι εμείς, «εγώ τον Αυγουστή εν να τον κάμω μακαριακό!» Βλέποντας αυτά, ο Ευσταθίου, μου είπε: «Ρε Κυριάκο, εν να σε ορκίσω πάνω στον γιο σου…Εκατάλαβες τίποτε;». «Ναι», του απάντησα, «εκατάλαβα». «Είμαστιν μαλάκες εμείς», συνέχισε, «να τον βουρούμεν ότι κινδυνεύει και να έχει τον αρχιπραξικοπηματία να του κάμνει τραπέζι κάθε μέρα; Πού πάμε;..» Σιωπήσαμε, όμως. Τι άλλο θα κάναμε, υπό τις συνθήκες που επικρατούσαν τότε;
»ΑΥΤΑ, μέχρι που άρχισε το σύνθημα «έρχεται-έρχεται» και αφορούσε την επιστροφή του Μακαρίου στην Κύπρο. Την ασφάλεια της επιστροφής ανέλαβε τότε ο διοικητής του Εφεδρικού Παντελάκης Πανταζής, κι εγώ ήμουν δίπλα του. Επέστρεψε ο Μακάριος, κι εγώ διορίστηκα στην ΚΥΠ. Μετά πήγα στην Υπηρεσία Αγνοουμένων, ήμουν 12 χρόνια στην πρεσβεία της Λιβύης και αφυπηρέτησα στον ΟΠΕ το 1998.
«Θα με δολοφονούσαν δυο αστυνομικοί!..»
»ΝΑ μην ξεχάσω όμως να πω, και για τη συνωμοσία για δολοφονία μου, γεγονός που επιβεβαίωσε τη συμβουλή επιστήθιου φίλου μου «πρόσεχε που τους δικούς σου, γιατί ξέρεις πολλά τζιαι μιαν νύχταν θα βρεθείς σ’ ένα αυλάτζιην σκοτωμένος, για να σου κλείσουν το στόμαν σου!» Ήταν το 1979, όταν ένα βράδυ πήγαινα με το αυτοκίνητό σπίτι, μετά που φάγαμε με φίλους σε κέντρο της Λευκωσίας. Προχωρώντας στη Λεωφόρο Στροβόλου, αντιλήφθηκα πίσω μου έναν αυτοκίνητο. Μπήκα σκόπιμα σε μια πάροδο, το αυτοκίνητο όμως πίσω μου. Επανήλθα στη Λεωφόρο, το ίδιο. Αποφάσισα τότε να μην πάω σπίτι μου, γιατί υπολόγισα ότι θα με πυροβολούσαν την ώρα που θα κατέβαινα. Προχώρησα, λοιπόν, και μπήκα σ’ ένα πρατήριο βενζίνης και αμέσως έκανα επαναστροφή, έβαλα τη δευτέρα και έστρεψα το αυτοκίνητο εναντίον του αυτοκινήτου των υποψηφίων δολοφόνων μου Αυτοί τα έχασαν, οπότε εγώ ξέφυγα με δύναμη από το πλευρό τους. Ήταν δύο αστυνομικοί , υποτίθεται φίλοι μου!..
»ΜΕΤΑ το περιστατικό αυτό, κατάλαβα ότι τα πράγματα δεν ήταν καλά για μένα, οπότε έφυγα από την ΚΥΠ και πήγα στην Υπηρεσία Αγνοουμένων.»
Ο αδελφός Σάββας Αντωνιάδης, αγνοούμενος για 33 χρόνια
ΣΤΙΣ 19 Αυγούστου 1974, ο Κυριάκος Αντωνιάδης είχε πάει στην περιοχή του Αγίου Παύλου, για να αναζητήσει τον αδελφό του Σάββα, που πολεμούσε εκεί. Δεν τον βρήκε. Ο Σάββας ήταν πτυχιούχος και είχε πιάσει δουλειά έξι μήνες πριν. Χάθηκε στην τοποθεσία «Παλλούκια» και ήταν για πολλά χρόνια αγνοούμενος. Με ό,τι αυτό σήμαινε για τους συγγενείς του. Ο Κυριάκος έκαμε πολλές προσπάθειες για να μάθει κάτι για τον αδελφό του τα χρόνια που ήταν στην Επιτροπή Αγνοουμένων, αλλά στάθηκε αδύνατο Τελικά, τα κόκαλά του βρέθηκαν και το 2007 έγινε η κηδεία του στη Γιόλου. Προς τιμήν του έγινε μνημείο, του οποίου τα αποκαλυπτήρια τέλεσε την επόμενη χρονιά ο Πρόεδρος Τάσος Παπαδόπουλος.
«Το Σαββατοκύριακο πριν από τη δεύτερη εισβολή», θυμάται με δάκρυα στα μάτια ο Κυριάκος, «ο αδελφός μου είχε πάει στο χωριό, είχε κοινωνήσει και πριν φύγει, ζήτησε από τη μάνα μας Παναγιώτα να τον φιλήσει. Κάτι που δεν συνήθιζε. «Γιε μου», του είπε η μάνα, «να σε φιλήσω, αλλά γιατί;». «Φίλα με», της είπε, «γιατί μπορεί να μην με ξαναδείς!..» «Γιε μου, σκέφτου τα νιάτα σου», του είπε. «Μάνα, δεν σκέφτομαι τίποτε, μόνο μιαν ψυχή που έχω πίσω μου», εννοώντας την κοπέλα που αγαπούσε. Στο χωριό μας Γιόλου μαθεύτηκε ότι είχα σκοτωθεί εγώ, γι’ αυτό η μητέρα μου και μια από τις τρεις αδελφές μου ήρθαν στη Λευκωσία, για να με βρουν, για να με πάρουν να με θάψουν!.. Ο πατέρας μου δεν έβγαινε από το σπίτι, κρυβόταν, γιατί ήταν μακαριακός και φοβόταν!..»
ΕΔΩ ΤΟ Γ΄ ΜΕΡΟΣ: Ίδρυση «Εθνικού Μετώπου» το 1968, «με σκοπό να καλύψει τον Μακάριο». – Ο Αντωνιάδης μέλος της Οργάνωσης. – «Εκτελέστε τους Γιωρκάτζη, Σαμψών, Τάσσο και άλλους!..» – Άρνηση εκτέλεσης της διαταγής.
(Αρχείο Νίκου Παπαναστασίου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Oσα δημοσιεύματα δεν έχουν την υπογραφή μας αντιπροσωπεύουν την προσωπική γνώμη των συγγραφέων τους και όχι την δική μας.Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις,, ή απειλές.