Οι εικόνες από τα προσωπικά του αντικείμενα προκαλούν πραγματικά ανατριχίλα.
Ένας ακόμα γνήσιος πατριώτης, που επέστρεψε στο χωριό του μη μπορώντας να αντέξει τον αποχωρισμό από τη γη που τον γέννησε. Τη «Μεσαρκά». Κι αυτή ακριβώς η γη που τον γέννησε, έμελλε να τον κλείσει μέσα στα σπλάχνα της για πάντα...
Με 7 Σφαίρες Πισώπλατα!
Ο Μιχαλής Ππεκρής από την Βατυλή Αμμοχώστου βρέθηκε θαμμένος σε ένα πηγάδι έξω από την Βατυλή. Τελευταία φορά που τον είδαν κάποιοι ζωντανό ήταν στις 16 Αυγούστου του 1974. Σύμφωνα με διάφορες μαρτυρίες στις 17 Αυγούστου του ίδιου έτους δολοφονήθηκε με εφτά πυροβολισμούς πισώπλατα και η σωρός του ρίχτηκε σε πηγάδι.
Από τις εφτά σφαίρες που δέχτηκε οι δύο τον βρήκαν στο κεφάλι. Η εκταφή ήταν από τις πιο δύσκολες αφού το πηγάδι ήταν μόλις 9 μέτρα ενώ τα λείψανα του βρέθηκαν στα 33 μέτρα λόγω της διάβρωσης του εδάφους. Όπως πληροφορούμαστε η διαδικασία της εκταφής θα παρουσιαστεί σε πολλές χώρες λόγω της πολυπλοκότητας της.
Οι συγγενείς του εξομολογούνται ότι έζησαν συγκλονιστικές στιγμές στο αεροδρόμιο Λευκωσίας κατά την παράδοση των λειψάνων. Tα 8 παιδιά του και η γυναίκα του (Χριστίνα Ππεκρή) είχαν πάντα μια κρυφή ελπίδα ότι ίσως θα τον ξαναέβλεπα ζωντανό. Η κηδεία του Μιχάλη Ππεκρή, αγνοούμενου από τη Βατυλή, πραγματοποιήθηκε στις 9 Αυγούστου 2015 στον Ιερό Ναό Αγίων Ραφαήλ και Βασιλείου στο Καλό Χωριό Λάρνακας.
Καλοκαίρι 1974. Όσοι έζησαν εκείνο το πρωινό, μπορούν ακόμη να ακούσουν τα τουρκικά μαχητικά τα οποία πηγαινοέρχονταν στον κυπριακό ουρανό. Εκείνο το πρωινό 250.000 άνθρωποι έμμελλε να εκδιωχθούν βάναυσα από τη μητέρα γη. Έμελλε να γίνουν πρόσφυγες, στην ίδια τους την πατρίδα. Σε λιγότερο από ένα μήνα, σήμανε η λήξη των εχθροπραξιών επί του κυπριακού εδάφους. Ο τουρκικός στρατός καταλαμβάνει το 38,5% της επικράτειας. Ακολουθεί η περίφημη ανταλλαγή αιχμαλώτων. 1619 Ελληνοκύπριοι αγνοούμενοι, ανάμεσά τους μερικοί Ελλαδίτες και πολλά παιδιά. Κανείς τους δεν γύρισε πίσω...
Λένε ότι η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία. Δεν μπορείς να κατηγορήσεις μια μάνα που ήλπιζε να δει ξανά τον αγνοούμενο γιο της, δεν μπορείς να πεις σε μια νιόπαντρη ότι ο άντρας της δεν θα επέστρεφε ποτέ ξανά, δεν μπορείς να σκοτώσεις την ελπίδα ενός παιδιού να δει ξανά τον πατέρα του ή τον αδερφό του, που χάθηκαν την αυγουστιάτικη νύχτα του 1974. Κι όμως, οι περισσότεροι στην Κύπρο γνώριζαν ενδόμυχα από τότε, ότι η πλειοψηφία των αγνοουμένων δεν βρίσκονταν εν ζωή και ότι εκτελέστηκαν είτε εν ψυχρώ από Τούρκους στρατιώτες του Αττίλα, όπως και έγινε εξάλλου, είτε εκτελέστηκαν από παρακρατικές στρατιωτικές οργανώσεις.
Ουδείς, όμως, ήθελε να το παραδεχθεί.
Ίσως επειδή δεν είχαν βρεθεί μέχρι τότε ομαδικοί τάφοι, ίσως πάλι επειδή ορισμένοι άφηναν να διαρρεύσει ότι μυστικές υπηρεσίες Ελλάδας και Κύπρου είχαν ανακαλύψει αγνοουμένους στα βάθη της Ανατολικής Τουρκίας. Και τα χρόνια περνούσαν. Οι αγνοούμενοι για πολλά χρόνια παρέμειναν ακέραιοι αριθμητικά, 1619. Ώσπου τον Ιούλιο του 2007 άρχισε να παίζεται η τελευταία πράξη του δράματος των αγνοουμένων. Και συγκεκριμένα, με τη διαδικασία ταυτοποίησης των λειψάνων με τη μέθοδο του DNA και με τη σύσταση της Διερευνητικής Επιτροπής για τους Αγνοουμένους (ΔΕΑ).
Ο Ιούλιος του 2007 σηματοδότησε μια νέα αρχή ιστορικής σημασίας. Για πρώτη φορά η ΔΕΑ επέστρεψε τα λείψανα Ελληνοκυπρίων αγνοουμένων στις οικογένειές τους. Έκτοτε και μέχρι σήμερα, με περισσότερα από 99 σημεία ανασκαφών, έχουν ταυτοποιηθεί και παραδοθεί στις οικογένειές τους λείψανα 451 Ελληνοκυπρίων. Για τους συγγενείς των υπολοίπων 1.057, ο Γολγοθάς συνεχίζεται...
Εκείνο το πρωινό...
Λίγα ρούχα, λίγα στρώματα, είδη πρώτης ανάγκης και τα υπόλοιπα υπάρχοντα έμεναν πίσω. Κανείς δεν υπολόγιζε εξάλλου ότι δεν θα επέστρεφαν ξανά στο σπίτι τους. Ο Μιχάλης, ένας από τους πολλούς πατριώτες, δίσταζε να αποχωριστεί το σπίτι του, τα ζώα του, τα χωράφια του. Ήταν λες και εγκατέλειπε ολόκληρη τη ζωή του εκεί. Στις πεδιάδες της «Μεσαρκάς».
Η γυναίκα του έτρεμε στην ιδέα ότι οι θα μπουν οι Τούρκοι στο χωριό και θα τους βρουν εκεί. «Πάμε να φύγουμε, σκέψου τα παιδιά», τον προέτρεπε η γυναίκα του. Ο Μιχάλης σκεφτικός, και μη μπορώντας να αντιδράσει, ξεκίνησε κι αυτός για τον δρόμο, μαζί με τη γυναίκα του και τους υπόλοιπους συγχωριανούς. Έναν δρόμο που για πολλούς δεν είχε γυρισμό. Για τον ίδιο όμως η μοίρα επεφύλασσε άσχημο παιγνίδι.
Προτού φύγει έβαλε τροφή και νερό στα ζώα, έκλεισε τις πόρτες του σπιτιού και ξεκίνησε. Τα μάτια βούρκωναν στη σκέψη ότι ίσως να μην έβλεπε ξανά το σπίτι, τα ζώα του, το σιτάρι, το χώμα, την ανόθευτη γη του.
Ένιωθε σαν να άφηνε πίσω του εκεί ριζωμένη, μαζί με το σιτάρι που καλλιεργούσε, την καρδιά του, την ψυχή του. Μπορεί να έφευγε, αλλά ο νους του ήταν εκεί, εκεί και στους γιους του που βρίσκονταν στις επάλξεις, μαχόμενοι εναντίον του Αττίλα. Περπατώντας έφτασαν στο δασάκι της Άχνας. Εκεί επικρατούσε το χάος, κόσμος πολύς, ο καθένας προσπαθούσε να σώσει εαυτόν αλλά και τους οικείους του. Μάνες έψαχναν παιδιά, γυναίκες τους συζύγους τους, κλάματα, οδυρμοί για το κακό που τους βρήκε.
Το επόμενο πρωί, ο Μιχάλης πήρε την οικογένειά του και πήγαν στο δημοτικό σχολείο Δροσιάς. Εκεί η γυναίκα και τα παιδιά του κοιμήθηκαν σε μια σχολική τάξη, που ήταν ήδη στοιβαγμένα πολλά γυναικόπαιδα. Ο ίδιος προτίμησε να μείνει στο αυτοκίνητο. Δεν μπορούσε όμως να κοιμηθεί. Οι θύμησες τον ταλαιπωρούσαν, έβλεπε συνεχώς μπροστά του το χωριό του, τα ζώα του, το βιος του που έφυγε και άφησε. Και τότε το αποφάσισε, θα επέστρεφε πίσω. Έστω για μια τελευταία φορά. Έπρεπε να δώσει νερό στα ζώα του εξάλλου. Ήταν καλοκαίρι, ο ήλιος δυνατός, θα πέθαιναν από τη δίψα.
16 Αυγούστου, δυο μέρες μετά τον διωγμό, το είπε στην γυναίκα του. Δεν το συζήτησε καν, ήταν ήδη αποφασισμένος. Η γυναίκα του σιώπησε, η δύναμη της ψυχής και η δύναμη της συνήθειας είναι αξίες ανυπέρβλητες. Ήξερε ότι δεν μπορούσε να του αλλάξει γνώμη.
Εκεί, στον δρόμο προς το χωριό τον συνέλαβαν Τούρκοι στρατιώτες. Τους εξήγησε πως το μόνο που ήθελε ήταν να πάει να ποτίσει τα ζώα του που θα πέθαιναν από τη δίψα. Δυο μέρες χωρίς νερό. Οι Τούρκοι δεν έδωσαν καν σημασία. Τον έσπρωξαν σε ένα παρακείμενο δάσος με ευκαλύπτους, του πήραν ό,τι είχε και δεν είχε πάνω του, και αφού τον κακοποίησαν βάναυσα τον άφησαν να πεθάνει αιμόφυρτος στη ρίζα ενός δέντρου.
Τα γεγονότα είναι γνωστά στους οικείους του ώς εδώ. Τα υπόλοιπα είναι απλά εικασίες. Απ' ότι έτυχε να μάθουν, ότι έτυχε να ακούσουν από τρίτους.
Πέρασε πολύς καιρός χωρίς να έχουν νέα του Μιχάλη. Τα παιδιά μεγάλωσαν, έκαναν εγγόνια κι αυτά με τη σειρά τους έφτιαξαν τη δική τους οικογένεια. Ώσπου το 2003 τα οδοφράγματα απρόσμενα άνοιξαν. Οι οικείοι του Μιχάλη επισκέφτηκαν εναγωνίως το κατεχόμενο χωριό της Βατυλής, με την ελπίδα ότι κάποιος κάτι είδε και θα τους αναζωπύρωνε την ελπίδα για τον άνθρωπό τους. Το χωριό ερειπωμένο, χωρίς ζώα, χωρίς σανό, χωρίς πόρτα, χωρίς παράθυρα.
Το ίδιο και το σπίτι. Δεν κατάφεραν να βρουν τίποτα. Στο τέλος βρήκαν κάποιον που ήξερε. Έναν Τουρκοκύπριο. Αφού τον βρήκαν, τους είπε ότι οι Τούρκοι σκότωσαν τον Μιχάλη και πέταξαν το νεκρό σώμα του σε λάκκο. Μετά έριξαν χώμα από πάνω. Οι συγγενείς, μη μπορώντας να κάνουν τίποτα άλλο, εναπέθεσαν απλά μερικά λουλούδια στο σημείο που τους υπέδειξε ο Τουρκοκύπριος. Λίγα λουλούδια, ως ελάχιστο φόρο τιμής για τον αγαπημένο τους σύζυγο, πατέρα, παππού, που ποτέ δεν γνώρισαν.
Σαράντα ένα χρόνια μετά...
15 Ιουλίου 2015. Η Διερευνητική Επιτροπή για τους αγνοουμένους ειδοποιεί την οικογένεια Ππεκρή, ότι μέσω της μεθόδου DNA έχουν ταυτοποιηθεί τα λείψανα του Μιχάλη Ππεκρή. Η παραλαβή των λειψάνων έγινε στο αεροδρόμιο Λευκωσίας, στα γραφεία της Επιτροπής Εκταφών και Ταυτοποίησης Αγνοουμένων. Τρεις κόρες, τρεις γιοι και δέκα εγγόνια, σε κλίμα άκρατης συγκίνησης, πήγαν να παραλάβουν ό,τι απέμεινε από τον αγαπημένο τους.
Ένα κασόνι με μερικά οστά μέσα και μερικά αντικείμενα. Αρχικά ενημερώθηκαν μέσω φωτογραφιών, ότι η διαδικασία των εκσκαφών στον συγκεκριμένο χώρο ήταν δύσκολη και επίπονη, εξαιτίας της πολύχρονης διάβρωσης του υπεδάφους. Οι συγγενείς ενημερώθηκαν ότι ο ήρωας Μιχάλης Ππεκρής δολοφονήθηκε με επτά σφαίρες, δύο στο κεφάλι, δύο στην αριστερή ωμοπλάτη, δύο στην πλάτη και μία στη λεκάνη. Ακολούθως η Επιτροπή ανακοίνωσε στους οικείους του ότι τα λείψανά του μαζί με τα ρούχα που φορούσε καθώς και ορισμένα προσωπικά του αντικείμενα βρέθηκαν σε λάκκο-τάφο. Ένα ρολόι, μια χρυσή καδένα, ένα φυλακτό με την εικόνα της Παναγίας, νομίσματα και μερικά άλλα. Μπροστά η φωτογραφία του αγαπημένου τους συγγενή και ένα καντήλι να κρατά ζωντανή τη μνήμη του.
τελευταία πράξη του δράματος για την οικογένεια Ππεκρή γράφεται με τον πιο σκληρό τρόπο που ενώπιον του Θεού, τελούν την κηδεία του ανθρώπου τους. Μπορούν να είναι πλέον ήσυχοι ότι το σώμα του αγαπημένου τους θα αναπαυθεί εν ειρήνη, με τις τιμές που αρμόζουν σε έναν πραγματικό πατριώτη, που δεν εγκατέλειψε ούτε την ύστατη ώρα τη γη που τον γέννησε. Αιωνία του η μνήμη.
«Άεις την πόρταν ανοιχτήν»
Του Γρηγόρη Γεωργίου
Η γιαγιά μου μπορεί να ξίασεν
αλλά εγιώ εν ιξιάννω...
Κάποτε μιτσής που μείνισκα μαζίν της
σιειμώναν καλοτζιαίριν
εφώναζέν μου λλίον πριν να τζοιμηθούμε
«Άεις την πόρταν ανοιχτήν, γιε μου, τζιαι μπορεί να ΄ρτει ο παππούς σου»...
Ήρτεν τελικά, ήβραν τον... φέρνουν μας τον 15 του Ιούλη...
τζιαι κανένας ακόμα εν εκατάλαβεν ότι εν να μας δόκουν μια κασιούαν κόκκαλα... κανένας...
ούλλοι εχαρήκαμεν τζιαι ήδη εγραφτήκαμεν να πάμε στο αεροδρόμιον της Χώρας να τον υποδεχτούμεν...
έρκεται ο παππούς μας, ρε...
έρκεται ο άντρας σου, α γιαγιά...
α μανά, έρκεται ο παπάς σου!!!
-Ο Αγνοούμενός μας Μιχαλάκης Ππεκρής του Γεωργίου-
(Ποίημα που έγραψε προς τιμήν του εκλιπόντος ένας από τους εγγονούς του)
ΠΗΓΗ: η σημερινη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Oσα δημοσιεύματα δεν έχουν την υπογραφή μας αντιπροσωπεύουν την προσωπική γνώμη των συγγραφέων τους και όχι την δική μας.Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις,, ή απειλές.