ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ

<

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2016

Κύπρος, 1974: τυχοδιωκτισμός, απομόνωση και καταστροφή

ΕΤΙΚΕΤΕΣΣτά τέλη του 1954, από τις στήλες της «Καθημερινής», ο Γιώργος Θεοτοκάς, αναφερόμενος στην ανάγκη για μια λειτουργική πολιτική στο Κυπριακό που θα άνοιγε το δρόμο για τη μελλοντική Ενωση, επέσειε παράλληλα τον κίνδυνο οι άστοχοι και βιαστικοί χειρισμοί να αποκόψουν την Ελλάδα από τον δυτικό κόσμο. Θα έπρεπε, τόνιζε, «να καταβληθή κάθε προσπάθεια, ώστε να γίνη ο αγώνας μέσα στα όρια που επιβάλλει η επιτακτική ιστορική ανάγκη -δηλαδή η συμμαχία των εθνών του δυτικού κόσμου για την προάσπιση του πολιτισμού- και χωρίς να ζημιωθή το εθνικό μας κύρος». («Καθημερινή», 22.12.1954) Το άρθρο στοίχισε στον Θεοτοκά πολλές χυδαίες επιθέσεις για «προδοσία».Ο Θεοτοκάς κατήγγειλε την προσπάθεια ορισμένων διανοουμένων να κλονίσουν τη θέση της Ελλάδας στη Δύση. Δεν το έκανε τυχαία. Είχε προηγηθεί η πραγματοποίηση του «πανεπιστημιακού» συλλαλητηρίου της 15ης Αυγούστου 1954, που είχε συγκαλέσει ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, Απόστολος Δασκαλάκης, ο οποίος στη σχετική ομιλία του διατύπωσε για πρώτη φορά ένα από τα πιο επαίσχυντα επιχειρήματα του ελληνικού λαϊκισμού:
Στα τέλη του 1954, από τις στήλες της «Καθημερινής», ο Γιώργος Θεοτοκάς, αναφερόμενος στην ανάγκη για μια λειτουργική πολιτική στο Κυπριακό που θα άνοιγε το δρόμο για τη μελλοντική Ενωση, επέσειε παράλληλα τον κίνδυνο οι άστοχοι και βιαστικοί χειρισμοί να αποκόψουν την Ελλάδα από τον δυτικό κόσμο. Θα έπρεπε, τόνιζε, «να καταβληθή κάθε προσπάθεια, ώστε να γίνη ο αγώνας μέσα στα όρια που επιβάλλει η επιτακτική ιστορική ανάγκη -δηλαδή η συμμαχία των εθνών του δυτικού κόσμου για την προάσπιση του πολιτισμού- και χωρίς να ζημιωθή το εθνικό μας κύρος». («Καθημερινή», 22.12.1954) Το άρθρο στοίχισε στον Θεοτοκά πολλές χυδαίες επιθέσεις για «προδοσία».

Ο Θεοτοκάς κατήγγειλε την προσπάθεια ορισμένων διανοουμένων να κλονίσουν τη θέση της Ελλάδας στη Δύση. Δεν το έκανε τυχαία. Είχε προηγηθεί η πραγματοποίηση του «πανεπιστημιακού» συλλαλητηρίου της 15ης Αυγούστου 1954, που είχε συγκαλέσει ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, Απόστολος Δασκαλάκης, ο οποίος στη σχετική ομιλία του διατύπωσε για πρώτη φορά ένα από τα πιο επαίσχυντα επιχειρήματα του ελληνικού λαϊκισμού:

«Και αναγκαζόμεθα ακόμη να σας υπενθυμίσωμεν [στους Βρετανούς] ότι εις εποχήν κατά την οποίαν οι πρόγονοι των σημερινών Κυπρίων και των άλλων Ελλήνων ανήγειρον Παρθενώνας και διεκήρυσσον τα ιδεώδη των δημοκρατικών ελευθεριών με έναν Περικλέα και έδιδον τον αληθή προορισμόν του ανθρώπου με έναν Σωκράτην και εδόξαζον το ανθρώπινον πνεύμα με έναν Πλάτωνα και έναν Αριστοτέλην, εκείνοι οι οποίοι έζων εις την νήσον σας και τους οποίους αποκαλείτε προγόνους σας, είχον ως μόνην ασχολίαν να πηδούν από δένδρου εις δένδρον διά να εξοικονομήσουν την τροφήν των και από απόψεως πολιτικής και πνευματικής ωριμότητος δεν ήσαν εις καλλιτέραν κατάστασιν από τους Μάου-Μάου της Αφρικής, οι οποίοι σήμερον καταπολεμούν την κυριαρχίαν σας. […] Δεν θα παύσωμεν να χύνωμεν εις την ψυχήν της Ελληνικής νεότητος το δηλητήριον του αδιαλλάκτου μίσους εναντίον της [Βρετανίας]».

Το επόμενο διάστημα, ο Δασκαλάκης πέρασε δύσκολες ώρες στη Σύγκλητο, μέλη της οποίας -κυρίως οι καθηγητές της Νομικής Ξενοφών Ζολώτας και Μιχαήλ Δένδιας- κυριολεκτικά τον ταπείνωσαν, τόσο επειδή το συλλαλητήριο ήταν παράτυπο (είχε οργανωθεί χωρίς την άδεια της Συγκλήτου) όσο και για την εκφορά κηρυγμάτων μίσους. Αλλά οι εκκλήσεις για διεθνή απομόνωση δεν σταμάτησαν. Ορισμένα ενδεικτικά παραδείγματα: Τον Οκτώβριο του 1956 -ενώ τα σύννεφα του πολέμου μαζεύονταν λόγω της κρίσης στο Σουέζ- ο αρχηγός της ΕΟΚΑ, Γεώργιος Γρίβας, με προκήρυξή του ζητούσε την αποχώρηση της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ. Ακόμη πιο εντυπωσιακό: η πρόταση Γρίβα υποστηρίχθηκε από τον Ιωάννη Πασαλίδη, πρόεδρο της ΕΔΑ, καθώς και από την εφημερίδα του κόμματος, την «Αυγή» (19-20.10.1956). Οταν, λίγες ημέρες αργότερα, εξαπολύθηκε η αγγλογαλλική επίθεση εναντίον της Αιγύπτου, η εφημερίδα «Εστία» ζήτησε και αυτή τη διάρρηξη των δεσμών με το ΝΑΤΟ και τους «ληστοσυμμορίτας του ιμπεριαλισμού» (31.10.1956), θέση που υποστηρίχθηκε την επομένη από ένα μόνο κόμμα, την ΕΔΑ. Ανάλογα παραδείγματα μπορούν να βρεθούν πολλά, τόσο από τη δεκαετία του 1950 όσο και από την κρίση του 1964, όταν μάλιστα -θα ήταν διασκεδαστικό, εάν δεν είχε γίνει, στο μεταξύ, τόσο επώδυνο- διατυπώθηκε και το αίτημα να ανοίξει «ο φάκελος του Κυπριακού», τον οποίο, προφανώς, κυνηγάμε ως κοινωνία επί μακρότερο χρόνο από όσο νομίζαμε, και πάντως πριν από την τουρκική εισβολή του 1974... Οπως τόνισε ο Θεόδωρος Κουλουμπής στη διδακτορική διατριβή του, δημοσιευμένη το 1966 από το Πανεπιστήμιο του Yale, το Κυπριακό είχε μια «αποσαθρωτική επίδραση» στις σχέσεις της Ελλάδας με το ΝΑΤΟ.

Στο σημείο αυτό πρέπει να αποφευχθεί μια παρανόηση που συχνά γίνεται από τους αναλυτές: δεν έφταιγε η Κύπρος για όλα τούτα. Επρόκειτο για σύγκρουση δύο βασικών αντιλήψεων: η μία ήθελε τη διατήρηση των δεσμών με τη Δύση (χωρίς τους οποίους, άλλωστε, δεν νοείτο ευνοϊκή λύση του Κυπριακού) και η άλλη προέκρινε μια συγκρουσιακή λογική απόλυτης εθνικής «αυτοτέλειας», δηλαδή απομόνωσης. Είναι γνωστό ότι η επιμονή των κυβερνήσεων Καραμανλή στη διεξαγωγή του κυπριακού αγώνα «στο πλαίσιο των συμμαχιών της χώρας» (δηλαδή αυτό ακριβώς που ζητούσε ο Θεοτοκάς το 1954) στοίχισε, και σε αυτές, όπως και στον Θεοτοκά, σκληρότατες κατηγορίες περί εθνικής προδοσίας, και μάλιστα και από πολιτικές δυνάμεις που κατά τα άλλα επικαλούνταν τον Θεοτοκά... Ωστόσο, το 1955-59 η ελληνική πλευρά κατόρθωνε σε γενικές γραμμές να εξασφαλίζει ένα βαθμό στήριξης από τους Αμερικανούς και τους Δυτικογερμανούς, ώστε να εξισορροπεί τις αγγλοτουρκικές πιέσεις.

Είναι, όμως, δύσκολο να περιγραφεί ο βαθμός της σύγχυσης που επικράτησε στην ελληνική πολιτική (ελλαδική και κυπριακή) μετά την κατάρρευση της «Ζυρίχης» το 1963-64. Τότε άρχισε να αναδύεται η ιδέα μιας «χειρουργικού» χαρακτήρα ελλαδικής στρατιωτικής επέμβασης στην Κύπρο, την οποία πρότεινε το ΓΕΕΘΑ στα τέλη του 1963. Εμπειρος πολιτικός, ο Γεώργιος Παπανδρέου απέρριψε τέτοιες ιδέες. Αντίθετα, προσπάθησε να εξασφαλίσει την αμερικανική υποστήριξη για την Ενωση, μέσω του σχεδίου Ατσεσον. Ωστόσο, και αυτό το εγχείρημα έπεσε στο κενό, καθώς ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου, που είχε ανεβάσει υπέρμετρα τις προσδοκίες της κοινής γνώμης, δεν μπόρεσε να επιβάλει παρόμοια λύση στον Μακάριο. Παράλληλα, αποδέχθηκε την εκ νέου μετάβαση του Γρίβα στην Κύπρο ως επικεφαλής των ελληνικών δυνάμεων (Ιούνιος 1964): λησμονείται πολύ συχνά ότι στο Κυπριακό η «μακαριακή» πολιτική δύναμη ήταν η κυβέρνηση Καραμανλή, ενώ το Κέντρο ήταν γριβικό, καθώς τον πρώην αρχηγό της ΕΟΚΑ και το Κέντρο ένωναν οι καταγγελίες εναντίον του Καραμανλή (και του Μακαρίου) για την «προδοσία της Ζυρίχης». Αλλά έτσι γινόταν η πολιτική στη δεκαετία του 1960: η σύγχυση και ο λαϊκισμός κυριάρχησαν στη λήψη των αποφάσεων και στον δημόσιο λόγο. Πάντως, έστω και εάν η πολιτική τους απέτυχε, οι κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις του 1963-67 ποτέ δεν εξέτασαν το ενδεχόμενο μιας μονομερούς ενέργειας που θα οδηγούσε σε μια ελληνοτουρκική μονομαχία στην Κύπρο, χωρίς η Αθήνα να διαθέτει την αναγκαία διεθνή υποστήριξη.

Η δικτατορία και το Κυπριακό

Το πρόβλημα μεγιστοποιήθηκε μετά την 21η Απριλίου 1967. Η δικτατορία των συνταγματαρχών αντιμετώπιζε μια ευρύτερη διεθνή απομόνωση. Κατάφερε να εκμαιεύσει την ανοχή των Αμερικανών (που δεν ήθελαν να ανοίξουν νέα μέτωπα σε έναν Ψυχρό Πόλεμο που δεν πήγαινε καλά γι’ αυτούς, ειδικά την εποχή του Βιετνάμ), αλλά ποτέ δεν διέθετε υποστήριξη των διεθνών δρώντων στο Κυπριακό. Ωστόσο, οι δικτάτορες ήταν κατ’ εξοχήν υποστηρικτές των παράτολμων «χειρουργικών» κτυπημάτων. Αυτό δεν θα πρέπει να εκπλήσσει: ο τυχοδιωκτισμός ήταν μέρος της ιδεολογίας τους, που αποτελούσε τη συνισταμένη στοιχείων εθνικιστικών, μικροαστικών και λαϊκιστικών. Εξ άλλου, οι δικτάτορες ήταν ανώτεροι, όχι ανώτατοι αξιωματικοί, που καταλάβαιναν τις τακτικές ανάγκες ενός πραξικοπήματος, όχι όμως τις στρατηγικές προτεραιότητες για τη λήψη μιας απόφασης ειρήνης ή πολέμου. Αλλωστε, με τέτοια «χειρουργικά» κτυπήματα πήραν την εξουσία και οι δύο εκδοχές της δικτατορίας, το 1967 και το 1973.

Το κόστος της απομόνωσης και του τυχοδιωκτισμού έγινε σαφές από νωρίς, αλλά δεν ελήφθη υπ’ όψιν από τους δικτάτορες. Οπως αναφέρουν οι Β. Θεοδωρόπουλος, Ε. Λαγάκος και Μ. Αλεξανδράκης στο βιβλίο τους, τον Σεπτέμβριο του 1967 οι έμπειροι διπλωμάτες του υπουργείου Εξωτερικών κατέβαλαν μια απέλπιδα προσπάθεια για να πείσουν τους αδαείς συνταγματάρχες πως η σχεδιαζόμενη συνάντηση του Εβρου θα κατέληγε σε τουρκικό θρίαμβο: οι διπλωμάτες οργάνωσαν και μια αναπαράσταση του πιθανού διαλόγου, με τους ίδιους να παίζουν το ρόλο των Ελλήνων και των Τούρκων συνομιλητών, ώστε να τους δείξουν εμπράκτως πως, ό,τι και να έλεγε η ελληνική πλευρά, η τουρκική θα επικρατούσε. Δεν τους έπεισαν. Η αποτυχία της συνάντησης του Εβρου ακολουθήθηκε από την κρίση της Κοφίνου και την ταπεινωτική αποχώρηση της «Μεραρχίας», ακριβώς επειδή η ελληνική πλευρά βρέθηκε απόλυτα απομονωμένη διεθνώς και σε δυσχερή στρατιωτική θέση. Στα επόμενα χρόνια, οι δικτάτορες συνέχισαν τις ενέργειες εναντίον του Μακαρίου, από τις απόπειρες δολοφονίας του έως τις προσπάθειες ανατροπής του. Αντιμετώπισαν συχνά την αμερικανική αντίθεση και έκαναν πίσω.

Τον Νοέμβριο του 1973 τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα. Ο Δημήτριος Ιωαννίδης, ο σκληρότερος εκπρόσωπος της χούντας και υπέρμαχος της «ιδεολογικής» της καθαρότητας, ήταν κατ’ εξοχήν προσανατολισμένος στις ιδέες των τετελεσμένων (δηλαδή των πραξικοπημάτων) που αναλαμβάνονταν με θράσος και καταλάμβαναν εξαπίνης τους άλλους πρωταγωνιστές. Αυτό άλλωστε είχε κάνει ο ίδιος και το 1967 και το 1973, και είχε επιτύχει τους στόχους του. Υπολόγιζε ότι το ίδιο θα έκανε και το 1974. Δεν αντιλαμβανόταν ότι στις δύο πρώτες περιπτώσεις τα «χειρουργικά» του πλήγματα αφορούσαν ένα διακύβευμα -τον έλεγχο της Ελλάδας- για το οποίο οι «Αλλοι» δεν ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα. Αλλά τώρα, για τον έλεγχο της Κύπρου, στον οποίο, όπως πίστευαν, βάσιζαν θεμελιώδη τους συμφέροντα, οι Τούρκοι θα αντιδρούσαν εμπράκτως. Εχοντας μόνο τη στενή -αν όχι και επαρχιώτικη- «εσωτερική» εμπειρία, ο Ιωαννίδης νόμιζε ότι και το διεθνές σύστημα θα λειτουργούσε έτσι... Με αυτήν τη βασική αντίληψη αποφάσισε το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου, που εκτελέστηκε στις 15 Ιουλίου. Από εκεί και πέρα, τα πάντα κατέρρευσαν.

Καταστροφή το 1974

Οι αποφάσεις ειρήνης και πολέμου οφείλουν να σταθμίσουν μια σειρά παραμέτρων, όπως η επάρκεια των διαθέσιμων μέσων για την επίτευξη του σκοπούμενου στόχου, οι συσχετισμοί της ισχύος, η γεωγραφία, η δυνατότητα για εξασφάλιση διεθνούς υποστήριξης. Δεν θα αποτελέσει πρωτοτυπία του παρόντος άρθρου η επισήμανση ότι ο Ιωαννίδης παραβίασε κάθε κανόνα όχι απλώς της στρατηγικής, αλλά και της κοινής λογικής. Αντιμετωπίζοντας τις δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις του πρώτου πετρελαϊκού σοκ που υπονόμευε ακόμη περισσότερο τη δικτατορία, επέλεξε να ανεβάσει κατακόρυφα τους τόνους στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με αφορμή τη διατύπωση τουρκικών διεκδικήσεων στην υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου. Επιζήτησε, δηλαδή, την εκτόνωση του εσωτερικού του προβλήματος σε μια εξωτερική κρίση. Αλλά οι προοπτικές ήταν δυσμενείς. Στις 19 Απριλίου 1974, στο δεύτερο υπόμνημά του προς τον «πρόεδρο της Δημοκρατίας» Φαίδωνα Γκιζίκη, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ προειδοποιούσε ότι, σε περίπτωση πολέμου, λόγω πολλών παραγόντων συμπεριλαμβανομένης της αποκοπής του από τον λαό, «το Καθεστώς δεν δύναται, φοβούμαι, να κάμη επιστράτευσιν». Αν το γνώριζε τούτο ο Αβέρωφ -ιδιώτης τότε- σίγουρα το γνώριζε και η Τουρκία (και είναι πραγματικά τραγικό το ότι δεν το καταλάβαιναν οι ίδιοι οι δικτάτορες...). Η κατάρρευση της επιστράτευσης που κήρυξε το καθεστώς και η απόλυτη αδυναμία του να αντιδράσει στην τουρκική εισβολή ήταν το βασικό αίτιο της κατάρρευσής του. Η γεωγραφική απόσταση και η αδυναμία παρέμβασης των ελληνικών αεροπορικών δυνάμεων αποδείχθηκαν καθοριστικές στην κρίσιμη φάση της εδραίωσης του τουρκικού προγεφυρώματος, 20 και 21 Ιουλίου. Οι όποιες δυσκολίες (και οι πράγματι σημαντικές αποτυχίες) του πρώτου «Αττίλα» προήλθαν από τον αναμφισβήτητο ηρωισμό των Ελλήνων στρατιωτών και αξιωματικών, ηρωισμό που αποτελεί αναγκαία αλλά όχι επαρκή προϋπόθεση ενός νικηφόρου αγώνα.

Στο διεθνές πεδίο, η ανεπάρκεια της δικτατορίας Ιωαννίδη προκαλεί απόγνωση. Η δικτατορία γνώριζε ότι η αμερικανική κυβέρνηση δεν υποστήριζε μια πραξικοπηματική κίνηση εναντίον του Μακαρίου. Αυτή η αμερικανική στάση είχε διατυπωθεί σε πολλές περιστάσεις, από το 1967. Είναι αλήθεια ότι ο Χένρι Κίσινγκερ (σε αντίθεση με τις εισηγήσεις του State Department) απέτρεψε την επαναδιατύπωσή της στον ίδιο τον Ιωαννίδη λίγο πριν από το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου, και εκεί βρίσκεται ένα σημαντικό σημείο της δικής του ευθύνης. Ωστόσο, η αμερικανική στάση δεν ήταν άγνωστη στους δικτάτορες. Και εάν, αργότερα, ο Ιωαννίδης άφηνε να εννοηθεί ότι είχε μιλήσει με «κάποιους» Αμερικανούς (εδώ υπονοούνταν κάποιες σκιώδεις μορφές των μυστικών υπηρεσιών), απλώς επιβεβαίωνε ότι δεν καταλάβαινε πώς λειτουργεί ο πραγματικός κόσμος: η αμερικανική πολιτική δεν καθορίζεται από «πράκτορες», αλλά από την επίσημη κυβέρνηση της χώρας.

Ποτέ άλλοτε δεν έφτασε η Ελλάδα σε μια σύγκρουση τόσο απομονωμένη όσο το 1974. Παρά τη συνέχιση της συμμετοχής της στο ΝΑΤΟ, η Ελλάδα της δικτατορίας είχε υποστεί το «πάγωμα» της Συμφωνίας Σύνδεσης με την ΕΟΚ και είχε ταπεινωτικά εκδιωχθεί από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Οι δίκες των αντιστασιακών είχαν κινητοποιήσει εναντίον της τη διεθνή και κυρίως τη δυτική κοινή γνώμη. Οι περισσότερες δυτικές κυβερνήσεις κατήγγελλαν τη δικτατορία και όσες την ανέχονταν το έκαναν με δυσφορία· δεν θα την υποστήριζαν στην ανατροπή ενός δημοκρατικά εκλεγμένου ηγέτη όπως ο Μακάριος. Είναι αλήθεια ότι, λόγω της δεύτερης τουρκικής εισβολής τον Αύγουστο, η διεθνής κοινή γνώμη τελικά κινήθηκε σε κατευθύνσεις φιλικότερες προς την ελληνική υπόθεση. Αλλά δεν πρέπει να λησμονούμε πως ο διεθνής Τύπος -ακόμη και ο πιο φιλελεύθερος- κατά τη διάρκεια του πρώτου «Αττίλα» είδε θετικά την τουρκική εισβολή, την οποία εξέλαβε (λανθασμένα, αλλά έτσι την εξέλαβε) ως την αντίδραση έναντι μιας στρατιωτικής επιβουλής από το τυραννικό καθεστώς της Αθήνας. Τόση ήταν η απομόνωση της ελληνικής δικτατορίας.

Η ήττα του 1974 προδιαγράφηκε με βάση αυτά τα στοιχεία: ανεπάρκεια των εθνικών μέσων, πλήρης αγνόηση των πραγματικών δεδομένων, πλήρης διεθνής απομόνωση. Σύντομα η Τουρκία έλεγξε την κατάσταση: είχε πατήσει το νησί· λόγω της κατάρρευσης της ελληνικής επιστράτευσης δεν υπήρχε ελληνικός στρατός ως αξιόμαχο σύνολο (παρά μόνο ορισμένες επίλεκτες μονάδες) ικανό να την αντιμετωπίσει και στην Κύπρο, και στο ανοχύρωτο Αιγαίο. Η Αγκυρα εκμεταλλεύθηκε το πλεονέκτημά της με τον πιο παράλογο τρόπο στα μέσα Αυγούστου, εξαπολύοντας τον δεύτερο «Αττίλα» - και εκεί η Δύση (σε κρίση λόγω της παραίτησης του Ρίτσαρντ Νίξον ακριβώς στις 9 Αυγούστου) έδειξε μια μη αποδεκτή και αναπάντεχη αβελτηρία. Αλλά ο αγώνας είχε κριθεί στις 20-21 Ιουλίου. Το 1974 αποτελεί ένα εφιαλτικό υπόδειγμα του πώς οι φαντασιώσεις, ο λαϊκισμός, ο απομονωτισμός, ο τυχοδιωκτισμός και η αγνόηση της κοινής λογικής μπορούν να οδηγήσουν ένα μικρό έθνος στην καταστροφή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Oσα δημοσιεύματα δεν έχουν την υπογραφή μας αντιπροσωπεύουν την προσωπική γνώμη των συγγραφέων τους και όχι την δική μας.Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις,, ή απειλές.

ΜΕ ΖΩΝΤΑΝΗ ΤΗ ΜΝΗΜΗ

Η γνώση του ιστορικού παρελθόντος είναι απαραίτητη για την εθνική αυτογνωσία ενός λαού. Το blog μας με τρόπο απλό χωρίς να διαστρεβλώνει την ιστορική αλήθεια, φωτίζει με αναδρομές στα γεγονότα σελίδες ιστορίας του μαρτυρικού Λαού της Κύπρου και των Ελλαδιτών και Κυπρίων νεκρών και αγνοουμένων Ηρώων.