ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ

<

Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2013

ΚΥΠΡΟΣ 1974 ΚΑΤΑΔΡΟΜΕΑΣ Α! ΜΟΙΡΑΣ ΠΡΟΚΟΠΑΚΗΣ ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΘΥΜΑΤΑΙ






Γράφει ο Νίκος Πολιουδάκης
Μόλις 39 χρόνια συμπληρώθηκαν φέτος από την τούρκικη εισβολή στο νησί της Κύπρου και οι μνήμες είναι νωπές. Είναι νωπές για όσους τα έζησαν και τα θυμούνται κι ας μιλούν σπάνια έως καθόλου για την πιο πρόσφατη -και ας ελπίσουμε πραγματικά τελευταία- πολεμική σύρραξη της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, που είδαν «από μέσα». Στα πλαίσια της φετινής επετείου του «Αττίλα» βρεθήκαμε και συνομιλήσαμε με το Ρεθεμνιώτη Προκόπη Προκοπάκη, ο οποίος λίγες μέρες πριν τελειώσει τη στρατιωτική του θητεία τον Ιούλη του 1974, όπως μας διηγήθηκε, βρέθηκε με συναδέλφους του από την Α΄ Μοίρα Καταδρομών στην πρώτη γραμμή, «προασπιζόμενος τα πάτρια εδάφη της Κύπρου».


Πέρα από το ότι εξέτισε 6 μήνες παραπάνω θητεία λόγω της παραμονής του στο δοκιμαζόμενο νησί, συγκλονιστικό και πραγματικά βγαλμένο από σενάριο πολεμικής ταινίας ήταν το γεγονός ότι οι δικοί του άνθρωποι του έκαναν μνημόσυνο, καθώς δεν είχαν νέα του για 40 ημέρες, όντας πεπεισμένοι ότι είναι νεκρός, όταν ξαφνικά την ίδια ημέρα ο Ρεθεμνιώτης φαντάρος τυχαίνει να βρει τον τρόπο να επικοινωνήσει μαζί τους και να τους ενημερώσει ότι είναι καλά… «Ήταν ανάσταση για αυτούς» μας είπε χαρακτηριστικά ο κος  Προκοπάκης, γεμάτος συγκίνηση για το εν λόγω περιστατικό, δίδοντας με τον πιο τραγικό, άθελά του, τόνο το πόσο άσχημο και απάνθρωπο πράγμα είναι ο πόλεμος…Ακολουθεί η ιστορία του…

Είχα πάρει την κανονική μου άδεια λίγο πριν απολυθώ, ήμουνα εδώ στο Ρέθυμνο και στις 10 μέρες απάνω γίνεται η εισβολή. Την 21η Ιουλίου στις 10:00, με παίρνει ο Υποδιοικητής Αβραμόπουλος τηλέφωνο και μου λέει “ Έλα Προκοπάκη γιατί φεύγουμε για Ρόδο”. Η απόφαση εκείνη την ώρα ήταν η αποστολή να φύγει για Ρόδο, γιατί εν καιρώ πολέμου η  Μοίρας μας (Α΄ Μοίρα Καταδρομών) είχε ως βάση τη Ρόδο. Μαζεύω τα πράγματά μου, παίρνω το μηχανάκι και πάω. Ξεχρέωσε ο νέος που είχε μπει στη θέση μου και ξαναπήρα το όχημα, αφού ήμουνα οδηγός Διοικητή. Μπαίνω φαλαγγάργης και κατά τις 7.30- 8.00 ξεκινήσαμε από το Μάλεμε με προορισμό το λιμάνι της Σούδας για να μπούμε στο πλοίο Κύδων και να φύγουμε για Ρόδο. Στα Χανιά μέσα αλλάζει η διαταγή. Με προλαβαίνει ο Υποδιοικητής και μου λέει να αλλάξω πορεία και να πάω στην 115 (Πτέρυγα Μάχης), στο Αεροδρόμιο στο Ακρωτήρι. Εκεί μας περίμεναν 13 αεροσκάφη Νoratlas. Είχαν επιβιβαστεί εν τω μεταξύ οι άλλοι φαντάροι, καταδρομείς όλοι. Κάθε αεροπλάνο είχε περίπου 30 άτομα μαζί με αξιωματικούς και ξεκινήσαμε δηλαδή κάπου 330-350 άτομα. Εγώ μπήκα στο δωδέκατο αεροσκάφος.
Κατά τις 3.30 τη νύχτα φτάσαμε στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Τα τρία πρώτα αεροπλάνα όμως καταρρίφθηκαν, κατά λάθος από ελληνικά πυρά. Από το ένα σκοτώθηκαν όλοι εκτός από έναν καταδρομέα, το Θανάση Ζαφειρίου από τη Θεσσαλονίκη, ο οποίος στάθηκε τυχερός στην ατυχία του, γιατί έσπασε χέρια, πόδια, πλευρά από την πτώση, όμως κατάφερε να επιζήσει γιατί ήταν πολύ γερό παιδί. Από τα άλλα δύο είχαμε μόνο τραυματίες. Ήρθαν και μας πήραν από εκεί αυτοκίνητα και μας μετέφεραν στη Λευκωσία, σε μια λεμονοφυτεία απέραντη, όπου φτιάξαμε ορύγματα και καμουφλαριστήκαμε.

Την άλλη μέρα το απόγευμα μας ήρθε διαταγή να πάμε να καταλάβουμε το αεροδρόμιο γιατί μας είπαν ότι θα πήγαιναν να το καταλάβουν οι Τούρκοι. Πήγαμε στο αεροδρόμιο, πιάσαμε θέσεις μάχης γύρω γύρω, εγκαταστήσαμε το βαρύ οπλισμό (ΠΑΟ, πολυβόλα κα) και περιμέναμε. Την άλλη μέρα ήρθαν οι Τούρκοι. Αντισταθήκαμε εμείς και εκεί ήταν που ο Μπικάκης από το Ηράκλειο με τέσσερις βολές ακινητοποίησε τέσσερα τεθωρακισμένα. Τα εξουδετερώσαμε και μετά από δέκα λεπτά ήρθαν οι Οηέδες (ΟΗΕ-Ειρηνευτική Δύναμη Κύπρου), που μας είπαν να φύγουμε. Ο Ταγματάρχης και αρχηγός μας στην αποστολή εκείνη Μανουράς Βασίλης από τα Ανώγεια όμως τους λέει “Δεν πάμε πουθενά”. Τελικά φύγαμε και ήταν το μόνο θερμό επεισόδιο στην ουσία που είχαμε, γιατί μετά μας παροπλίσανε κατά κάποιο τρόπο. Ήτανε τσακάλια οι δικοί μας, αν τους αφήνανε…Υπήρχε όμως εντολή άνωθεν…

Μετά μας πήγανε στο Σταυροβούνι όπου αναλάβαμε την υποστήριξη του ΓΕΕΦ (Γενικού Επιτελείου Εθνικής Προεδρική Φρουράς Κύπρου). Κάθε μέρα έφευγε όλη η Μοίρα και έκανε αναγνωρίσεις. Ανοίγαμε ορύγματα/θέσεις μάχης και το βράδυ κατεβαίναμε στη βάση. Αυτή ήταν η δουλειά μας για 7 μήνες. Μας βγήκε η ψυχή. Εν τω μεταξύ εγώ έκανα 6 μήνες παραπάνω στρατό, ενώ από την τρίτη ημέρα που ήμασταν στην Κύπρο μας λέγανε πως “την άλλη βδομάδα φεύγουμε, σε 10 μέρες θα φύγουμε, σε 20, σε 1 μήνα”. Πήγαμε 21 προς 22 Ιούλη του ’74 στο νησί και προσωπικά εγώ έφυγα από εκεί στις 17 Ιανουαρίου του ’75. Πολλοί αρρώστησαν σωματικά και ψυχικά. Μαθαίναμε μετά από χρόνια ότι κάποιοι από αυτούς που ήμασταν μαζί εκεί αυτοκτόνησαν.

Από εκεί και έπειτα, σύλλογοι από την Κύπρο ήρθαν και μας βράβευσαν, τη μία στο Ηράκλειο, την άλλη στα Χανιά, την άλλη εδώ στο Ρέθυμνο, καμιά 20αριά χρόνια πριν όταν είχε έρθει και ο ίδιος ο Υπουργός Πολιτισμού της Κύπρου να μας τιμήσει, αλλά και πέρυσι, ένα σωματείο ποδοσφαιριστών. Το επίσημο ελληνικό κράτος ωστόσο δε μας απέδωσε ούτε ένα “ευχαριστώ”, 38 ολόκληρα χρόνια τώρα. Αυτό είναι το παράπονό μου, γιατί εμείς θέλαμε μια ηθική ικανοποίηση και μόνο».
Το συγκλονιστικό μέρος της αφήγησης του κ. Προκοπάκη, ωστόσο, έχει να κάνει, όπως αναφέραμε στην αρχή, με την επικοινωνία που έτυχε να έχει μετά από καιρό με τους δικούς του ανθρώπους:
«Ήταν Κυριακή. Μου λέει ο Διοικητής να πάρω το αμάξι να πάμε στην 33η Μοίρα για να συναντήσει τον εκεί διοικητή. Μου λέει “καμιά ώρα θα κάνουμε και μετά θα έρθω να φύγουμε”. Εκεί, περιμένοντάς τον κοντά σε ένα δασάκι έτυχε να βρεθώ σε ένα καμουφλαρισμένο τμήμα διαβιβαστών, καθώς από έναν τεράστιο θάμνο/καμουφλάζ ξεπρόβαλε μια κεραία. Πάω, χτυπάω την πόρτα, μου ανοίγουν δύο Κύπριοι στρατιώτες, τους εξηγώ ποιος είμαι και μου λένε “Σειρά έλα κάτσε”. Τους ρώτησα τι κάνουν εκεί και μου απαντούν ότι από εκεί δίδουν τα σήματα. Τους λέω λοιπόν: “Λείπω μωρέ 40 μέρες από την Κρήτη και δεν έχω μιλήσει με τους δικούς μου” και μου απαντούν ότι θα δώσουν ένα σήμα στα κεντρικά της Αθήνας και αν τύχει “καλό παιδί” εκεί στις διαβιβάσεις θα μπορέσω να κάνω δουλειά. Βρήκαμε ευτυχώς ένα καλό παιδί, του έδωσα το τηλέφωνο του σπιτιού μου και με σύνδεσε με το σπίτι. Ήταν όλοι εκεί μαζεμένοι, η οικογένειά μου, οι φίλοι μου, μέχρι και η αδερφή μου είχε κατέβει από την Ορεστιάδα γιατί μου έκαναν μνημόσυνο. Με είχαν θεωρήσει νεκρό τόσο καιρό. Ήταν ανάσταση για αυτούς. Ο πατέρας μου συγκεκριμένα, ο θεός να του συγχωρέσει, είχε ζοριστεί πολύ από τη στεναχώριά του. Η μάνα μου δε, που το σήκωσε όταν τους πήρα, όταν με άκουσε στο τηλέφωνο…

Αν και είχα πολλούς ανθρώπους δικούς μου στο στρατό που με έψαχναν, δεν ήταν δυνατό να με βρουν.  Ήμασταν αποκομμένοι από επικοινωνίες πάνω στα βουνά στην Κύπρο και το ίδιο πράγμα αντιμετωπίζαμε όλα τα παιδιά. Αργότερα μας επέτρεπαν να βγαίνουμε και επικοινωνούσαμε με τους ανθρώπους μας μέσω της CYTA, τον αντίστοιχο ΟΤΕ της Κύπρου».




Η εμπειρία από τη συνάντηση με τον κο Προκοπάκη είναι από τις φορές που ευλογεί κανείς που ακολουθεί το δημοσιογραφικό επάγγελμα/λειτούργημα, όπως θέλει ας το χαρακτηρίσει ο καθένας. Κι αυτό, διότι δίδεται η δυνατότητα της επαφής με ανθρώπους που έχουν ζήσει πράγματα από πρώτο χέρι, καθώς και της αποτύπωσης από τη μεριά μας και της προσφοράς των αντίστοιχων γεγονότων και μηνυμάτων στο αναγνωστικό κοινό, τα οποία πολλές φορές είναι περισσότερο σημαντικά και ουσιώδη από πολλές ειδήσεις…

http://rethemnosnews.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Oσα δημοσιεύματα δεν έχουν την υπογραφή μας αντιπροσωπεύουν την προσωπική γνώμη των συγγραφέων τους και όχι την δική μας.Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις,, ή απειλές.

ΜΕ ΖΩΝΤΑΝΗ ΤΗ ΜΝΗΜΗ

Η γνώση του ιστορικού παρελθόντος είναι απαραίτητη για την εθνική αυτογνωσία ενός λαού. Το blog μας με τρόπο απλό χωρίς να διαστρεβλώνει την ιστορική αλήθεια, φωτίζει με αναδρομές στα γεγονότα σελίδες ιστορίας του μαρτυρικού Λαού της Κύπρου και των Ελλαδιτών και Κυπρίων νεκρών και αγνοουμένων Ηρώων.