του Δρ. Ιωάννη Χρ. Ιακωβίδη
Επιστημονικού συνεργάτη στο Κέντρο Ανατολικών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου.
«Τελειώνοντας, αδέλφια μου, / ποτέ σας μην το πείτε / αιχμάλωτοι στους άνομους / ποτέ σας μην πιαστείτε».
Νεοπτόλεμος Κότσαπας, «Ποίημα της Αιχμαλωσίας»
Στις 22 Νοεμβρίου, στην κατάμεστη αίθουσα τελετών του Πολεμικού Μουσείου, πραγματοποιήθηκε εκδήλωση του Ελληνικού Πολιτιστικού Ομίλου Κυπρίων (ΕΠΟΚ) για την απονομή των κυπριακών βραβείων του έτους 2014 και του 5ου Παγκόσμιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού του.
Οι στιγμές υπήρξαν εξόχως συγκινητικές, ιδίως όταν τιμήθηκε ο δραστήριος δήμαρχος της κατεχόμενης Λαπήθου Νεοπτόλεμος Κότσαπας, για το έργο που επιτελεί αλλά και για τα δύο βιβλία που έχει συγγράψει και αναφέρονται στα τραγικά γεγονότα του 1974, κατόπιν της κατάληψης της πόλης της Κερύνειας και των κωμοπόλεων Λαπήθου και Καραβά από τους Τούρκους εισβολείς. Ως καταδρομέας της 33ης Μοίρας Καταδρομών Κύπρου, συμμετείχε στις προσπάθειες κατάληψης του Αγίου Ιλαρίωνος και εξουδετέρωσης του τουρκικού προγεφυρώματος στο σημείο της απόβασης. Στις 22 Ιουλίου 1974 συνελήφθη αιχμάλωτος και μεταφέρθηκε στις τουρκικές φυλακές των Αδάνων και της Αμάσειας. Πρέπει να σημειωθεί ότι μικρότερος αριθμός αιχμαλώτων οδηγήθηκε από τα Άδανα στην πόλη Αντιγιαμάν, την αρχαία Πέρρη, κοντά στη Συρία.
Η μνήμη του γράφοντος ταξίδεψε στη Λάπηθο, τόπο καταγωγής των γονέων του. «Πώς να σε ξεχάσω, Λάπηθος αγαπημένη»*. Εκεί άφησε την τελευταία του πνοή ως εγκλωβισμένος ο παππούς του, Χατζηγιάννης Ν. Ιακωβίδης (1899 - 21 Απριλίου 1975).
Συγκλονιστική είναι η αφήγηση του κ. Νεοπτόλεμου Κότσαπα για την «Αιχμαλωσία σε Κύπρο και Τουρκία», αποσπάσματα της οποίας παρατίθενται ενδεικτικά από το βιβλίο του Κερύνεια εάλω (σελ. 54-84): «Βρισκόμαστε στην τρίτη μέρα του πολέμου. (...) Με το που σταμάτησε το τζιπ, οι παρευρισκόμενοι Τούρκοι, εξαγριωμένοι, μου επιτέθηκαν με τα σκαπτικά τους εργαλεία, με έριξαν κάτω από το όχημα μέσα στα αγκάθια και τις πέτρες, άρχισαν να με χτυπούν αδιακρίτως, σέρνοντάς με εδώ και εκεί. (...) Σε πλήρη αφασία, αιμόφυρτος και βαριά τραυματισμένος, βρέθηκα στο “Πέντε Μίλι”, δίχως να θυμάμαι το πώς και πότε. Βρέθηκα συγκρατούμενος μαζί με καμιά δεκαριά Ελληνοκυπρίους στο υπόγειο μιας μικρής εξοχικής κατοικίας, που βρισκόταν εκατό περίπου μέτρα πάνω από το σημείο της απόβασης και δίπλα από το προσωρινό τουρκικό αρχηγείο των εισβολέων. (...)
»Όλη τη νύχτα ταξιδεύαμε και την επομένη το πρωί φτάσαμε στον ναύσταθμο της Μερσίνας. (...) Η βαρβαρότητα, ο ανεξέλεγκτος ξυλοδαρμός και η επιθετικότητα υπήρξαν το καλημέρισμα των Τούρκων στρατιωτών, που καραδοκούσαν στην αποβάθρα. (...) Πριν από το μεσημέρι η φάλαγγα εισέρχεται μέσα σε πυκνοκατοικημένη περιοχή και αναγκαστικά προχωρεί με πολύ πιο αργό ρυθμό, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στο έξαλλο πλήθος, που στο μεταξύ αυξήθηκε κατά πολύ, να προσεγγίζει σε απόσταση αναπνοής. Έξαλλοι και οπλισμένοι με ξύλα, πέτρες φτυάρια και τσεκούρια, μας θύμιζαν άλλες εποχές, φέρνοντας στον νου μας σκηνές από την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 και από την επανάσταση του 1821. (...)
Ο τελικός προορισμός του απρόσμενου ταξιδιού μας τι άλλο να ήταν, άραγες, εκτός από τις φυλακές των Αδάνων, “Adanacezaevi” η επιγραφή. (...) Καλύτερα χίλιες φορές κρατούμενοι στα χέρια των Γερμανών και των Εγγλέζων, παρά μια φορά στους Τούρκους. (...) Κύλησαν σιγά-σιγά οι μέρες, έφυγε ο Αύγουστος και μπαίνοντας στην πρώτη εβδομάδα του Σεπτέμβρη, η μοίρα μάς επιφυλάσσει σκληρότερες περιπέτειες. (...) Διά μέσου της κεντρικής Ανατολίας, χρησιμοποιώντας απαρχαιωμένα, θορυβώδη και ημικατεστραμμένα τρένα, (...) χωρίς κλιματισμό, νηστικοί και άυπνοι για δυο μερόνυχτα, με το κρύο της νύχτας (...) κατευθυνόμαστε προς τον νέο μας προορισμό, αρκετά μακριά από τα Άδανα. Πρόκειται για τις φυλακές της Αμάσειας. (...)
Η μόνη χαρά που νοιώσαμε κατά την κράτησή μας στην Αμάσεια ήταν η εμφάνιση του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και η καταγραφή μας σε επίσημους καταλόγους, περίπου στα μέσα Σεπτεμβρίου. Ταυτόχρονα όμως αισθανθήκαμε μεγάλη αγανάκτηση, όταν οι Τούρκοι υπεύθυνοι των φυλακών δεν επέτρεψαν στον Ερυθρό Σταυρό να μας διανείμει τη μικρή συμβολική βοήθεια, αποτελούμενη από λίγα τσιγάρα, ξηρούς καρπούς και μπισκότα, που έστειλε η Κυπριακή Δημοκρατία για μας. (...) Στη συνέχεια κύλησε κάπως ομαλότερα ο επόμενος μήνας και φτάνοντας στις 20 Οκτωβρίου μας ανακοινώνεται η συμφωνία απελευθέρωσής μας, με τη μόνη διαφορά ότι θα φύγουμε τελευταίοι για την Κύπρο λόγω απόστασης και τμηματικής απελευθέρωσης. (...)
»Ήταν πρωί της 25ης Οκτωβρίου 1974, όταν πατήσαμε το πόδι μας στην ξηρά, αλλά από τον φόβο και την αγωνία μας ούτε τον σταυρό μας δεν κάναμε, παρά μόνο σφίξαμε τα χείλη μας, κρατήσαμε το δάκρυ μας, προσπαθώντας να δείξουμε ψυχραιμία και αυτοσυγκράτηση. (...) Μας επιβίβασαν σε κλεμμένα λεωφορεία, περιουσία των Ελληνοκυπρίων, που μάζεψαν ως λάφυρα πολέμου από την άρον-άρον εκδίωξη των κατοίκων από την περιοχή. (...)
Εδώ, στην πόλη της Κερύνειας, μέσα σε τρεις μήνες κατοχής κατάφεραν να αλλοιώσουν τα πάντα, αντικαθιστώντας επιμελώς κάθε τι το ελληνικό με τουρκικές επιγραφές, πινακίδες και σύμβολα. (...) Η απόλυση και των τελευταίων αιχμαλώτων αποτέλεσε ορόσημο και σημάδεψε οικτρά το άνοιγμα ενός νέου κεφαλαίου, αυτού των αδήλωτων αιχμαλώτων και αγνοουμένων, ενός κεφαλαίου που άπτεται της τραγικότερης πτυχής του δράματος της νεότερης κυπριακής ιστορίας. Εμείς επιστρέψαμε για να ζούμε με τις φρικτές αναμνήσεις του πολέμου, δυστυχώς αυτοί έμειναν πίσω για πάντα. (...) Από εδώ και μετά, αν αναλογιστεί κανείς και τα χειρότερα, τότε δεν ήταν καθόλου υπερβολή το συμπέρασμα που έβγαλα προηγουμένως, ότι οι αιχμάλωτοι έπρεπε να ήταν ευχαριστημένοι και ευτυχισμένοι, αφού ήταν ζωντανοί, κι ας ήταν ταλαίπωροι από τα δεινά που υπέστησαν. Ιδού που αντικρίσαμε και χειρότερα»...
Σκηνές που ανακαλούν στη μνήμη μας τα «τάγματα εργασίας» (αμελέ ταμπουρού) του Μικρασιατικού Ελληνισμού και την Επιστράτευση των «είκοσι ηλικιών» των Κωνσταντινουπολιτών (1941-1942). Σε τρεις διαφορετικές χρονικές περιόδους (1914-1922, 1941-1942 και 1974) οι ίδιες μέθοδοι εξόντωσης του Ελληνισμού της Ανατολής εκ μέρους των Τούρκων...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Oσα δημοσιεύματα δεν έχουν την υπογραφή μας αντιπροσωπεύουν την προσωπική γνώμη των συγγραφέων τους και όχι την δική μας.Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις,, ή απειλές.