Ο Γιάννος Χαραλαμπίδης έχει σπουδάσει νομικά και είναι διδάκτωρ των διεθνών σχέσεων και των ευρωπαϊκών σπουδών. Από το 2004 εργάζεται ως πολιτικός σύμβουλος ευρωβουλευτών και παρακολουθεί στενά και αναλύει το Κυπριακό, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και τα ευρωπαϊκά ζητήματα. To τελευταίο του βιβλίο κυκλοφόρησε το 2011 από τις εκδόσεις Ποιότητα και έχει τον τίτλο Κυπριακό. Διπλωματικές ίντριγκες. Απόρρητα έγγραφα και μαρτυρίες των πρωταγωνιστών από το 1950 έως το 2010. Στρατηγικά ελλείμματα και επιλογές.
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ ΓΙΑΝΝΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ ΄΄ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΕΣ ΙΝΤΡΙΓΚΕΣ΄΄
(Προσφώνηση)
Ανδρέας Πενταράς Υποστράτηγος εν αποστρατεία Λευκωσία 19 Μαίου 2011
Αναφορικά με τη σκοπιμότητα του αγώνα της ΕΟΚΑ
Με βάση επίσημα έγγραφα της Βρετανίας που για πρώτη φορά βλέπουν το φώς της δημοσιότητας μέσα από τη μελέτη του Γιάννου Χαραλαμπίδη, οι Βρεττανοί μελετούσαν από το 1945 τη στρατηγική που θα ακολουθούσαν στο Κυπριακό, ύστερα από τα καθολικό αίτημα των Κυπρίων για αυτοδιάθεση –Ένωση. Τον Μάϊο του 1950 ολοκληρώνουν τη μελέτη και καταλήγουν ως γνωστό στο ΄΄ουδέποτε΄΄ του Χόπκινσον . Εκείνο που έχει σημασία σε όλη αυτή τη διαδικασία είναι το σκεπτικό των Άγγλων για να καταλήξουν στην απόφαση αυτή.
Οι Άγγλοι, σύμφωνα με τα έγγραφα που αποκαλύφθηκαν, στη περίπτωση Ρωσικής επίθεσης για έξοδο στη Μεσόγειο, θα έπρεπε να προστατεύσουν πάση θυσία τις κτήσεις τους στη Μ. Ανατολή (Διώρυγα, Σ. Αραβία κλπ). Σύμφωνα με τους υπολογισμούς που έκαναν, ούτε η Ελλάδα, ούτε η Τουρκία θα μπορούσαν να αναχαιτήσουν μια Ρωσική επίθεση. Κατά συνέπεια, η Βρετανία θα έπρεπε να οργανώσει την άμυνά της στις νότιες ακτές της Μεσογείου και ανατολικώτερα στη Μ. Ανατολή και στη περίπτωση αυτή η Κύπρος, της ήταν απόλυτα αναγκαία. Αυτά όλα συνέβαιναν το 1950 και την εποχή αυτή Ελλάδα και Τουρκία δεν ήσαν μέλη του ΝΑΤΟ.
Το 1952 όμως, Τουρκία και Ελλάδα εντάσσονται στο ΝΑΤΟ, του οποίου, οι σχεδιασμοί για αναχαίτηση της Ρωσικής επίθεσης στηρίζονται στην άμυνα των συνόρων του ΝΑΤΟ, και λίγο αργότερα το NATO υιοθετεί τη στρατηγική του πρώτου πυρηνικού κτυπήματος, δηλαδή την απάντηση με πυρηνικά όπλα στη περίπτωση συμβατικής επίθεσης των Ρώσων. Σε ένα πυρηνικό πόλεμο όμως μέτωπο δεν υπάρχει και έτσι το επιχείρημα των Βρετανών περί άμυνας στη Μ.Ανατολή για προστασία των κτήσεων τους παραμένει έωλο. Βεβαίως η Κύπρος στα πλαίσια της στρατηγικής της ανάσχεσης που υιοθέτησε το ΝΑΤΟ, σίγουρα έπαιζε ένα σημαντικότατο ρόλο, όμως το ρόλο αυτό θα μπορούσε να τον παίξει και στη περίπτωση της Ένωσης, αφού η Κύπρος θα ήταν ΝΑΤΟ.
Συμπέρασμα όλων αυτών είναι ότι η Βρετανία, πολύ νωρίς είχε πάρει την απόφαση να κρατήσει τη Κύπρο εσαεί, για ένα και μόνο λόγο. Γιατί πίστευε ότι στη περίπτωση παραχώρησης της Κύπρου στην Ελλάδα θα επλήττετο το Βρετανικό γόητρο, θα αποδυναμωνόταν η θέση της στη Μ. Ανατολή, προπαντός όμως θα αμφισβητείτο ο αυτοκρατορικός της ρόλος, τον οποίο ήθελε να εντάξει στα πλαίσια του ΝΑΤΟ που μόλις είχε ιδρυθεί και γιατί όχι, να ηγηθεί της συμμαχίας αφήνοντας του Αμερικανούς σε δεύτερο ρόλο. Εξ ού και το ουδέποτε του Χόπκινσον.
Όπως άλλωστε αποδείχθηκε εκ των υστέρων, ο αγώνας της ΕΟΚΑ ήταν η αρχή της ψυχολογικής αποδόμησης των Βρετανών αναφορικά με τα αυτοκρατορικά τους οράματα και σαν συνέπεια αυτού, ήταν –όπως πολύ εύστοχα λέει ο Γιάννος Χαραλαμπίδης – τη σκυτάλη του ελεύθερου κόσμου να αναλάβουν από τους Βρετανούς οι Αμερικανοί.
Γεγονότα της Μανσούρας , Αύγουστος 1964
Είναι γνωστό ότι ακόμα και σήμερα γίνονται συζητήσεις αναφορικά με τη σκοπιμότητα των επιχειρήσεων της Μανσούρας. Αν δηλαδή έπρεπε να διεξαχθούν οι επιχειρήσεις ή όχι και ακόμα κατά πόσο επηρέασαν τις διπλωματικές προσπάθειες της Βιέννης. (Διεξάγονταν συνομιλίες στη βάση της Ένωσης μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας υπό την αιγίδα των ΗΠΑ και τη παρουσία των Άγγλων). Ο αναγνώστης, μέσα από τα ντοκουμέντα και τις προσωπικές μαρτυρίες πρωταγωνιστών αλλά και μαχητών της περιόδου εκείνης όπως τα παρουσιάζει ο συγγραφέας, μπορεί να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Ας δούμε όμως κάποια σημαντικά στοιχεία.Στη περιοχή της Μανσούρας -Κοκκίνων, όπως είναι γνωστό, οι Τούρκοι κατέλαβαν στρατηγικά σημεία σε δεσπόζοντα υψώματα σχηματίζοντας το πυρήνα του θύλακα των Κοκκίνων – Μανσούρας. Αρχές Αυγούστου 1964, άρχισαν στη Γενεύη συνομιλίες Τουρκίας – Ελλάδας με πρωτοβουλία των ΗΠΑ για επίλυση του Κυπριακού στη βάση της Ένωσης. Η περίοδος αυτή, ήταν η μοναδική στην ιστορία του Κυπριακού, κατά την οποία υπήρχε ταύτιση συμφερόντων ΝΑΤΟ – Κύπρου -Ελλάδας.
Το ΝΑΤΟ μεσούντος του ψυχρού πολέμου, επεδίωκε σταθερότητα στη νοτιοανατολική του πτέρυγα και αποφυγή πάση θυσία Σοβιετικής διείσδυσης στη Κύπρο, η οποία, Κύπρος, μπορεί να μην ήταν ενταγμένη στο ΝΑΤΟ, όμως λόγω των Βρεττανικών βάσεων, αποτελούσε σημαντικό παράγοντα στη στρατηγική της ανάσχεσης που εφάρμοζε η δυτική συμμαχία έναντι της Σοβιετικής Ένωσης. Με την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, με κάποια ανταλλάγματα προς τη Τουρκία, ολόκληρη η Κύπρος γινόταν ΝΑΤΟ και αυτό απομάκρυνε κάθε κίνδυνο Ελληνοτουρκικού πολέμου και διάσπασης της συμμαχίας, ενώ παράλληλα απομάκρυνε τη Σοβιετική διείσδυση στη περιοχή.
Η Τουρκία βέβαια είχε τα δικά της σχέδια, γι αυτό άρχισε να κλιμακώνει την ένταση με τη κρίση των Κοκκίνων, προκειμένου να δημιουργήσει τετελεσμένα επί του εδάφους, να αλλάξει το ισοζύγιο δυνάμεων και να μεταφέρει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων τα νέα δεδομένα, έτσι ώστε να απαιτήσει την αλλαγή της βάσης των συνομιλιών από Ένωση σε ομοσπονδία ή συνομοσπονδία.
Σκοπός των Τούρκων στη περιοχή της Μανσούρας, ήταν η απομάκρυνση των Ελλήνων κατοίκων με τρομοκρατικές ενέργειες, δημιουργία αμειγούς Τουρκικού θυλάκου, συνένωση με τους θύλακες Λεύκας και Λιμνήτη και δημιουργία μεγάλου προγεφυρώματος έτσι ώστε να διευκολυνθεί απόβαση Τουρκικών στρατευμάτων στη περιοχή που ήταν σχεδιασμένη για τις 13 Αυγούστου.
Με την ενίσχυση του προγεφυρώματος, θα επιχειρείτο η συνένωση με το θύλακα Λευκωσίας – Κιόνελι, οπότε δημιουργούνταν επί του εδάφους οι προϋποθέσεις για τη διχοτόμηση.
Ενόψει αυτής της κατάστασης ανασφάλειας του Ελληνικού πληθυσμού αλλά και της σχεδιαζόμενης συνένωσης των θυλάκων, άλλη επιλογή δεν υπήρχε για το Κυπριακό κράτος παρά η έναρξη των επιχειρήσεων για εξάλειψη των Τουρκικών αντιστάσεων της περιοχής. Τα γεγονότα λίγο ή πολύ είναι γνωστά. Οι επιχειρήσεις δεν ολοκληρώθηκαν γιατί η κυριώτερη εστία αντίστασης, τα Κόκκινα, δεν εξουδετερώθηκε. Πολλά έχουν γραφτεί και πολλά έχουν ειπωθεί για τους λόγους της μη ολοκλήρωσης των επιχειρήσεων καθώς και τις επιπτώσεις στις συνομιλίες της Γενεύης.
Ο Γιάννος Χαραλαμπίδης μέσα από ατράνταχτα ντοκουμέντα, πολλά από τα οποία για πρώτη φορά βλέπουν το φως της δημοσιότητας, καταγράφει και ερμηνεύει τα γεγονότα κάτω από την οπτική των κανόνων και των αρχών της στρατηγικής. Εγώ ήθελα να προσθέσω και τα παρακάτω:
Βασικός λόγος της μη ολοκλήρωση των επιχειρήσεων της Μανσουρας, ωφείλεται, σε επίπεδο στρατηγικής, στη παραβίαση της αρχής της Ενιαίας Διοίκησης. Τόσο σε πολιτικό όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο. Σε στρατιωτικό επίπεδο, είχε ιδρυθεί το Επιτελείο της ΑΣΔΑΚ με αρχηγό το στρατηγό Διγενή, το οποίο θα είχε την ευθύνη της άμυνας ολόκληρης της Κύπρου. Τη περίοδο δε αυτή, στη Κύπρο υπήρχε η Εθνική Φρουρά, η Ελληνική Μεραρχία και η ΕΛΔΥΚ , δυνάμεις οι οποίες υπό κανονικές συνθήκες θα υπήγονταν υπό τις διαταγές του στρατηγού Γρίβα. Τι συνέβαινε όμως στη πραγματικότητα;
-Το Επιτελείο της ΑΣΔΑΚ ήταν ένα άτυπο Επιτελείο που συστήθηκε από την Ελλάδα. Κανονικά θα έπρεπε να συγκροτηθεί με νομοθετική ή διοικητική πράξη της Κυπριακής Δημοκρατίας έτσι ώστε θεσμικά να μπορεί να διοικεί μονάδες της Κ.Δ.
Ο στρατηγός Γρίβας ήταν ένας άτυπος αρχηγός της ΑΣΔΑΚ αφού δεν είχε διορισθεί με απόφαση της Κυπριακής Κυβέρνησης, άρα δεν ήταν περιβεβλημένος με τις εξουσίες που θα έπρεπε να έχει ένας αρχιστράτηγος αλλά και τις ευθύνες απέναντι στη κυβέρνηση. Στη πραγματικότητα, από νομική άποψη δεν είχε καμιά απολύτως εξουσία. Δεν μπορούσε να διατάξει ούτε ένα στρατιώτη.
-Οι στρατιωτικές δυνάμεις που βρίσκονταν στη Κύπρο, δηλ. ΕΦ, ΕΛΔΥΚ και Μεραρχία δεν ετέθησαν υπό τη διοίκηση της ΑΣΔΑΚ, με αποτέλεσμα στη δεδομένη χρονική στιγμή, όπου διεξάγονταν επιχειρήσεις και απειλείτο Τουρκική εισβολή, υπήρχαν τέσσερα κέντρα λήψης αποφάσεων χωρίς να υπάρχει ένας αρχηγός.
Το ίδιο περίπου συνέβαινε και σε πολιτικό επίπεδο. Η αρχή της ενιαίας διοίκησης δεν λειτούργησε ούτε στο πολιτικό επίπεδο.
Ένας δεύτερος λόγος, είναι η απουσία συγκροτημένης στρατηγικής, με σαφείς πολιτικούς και στρατιωτικούς στόχους, και πολιτική βούληση για χρήση εφόσον παρίστατο ανάγκη της ισχύος που είχε δημιουργηθεί για το σκοπό αυτό. Δηλαδή της Μεραρχίας, της ΕΦ και της ΕΛΔΥΚ, στη περίπτωση που η Τουρκία υλοποιούσε τις απειλές για απόβαση. Ο Μόργκενταουν είπε ότι η ισχύς ενός κράτους έχει έννοια μόνο εάν υπάρχει η βούληση να χρησιμοποιηθεί όταν χρειασθεί. Η ανυπαρξία βούλησης σημαίνει ανυπαρξία της ισχύος. Και στη προκειμένη περίπτωση της Μανσούρας, οι κυβερνήσεις Ελλάδας και Κύπρου απέδειξαν ότι δεν είχαν τη βούληση να χρησιμοποιήσουν την ισχύ αυτή και μάλιστα κάτω από ευνοϊκούς όρους για την Κύπρο. (ανυπαρξία αποβατικού στόλου, επιστολή Τζόνσον, δήλωση Κρουτσώφ, υπεροπλία Ελλάδας).
Παρά τα όποια προβλήματα υπήρξαν στη κρίση της Μανσούρας, το αποτέλεσμα ήταν ευνοϊκό για τη πλευρά μας. Η Τουρκία δεν κατόρθωσε να δημιουργήσει τετελεσμένα επί του εδάφους και να αλλάξει το ισοζύγιο δυνάμεων ώστε να μετατρέψει τη βάση των συνομιλιών που διεξάγονταν στη Βιένη από Ένωση σε διχοτόμηση, και έτσι προέκυψαν τα δύο Σχέδια Άτσεσον. Πολλά έχουν γραφτεί για τα Σχέδια αυτά. Ο Γιάννος Χαραλαμπίδης με βάση νέα ντοκουμέντα που παραθέτει στο βιβλίο του, καταγράφει όλες τις απόψεις, και θέτει τα γεγονότα και τις αποφάσεις που λήφθηκαν κάτω από τη βάσανο της στρατηγικής ανάλυσης και βγάζει και τα δικά του συμπεράσματα.
Ως στρατιωτικός, έχω να κάνω και εγώ κάποια σχόλια. Δεν θα ασχοληθώ με το Σχέδιο Άτσεσον 1 το οποίο κατά γενική ομολογία ήταν διχοτομικού χαρακτήρα και απορρίφθηκε αμέσως από τη πλευρά μας. Ομολογώ όμως ότι για πρώτη φορά διάβασα ολκληρωμένο το 2ο Σχέδιο όπως το παραθέτει ο Γιάννος Χαραλαμπίδης στο βιβλίο του. Ως γνωστό και το Σχέδιο αυτό απορρίφθηκε αρχικά από τη πλευρά μας και στη συνέχεια από την Ελλάδα, γιατί δεν μπορούσε να κάμει διαφορετικά. Αν δεν το απέρριπτε η Ελλάδα, έπρεπε να το επιβάλει πραξικοπηματικά και αυτό δεν μπορούσε να γίνει από μια δημοκρατική κυβέρνηση. Τι προέβλεπε όμως το σχέδιο αυτό;
Προέβλεπε την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Σε αντάλλαγμα η Τουρκία θα διατηρούσε έναντι ενοικίου για 50 χρόνια μια στρατιωτική βάση, χωρίς κυριαρχία, στη Καρπασία. (Μονή, ελληνικά χωριά, δρόμος). Προέβλεπε επίσης την επιστροφή των 250000 προσφύγων στη Κωνσταντινούπολη, ύστερα από τα γεγονότα του 55, το σεβασμό των προβλέψεων της συνθήκης της Λωζάνης για την αυτοδοίκηση της Ίμβρου και της Τενέδου και επίσης τη κατοχύρωση των δικαιωμάτων της Ελληνικής μειονότητας της Ανατολικής Θράκης.
Σημασία όμως έχει το αιτιολογικό της απόρριψης από τη Κυπριακή πλευρά του Σχεδίου αυτού και είναι αυτό που θα σχολιάσω σαν στρατιωτικός. Το αιτιολογικό με το οποίο απορρίφθηκε το Σχέδιο ήταν ότι οι Τούρκοι, εξορμώντας από τη βάση της Καρπασίας, θα μπορούσαν να επιβάλουν τη διχοτόμηση.
Μπορούσαν πράγματι να εξορμήσουν και να επιβάλουν τη διχοτόμηση;
Η χωρητικότητα των 50 τ.μ. που θα είχε η βάση, σε στρατιωτικές μονάδες, σύμφωνα με τους στρατιωτικούς κανονισμούς είναι ένα Σύνταγμα μαζί με κάποιες υπομονάδες υποστήριξης και διοικητικής μέριμνας. Ουσιαστικά δηλ. θα μετακινείτο το Σύνταγμα της ΤΟΥΡΔΥΚ, από το Γερόλακκο στη Καρπασία. Και το Σύνταγμα αυτό, θα επιτίθετο εναντίον του Ελληνικού στρατού που θα βρισκόταν στη Κύπρο και ο οποίος θα αριθμούσε 3-4 Μεραρχίες, συν μια αεροπορική και μια ναυτική βάση τουλάχιστο!!!Το ερώτημα λοιπόν που γιενιέται είναι για ποιούς λόγους ο Μακάριος δεν αποδέχθηκε το Σχέδιο Άτσεσον. Την απάντηση μπορεί να την αναζητήσει κανείς μέσα από τη συνομιλία που είχε ο πρόεδρος Μακάριος με τον υπουργό Εθνικής Άμυνας της Ελλάδας Πέτρο Γαρουφαλιά κατά την επίσκεψή του στη Κύπρο, τον Αύγουστο του 1964, μετά τις μάχες της Τηλλυρίας, προκειμένου να πείσει το Μακάριο να κηρύξει μονομερώς η Ένωση με την Ελλάδα. Σ΄αυτή τη συζήτηση ο Μακάριος έθεσε δύο ερωτήματα στο Γαρουφαλιά. Το πρώτο ήταν αν θα μπορούσε η Ελλάδα να διαβεβαιώσει ότι δεν θα χυνόταν αίμα (εννούσε ότι η Τουρκία δεν θα αντιδράσει). Και το δεύτερο ερώτημα αφορούσε το πολιτικό μέλλον του ιδίου.
Αναφορικά με το πρώτο ερώτημα, ο Γαρουφαλιάς απάντησε ότι τέτοια διαβεβαίωση δεν μπορούσε να δώσει η Ελλάδα γιατί δεν εξαρτάτο από αυτή. Αυτή η ερώτηση όμως από πλευράς Μακαρίου, αποδεικνύει ότι, όπως και στη περίπτωση της Μανσούρας, η Κυπριακή ηγεσία δεν είχε τη πολιτική βούληση να διαχειρισθεί ορθολογικά την ισχύ που είχε δημιουργηθεί στη Κύπρο, ως το μέσον για την επίτευξη του κοινού στόχου της Ένωσης. Με λίγα λόγια η Ένωση σε επίπεδο φραστικό μπορεί να ήταν ο στόχος του αγώνα της Κυπριακής πολιτικής ηγεσίας, στη πραγματικότητα όμως δεν ήταν ενταγμένη σε ένα συγκροτημένο πλαίσιο στρατηγικής. Η στρατηγική όμως, λειτουργεί νομοτελειακά. Ή την εφαρμόζεις και οδηγείσαι προς τη νίκη, ή δεν την εφαρμόζεις και οδηγείσαι στην ήττα και στη καταστροφή.
Αναφορικά με το ζήτημα του πολιτικού μέλλοντος του Μακαρίου, το σφάλμα ήταν εξ ολοκλήρου της Ελληνικής κυβέρνησης. Ο Μακάριος ήταν ένας αρχηγός κράτους, εκλεγμένος με δημοκρατικές διαδικασίες, με διεθνή αναγνώριση και παγκόσμιο κύρος. Ήταν φυσικό να ενδιαφέρεται για το πολιτικό του μέλλον μετά την Ένωση με την Ελλάδα. Εφόσον λοιπόν Ελλάδα και Κύπρος καθόρισαν τη στρατηγική της Ένωσης, η Ελλάδα θα έπρεπε να μελετήσει τον παράγοντα ΄΄πολιτικό μέλλον΄΄ όχι μόνο του προέδρου της ΚΔ αλλά και ολόκληρης της ηγετικής ελίτ της Κύπρου, έτσι ώστε να αμβλυνθούν οι όποιες αντιδράσεις στη λύση της Ένωσης. Αυτό δυστυχώς δεν έγινε και η απάντηση που έδωσε ο Γαρουφαλιάς στο Μακάριο ότι το Σύνταγμα δεν προβλέπει Αντιβασιλέα, ήταν τουλάχιστον ατυχής.
Πολιτικές φιλοδοξίες άλλωστε δεν είχε μόνο ο Μακάριος. Είχε και ο στρατηγός Γρίβας, όπως αποδείχθηκε από την ανάμειξή του στη πολιτική μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα με τη λήξη του αγώνα της ΕΟΚΑ. Και γιατί να μην έχει άλλωστε; Πολλοί στρατηγοί που διέπρεψαν στα πεδία των μαχών στη διάρκεια του πολέμου έγιναν πρωθυπουργοί και πρόεδροι. ( Παπάγος, Πλαστήρας, Κονδύλης, Τσώρτσιλ, Ντεγκώλ, Αινζεχάουερ και πολλοί άλλοι).
Επανερχόμενος όμως στο ζήτημα του Σχεδίου Άτσεσον 2, όπως είναι γνωστό το απέρριψε και η Τουρκία. Ήταν κάτι που ανεμένετο. Η Τουρκία είχε τους δικούς της σχεδιασμούς, είχε το σχέδιο του Νιχάτ Ερίμ και βάδιζε σταθερά στην υλοποίησή του. Όμως έχουμε σκεφθεί τη πορεία του Κυπριακού στη περίπτωση που η πλευρά μας αποδεχόταν το Σχέδιο αυτό και η Τουρκία το απέρριπτε;
Όλες οι διαδικασίες επίλυσης του Κυπριακού από το 64 και μετά θα στηρίζονταν στο Σχέδιο αυτό, το οποίο προερχόταν από τις ΗΠΑ και είχε ως βάση λύσης την Ένωση με την Ελλάδα με κάποια ανταλλάγματα, όπως σήμερα, βάση λύσης στις διεξαγόμενες συνομιλίες αποτελεί το Σχέδιο Ανάν που εγκρίθηκε από τους Τ/Κ και απορρίφθηκε από εμάς. Με δεδομένο δε ότι υπήρχε ενότητα στο στόχο της Ένωσης τόσο των πολιτικών δυνάμεων όσο και ολόκληρου του λαού, ο διχασμός που επήλθε μετά το 67 το πιο πιθανό είναι, ότι δεν θα συνέβαινε, και ούτε τα γεγονότα που ακολούθησαν με την ΕΟΚΑ Β, το πραξικόπημα και την εισβολή. Βεβαίως αυτές είναι εκτιμήσεις με βάση τα δεδομένα της εποχής. Μπορεί τα γεγονότα να εξελίσσονταν και διαφορετικά. Σίγουρα όμως, θα ήταν πολύ καλύτερα από ότι είναι σήμερα.
Αξίζει όμως να αναφέρουμε και την απαγοήτευση του Γεωργίου Παπανδρέου, ίσως του μοναδικού Έλληνα ηγέτη που πίστεψε στην Ένωση και εργάσθηκε γι αυτή, όπως καταγράφεται και στο βιβλίο του Γιάννου Χαραλαμπίδη. ΄΄Μας δίνουν μια πολυκατοικία, είπε ο Γ. Παπανδρέου και θέλουν να τους ενοικιάσουμε το ρετιρέ και δεν δεχόμαστε΄΄. Αργότερα δε, όπως δημοσιεύθηκε στα ΄΄Νέα΄΄ των Αθηνών στις 10.3.77 ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε εκμυστηρευεί σε στενούς του συνεργάτες λίγο πριν αποβιώσει το 1968, ότι ΄΄ είναι κρίμα που ο Μακάριος δεν δέχθηκε το Σχέδιο. Σήμερα το μαρτυρικό νησί θα ήταν Ελληνικό και εγώ ίσως δεν ανατρεπόμουν΄΄
Λίγα λόγια για τη κρίση των πυραύλων SA-2 το Φθινόπωρο του 64
Οι πύραυλοι SA-2, για τους νεώτερους που ίσως δεν γνωρίζουν, είναι Σοβιετικοί αντιαεροπορικοί πύραυλοι, βεληνεκούς 20 χιλομέτρων, που για τη δεκετία του 60 το βεληνεκές αυτό εθεωρείτο μεγάλο, σε σχέση με τις δυνατότητες των αεροσκαφών της εποχής. Σήμερα τα 20 χιλιόμετρα θεωρούνται μικρό βεληνεκές, επειδή οι δυνατότητες των αεροσκαφών είναι πολύ μεγαλύτερες. Εν πάσει περιπτώσει, οι πύραυλοι SA-2 εθεωρούντο στρατηγικό όπλο για την εποχή και στη περίπτωση που εγκαθίσταντο στη Κύπρο, θα άλλαζαν σημαντικά το ισοζύγιο δυνάμεων.Ήταν αναγκαία η αγορά των πυραύλων; Σε επιχειρησιακό επίπεδο, ναι ήταν αναγκαία, ιδαίτερα ύστερα από το βομαβαρδισμό της Τηλλυρίας από Τουρκικά μαχητικά και παρά το γεγονός ότι τα αποτελέσματα των βομβαρδισμών ήταν μηδαμινά και ουδόλως επηρέασαν τις επιχειρήσεις. Σε επίπεδο λαού όμως, υπήρχε πτώση του ηθικού, εξ αιτίας κυρίως της χρήσης βομβών Ναπάλμ και το θάνατο αμάχων από αυτές. Υπήρχε πίεση προς τη κυβέρνηση εξ αιτίας της ανυπαρξίας αντιαεροπρικών συστημάτων, και η κυβέρνηση κάτι έπρεπε να κάμει. Η μόνη διαθέσιμη αγορά ήταν η Ρωσία, η οποία είχε και κάθε συμφέρον να πωλήσει τους πυραύλους, στη προσπάθειά της να διεισδύσει στη Κύπρο και κατ επέκταση στη Μέση Ανατολή μια περιοχή που είχε ιδαίτερη γεωστρατηγική σημασία και για τους δύο συνασπισμούς.
Οι πύραυλοι όμως, ήταν φανερό ότι ουδέποτε θα έφθαναν στη Κύπρο. Και τούτο γιατί στη βάση του Ακρωτηρίου στάθμευαν τα στρατηγικά βομβαρδιστικά Καμπέρα, τα οποία είχαν σαν αποστολή, στα πλαίσια του ΝΑΤΟ και του ΣΕΝΤΟ, να προσβάλουν με πυρηνικά όπλα στρατηγικούς στόχους στη νότιο Ρωσία. Οι Αμερικανοί και Άγγλοι φοβόντουσαν πιθανή κομμουνιστοποίηση της Κύπρου και αυτό αποδεικνύεται με έγγραφα των Άγγλων της δεκαετίας του 50 που περιλαμβάνονται στο βιβλίο. Λαμβανομένων δε υπόψη και των ανοιγμάτων του Μακαρίου προς τη Μόσχα καθώς και την επιρροή που ασκούσε το ΑΚΕΛ στα Κυπριακά πολιτικά πράγματα, ήταν φυσικό, η δυτική συμμαχία να μη θέλει να δει έξω από τη βάση του Ακρωτηρίου τους Σοβιετικούς πυραύλους να στοχεύουν τα Αγγλικά βομβαρδιστικά. Μπορεί το σενάριο κομμουνιστοποίησης της Κύπρου να ήταν ακραίο, όμως στις εκτιμήσεις στρατηγικού επιπέδου, πάντοτε λαμβάνεται υπόψη η δυσμενέστερη περίπτωση έτσι ώστε να αποκλεισθεί κάθε αρνητική εξέλιξη ακόμα και η πιο απίθανη.
Σε στρατηγικό επίπεδο όμως η κρίση των πυραύλων, αποδεικνύει ακόμα μια φορά το στρατηγικό έλλειμα που υπήρχε στις ηγεσίες Κύπρου και Ελλάδας. Διότι, τη στιγμή που η Ελλάδα, είχε εντάξει τη λύση του Κυπριακού, δηλαδή την Ένωση με κάποια ανταλλάγματα στη κοινωνία συμφερόντων του ΝΑΤΟ , οποιαδήποτε ενέργεια που θα στρεφόταν εναντίον των συμφερόντων του ΝΑΤΟ στη Κύπρο, όπως ήταν η εγκατάσταση των πυραύλων SA-2, θα αντιμετωπιζόταν ανάλογα. Αυτό θα έπρεπε να το γνωρίζουν οι ηγεσίες Κύπρου και Ελλάδας και να ενεργήσουν διαφορετικά.
Και έρχομαι στα γεγονότα της Κοφίνου του Νοεμβρίου 1967.
Και σήμερα ακόμα, μισό αιώνα σχεδόν μετά τα γεγονότα, συνεχίζεται μια συζήτηση κατά πόσο επιβαλλόταν να γίνουν οι επιχειρήσεις, ποιός τις διέταξε, γιατί χρησιμοποιήθηκε η ΕΦ και όχι η Αστυνομία, αν χρησιμοποιήθηκε υπέρμετρη βία κλπ. και ασφαλώς γιατί αποχώρησε η Ελληνική Μεραρχία. Ο Γιάννος Χαραλαμπίδης στο βιβλίο του ερευνά το ζήτημα με κάθε λεπτομέρεια, παραθέτοντας όλες τις απόψεις και απαντώντας σε όλα τα ερωτήματα. Υπήρχε ή όχι ζήτημα ασφάλειας των πολιτών που διακινούνταν στα δρομολόγια ή δραστηριοποιούνταν στη περιοχή; Ναι υπήρχε. Έπρεπε να εξουδετερωθούν οι εστίες αντίστασης; Ασφαλώς. Με την Αστυνομία ή την ΕΦ;
Οποιαδήποτε δύναμη και αν χρησιμοποιούσε η ΚΔ η Τουρκική αντίδραση θα ήταν η ίδια. Η Τουρκία θα απαιτούσε τους ίδιους όρους για να μην εισβάλει στη Κύπρο. Την αποχώρηση της Μεραρχίας και του Γρίβα, και τη διάλυση της ΕΦ. Το ζήτημα λοιπόν δεν ήταν τι είδους δυνάμεις θα χρησιμοποιούσε η Κύπρος για την εξουδετέρωση των Τουρκικών αντιστάσεων έτσι ώστε να αποσοβηθεί η απειλή της Τουρκίας για εισβολή, αλλά αν οι δύο κυβερνήσεις (να σημειώσω ότι από την 21η Απριλίου στην Ελλάδα υπήρχε η Χούντα) είχαν την ικανότητα διαχείρισης της ισχύος που υπήρχε στη Κ.Δ, δηλ. της ΕΦ, της Μεραρχίας και της ΕΛΔΥΚ, στη περίπτωση που η Τουρκία υλοποιούσε τις απειλές της. Δυστυχώς, όχι μόνο δεν υπήρχε τέτοια βούληση, αλλά αντίθετα, για λόγους διαφορετικούς, οι δύο κυβερνήσεις εξυπηρετούνταν περισσότερο με την απομάκρυνση της Μεραρχίας παρά με τη παραμονή της στη Κύπρο. Η μεν Χούντα, ήθελε αφενός να μην έχει ανοικτά μέτωπα με την Τουρκία έτσι ώστε να αφιερωθεί στην εδραίωση του πραξικοπήματος στο εσωτερικό και αφετέρου, γνώριζε ότι ένα μεγάλο τμήμα του στρατού που βρίσκεται σε άλλη χώρα, δεν ελέγχεται εύκολα και θα μπορούσε να αποτελέσει εστία αντίστασης κατά της Χούντας ή ακόμα να στηρίξει μια εξόριστη δημοκρατική Ελληνική κυβέρνηση στη Κύπρο.
Ο Μακάριος από την άλλη, πίστευε ότι η Χούντα θα μπορούσε να τον ανατρέψει με τη Μεραρχία και να επιβάλει λύση στο Κυπριακό της αρεσκείας της. Μέσα από τα ντοκουμέντα που παρουσιάζει ο Γιάννος Χαραλαμπίδης στο βιβλίο του, οι ανησυχίες του Μακαρίου δεν ήσαν χωρίς περιεχόμενο. Η απομάκρυνση δυστυχώς της Μεραρχίας δεν απέτρεψε τους φόβους του Μακαρίου, όπως αποδείχθηκε το 1974 με το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου. Και το ερώτημα που γιενιέται, κρίνοντας βέβαια τα γεγονότα εκ των υστέρων, είναι αν η Μεραρχία βρισκόταν στη Κύπρο το 1974, ποιά θα ήταν η εξέλιξη των επιχειρήσεων και ακόμα αν η Τουρκία αποτολμούσε την εισβολή.
Το τελικό βέβαια αποτέλεσμα των επιχειρήσεων της Κοφίνου ήταν μια στρατιωτική νίκη στο πεδίο της μάχης, την οποία όμως, η Ελληνική διπλωματία διαχειρίσθηκε κάκιστα με αποτέλεσμα να μετατραπεί σε μια στρατηγική ήττα για ολόκληρο τον Ελληνισμό. Η εκβιαστικές απειλές της Τουρκίας για εισβολή, βρήκαν ευήκοον ούς στην Ελληνική πλευρά, με αποτέλεσμα την αποχώρηση της Μεραρχίας από τη Κύπρο. Η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει. Ήταν θέμα χρόνου πότε η Τουρκία θα κάλυπτε το κενό της Ελληνικής Μεραρχίας με Τουρκικές Δυνάμεις. Αυτό έγινε το 1974 με αφορμή το πραξικόπημα της Χούντας.
Η κρίση της Κοφίνου, όπως και η κρίση της Μανσούρας και των πυραύλων, απέδειξε, ότι σε στρατηγικό επίπεδο η λύση της Ένωσης δεν ήταν ενταγμένη σε μια στρατηγική βάθους. Δεν υπήρχε ένα κοινό κέντρο διαχείρισης της στρατηγικής αυτής, έτσι ώστε όλες οι ενέργειες, πολιτικές και στρατιωτικές των δύο χωρών να είναι ενταγμένες σ αυτή τη στρατηγική. Η αδυναμία διαχείρισης της ισχύος που είχε συγκεντρωθεί στη Κύπρο για αντιμετώπιση της Τουρκικής απειλής και η εκβιαστική υπακοή στους όρους του ΄΄ηγεμόνα΄΄, επιβεβαιώνουν το στρατηγικό έλλειμα Κύπρου και Ελλάδας, αναφορικά με το χειρισμό του Κυπριακού ζητήματος σε μια εποχή που ο Ελληνισμός είχε το πάνω χέρι.
ΠΗΓΗ: ΤΟ ΒΗΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Oσα δημοσιεύματα δεν έχουν την υπογραφή μας αντιπροσωπεύουν την προσωπική γνώμη των συγγραφέων τους και όχι την δική μας.Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις,, ή απειλές.