Οι 12 κι η κυρά Φροσύνη
Είναι από τις πιο συγκλονιστικές ιστορίες του 1974. Μοιάζει περισσότερο με παραμύθι, γιατί η περιπέτεια των 12 στρατιωτών πρωταγωνιστών της δεν μπορεί να χωρέσει ούτε στο μυαλό του πιο ευφάνταστου σεναριογράφου
Πέρασαν στην ιστορία ως οι 12 και η κυρά Ευφροσύνη. Οι δώδεκα στρατιώτες, που το 1974 εγκλωβίστηκαν στη Λάπηθο, που κρύβονταν για εβδομάδες σε μια σπηλιά, και από την άλλη, η Ευφροσύνη Προεστού, μια γριά περίπου 70 χρόνων, η οποία τους βοηθούσε, τους προφύλασσε, τους μαγείρευε και τους είχε ως παιδιά της. Είναι μια ιστορία που όσες φορές κι αν γραφτεί πάντα κάτι νεότερο θα προστίθεται σ' αυτήν, γιατί ο καθένας εκ των 12 πάντα θα έχει κάτι περισσότερο να πει από εκείνα που οι άλλοι άφησαν πίσω στις δικές τους διηγήσεις. Ο "Π" μίλησε με τον Ανδρέα Κανελλίδη, έναν από τους 12 στρατιώτες. Κατάγεται από τους Τρούλλους και σήμερα ζει στην Αραδίππου όπου παντρεύτηκε και έκαμε οικογένεια. Υπηρετούσε τη θητεία του στο 286 Μηχανοκίνητο Τάγμα Πεζικού που είχε έδρα του την Κοκκινοτριμιθιά όταν εκδηλώθηκε το πραξικόπημα. "Επειδή είχαμε τα οχήματα BTR, μας έφεραν στη Λευκωσία μετά τις 15 Ιουλίου και κάναμε περιπολίες στους δρόμους. Ξημερώματα της 20ης Ιουλίου, γύρω στις 3.30, ξεκινήσαμε για την Κερύνεια. Η τουρκική εισβολή βρισκόταν σε εξέλιξη. Φαίνεται ότι ήμουν τυχερός. Το δικό μας όχημα χάλασε στην Σκυλλούρα και δεν ακολουθήσαμε τη φάλαγγα. Το τάγμα όταν έφθασε στο ύψος του Κοντεμένου δέχθηκε τα πυρά της τουρκικής αεροπορίας και υπέστη μεγάλες απώλειες. Σκοτώθηκαν κάποιοι, άλλοι τραυματίστηκαν και μεταξύ αυτών και ο διοικητής μας, ο οποίος πέθανε λίγες ημέρες μετά στο νοσοκομείο". Ο Ανδρέας με το υπόλοιπο πλήρωμα του BTR επανασυνδέθηκε με το τάγμα μετά τρεις ημέρες και στις 29 Ιουλίου έφθασαν στα Λατσιά για ανασυγκρότηση.
Στη μάχη της Λαπήθου
"Μας έφεραν νέο διοικητή και την 1η Αυγούστου ξεκινήσαμε για τον Κοντεμένο. Πέρασαν δύο ημέρες και ο 2ος λόχος, στον οποίο υπαγόμασταν, πήρε εντολή να πάει στη Λάπηθο. Ξεκινήσαμε μεσάνυχτα και φθάσαμε εκεί για να ενισχύσουμε την αμυντική γραμμή. Στις 5 Αυγούστου ήμασταν στην περιοχή πάνω από το σπίτι της γριάς Ευφροσύνης. Εκεί την γνωρίσαμε. Την επομένη, 6 Αυγούστου, έγινε η γνωστή μάχη της Λαπήθου. Κάποια στιγμή, πήραμε εντολή για οπισθοχώρηση. Βλέπαμε τους Τούρκους να προχωρούν προς το μέρος μας, άλλοι με οχήματα και άλλοι πεζοί. Εμείς κατευθυνόμασταν με τα πόδια προς την πλευρά της θάλασσας". Δεν μπόρεσαν να προχωρήσουν γιατί οι Τούρκοι έστησαν ενέδρες. Αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στη Λάπηθο. "Μείναμε 12 άτομα, εννιά του δικού μας τάγματος, του 286 και άλλα τρία του 256 Τάγματος Πεζικού. Η γιαγιά η Ευφροσύνη μάς είχε μιλήσει από την προηγούμενη μέρα για μια σπηλιά κοντά στο σπίτι της. Φθάσαμε στο σπίτι της και μας έδειξε πού ακριβώς βρισκόταν η σπηλιά. Κατέβαινες ένα μικρό μονοπάτι από το δρόμο και έβρισκες τη σπηλιά. Μπήκαμε μέσα και όταν βράδιασε προσπαθήσαμε και πάλιν να σπάσουμε τον κλοιό των Τούρκων και να φύγουμε. Δεν τα καταφέραμε και επιστρέψαμε".
Πίτες της σάτζιης
Ο Ανδρέας θυμάται ότι το πρώτο βράδυ την έβγαλαν με παξιμάδια που βρήκαν κάποιοι εκ των στρατιωτών σε κοντινό εγκαταλειμμένο σπίτι. Δόξα τω Θεώ, νερό υπήρχε άφθονο και δροσερό εντός της σπηλιάς. Ανάβλυζε μέσα από ένα βράχο. Την άλλη ημέρα, η γιαγιά Ευφροσύνη έκαμε πίτες της σάτζιης και τις πήγε στους στρατιώτες. Της άφησε έξω από τη σπηλιά κι έφυγε. Σε αντίθεση με τους άλλους κατοίκους της Λαπήθου, οι οποίοι παρέμειναν στο χωριό και συνελήφθησαν, της επιτράπηκε να παραμείνει στο σπίτι της. Ήταν η πρακτική μαία (μαμμού) της περιοχής και γνώριζε και την τουρκική γλώσσα. Οι υπόλοιποι μεταφέρθηκαν και κρατούνταν στον αστυνομικό σταθμό της Λαπήθου. Κάθε μέρα κατέβαινε με κάθε προφύλαξη το μονοπάτι και τους έβαζε ένα κατσαρολάκι με φαγητό μπροστά στη σπηλιά. "Έκανε πως τάχα παραμιλούσε και όταν άφηνε το φαγητό έλεγε "να μείνετε μάνα μου μέσα γιατί εν εφύασιν ακόμα οι στρατιώτες". Αυτό γινόταν κάθε φορά που μας έφερνε φαγητό. Μας πληροφορούσε για τις κινήσεις των Τούρκων. Στο μεταξύ, όταν έπεφτε το σκοτάδι βγαίναμε έξω από τη Σπηλιά να ξεμουδιάσουμε, αλλά και να πάρουμε καθαρό αέρα. Κάποιοι άρχισαν να προχωρούν, με κάθε προσοχή, μέσα στο χωριό και να μπαίνουν σε μαγαζιά, τα οποία παραβίαζαν οι Τούρκοι. Επέστρεφαν, φέρνοντας μαζί τους κονσέρβες, μακαρόνια και αλεύρι. Τα δίναμε στη γιαγιά Ευφροσύνη για να μας κάνει πίτες, ψωμί και γενικά φαγητό. Κάποτε μας μαγείρευε και φασόλια. Κατ' αυτό τον τρόπο επιβιώσαμε μέχρι και τον δεύτερο γύρο της τουρκικής εισβολής".
"Να επικοινωνήσει..."
Πρέπει να λεχθεί ότι οι 12 στρατιώτες είχαν μαζί τους ένα ραδιοφωνάκι και άκουγαν τις ειδήσεις. Επίσης άκουγαν και τα μηνύματα που έστελναν μέσω του Ερυθρού Σταυρού όσοι ζητούσαν πληροφορίες για τους δικούς τους ή οι ίδιοι έδιναν πληροφορίες για το πού κατέληξαν μετά την προσφυγιά. Θυμάται ο Ανδρέας ότι κάποια ημέρα άκουσε και ένα μήνυμα των γονιών του που απευθυνόταν προς τον ίδιο. "Ο Γρηγορίου (Κανελλίδης) Ανδρέας καλείται να επικοινωνήσει με τους δικούς του, οι οποίοι βρίσκονται στον προσφυγικό συνοικισμό στο γήπεδο της Ξυλοτύμπου". Το λέγει και συγκινείται. Αδύνατο να περιγραφούν τα συναισθήματα εκείνης της στιγμής. Αλλά και οι σκέψεις. Να σε αναζητούν οι δικοί σου, αλλά να μην γνωρίζουν ότι εσύ επιβιώνεις κάτω από συνθήκες που το ανθρώπινο μυαλό δεν μπορεί να συλλάβει. "Άραγε θα μπορέσω να τους ξαναδώ; Θα μπορέσουμε να βγούμε ζωντανοί από εδώ;". Ερωτήματα που προκαλούν σοκ, που μπορούν ακόμα και το μυαλό να σαλέψουν. Στις 15 Αυγούστου, ημέρα της Παναγίας, αποφάσισαν να κάνουν ακόμα μιαν απόπειρα για να ξεφύγουν. Πήραν τα όπλα τους και προχώρησαν. Βγήκαν έξω από το χωριό, αλλά μάταιος κόπος. Επέστρεψαν, γιατί διαπίστωσαν ότι υπήρχε στρατός παντού. Στο μεταξύ, η Ευφροσύνη τούς είπε να έχουν το νου τους, μπας και ο Τουρκοκύπριος που είχε το χωράφι δίπλα στη σπηλιά έρθει κάποια ημέρα για να το δει. Έτσι αποφάσισαν να φύγουν από τη σπηλιά. Μετακόμισαν στο σπίτι του Αγαθάγγελου, το οποίο βρισκόταν δίπλα από εκείνο της Ευφροσύνης. Διέμεναν εκεί την ημέρα και τη νύχτα πήγαιναν για ύπνο στη σπηλιά. Στη συνέχεια ξεθάρρεψαν και έμεναν μονίμως στου Αγαθάγγελου.
Και θεία λειτουργία
Σ' εκείνο το σπίτι, ο Ανδρέας εντόπισε ένα ευαγγέλιο και ένα άλλο βιβλίο, τον Απόστολο. "Ήταν επίτροπος της εκκλησίας ο Αγαθάγγελος. Άρχισα να διαβάζω και στη συνέχεια κάναμε και θεία λειτουργία. Κυρίως τις Κυριακές. Έβαζα έναν και έλεγε το "πιστεύω", άλλος έλεγε το "πάτερ ημών" κι εγώ έκανα τον παπά και τον ψάλτη. Ήμουν της εκκλησίας και γνώριζα κάποια βασικά πράγματα. Η ζωή των 12 στρατιωτών κυλούσε όπως οι πράξεις και τα κεφάλαια ενός μυθιστορήματος. Τις νύχτες έξοδος για εξεύρεση προμηθειών και τις ημέρες κλεισμένοι στο σπίτι. Δεν άργησε, όμως, οι Τούρκοι να πάρουν μυρωδιά τα ίχνη τους.
Ωσάν το παραμύθι...
Τα όσα ακολούθησαν ήταν τραγικά. Οι εννιά του 286 παραδόθηκαν, οι τρεις του 256 Τ.Π. όχι. Ο ένας εκ των τριών συνελήφθη μετά τρεις ημέρες, ο άλλος κατόρθωσε να ξεφύγει και να φθάσει στις ελεύθερες περιοχές ύστερα από εννιά ημέρες και ο τρίτος κρυβόταν στα βουνά και παραδόθηκε στους Κληρίδη και Ντενκτάς όταν επισκέφθηκαν το Πέλλαπαϊς. Τους εννιά, οι Τούρκοι τους έστησαν στον τοίχο για να τους εκτελέσουν. Σήκωσαν τα όπλα και σημάδευαν. Ακριβώς εκείνη την ώρα ακούστηκε η κόρνα ενός τζιπ που έτρεχε δαιμονιωδώς και πλησίαζε. Έφθασε εκεί, πετάχτηκε ένας αξιωματικός κάτω και τους είπε να κατεβάσουν τα όπλα. Σώθηκαν ως εκ θαύματος, αλλά το ξύλο που έφαγαν στη συνέχεια το θυμούνται ακόμα. Απολύθηκαν από τους πρώτους αιχμαλώτους. Στις 16 Σεπτεμβρίου 1974. Τούτη την ιστορία, ο Αντρέας την διηγούνταν στα παιδιά του όταν ήταν μικρά. Στον Παναγιώτη, τον Αιμίλιο και στην Μαμίνα. Την άκουγαν με γουρλωμένα μάτια, ωσάν να ήταν παραμύθι. Τη διηγείται και σήμερα στην εγγονή του την Μαρία, η οποία την ακούει κι αυτή ως αν να είναι ένα παραμύθι. Αλλά κι εμείς οι μεγαλύτεροι το ίδιο νομίζουμε. Είναι, όμως, ένα παραμύθι αληθινό.
Η αρχή του τέλους
Ήταν 4 του Σεπτέμβρη, θυμάται ο Ανδρέας, όταν οι γηραιοί κάτοικοι πήγαν για να πάρουν τρόφιμα από τον Ερυθρό Σταυρό. "Μα πού είναι η Ευφροσύνη;", ρώτησε κάποια γριά για να πάρει την απάντηση "έσιει εκεί κοντά της στρατιώτες και τους περιποιείται". Αυτό ήτανε. Η κουβέντα έφτασε στ' αυτιά των Τούρκων. Την επομένη, Τουρκοκύπριοι πήγαν στη γειτονιά για λεηλασίες. Εκεί που ξεσήκωναν έπιπλα από σπίτια εντόπισαν τον Κώστα τον Καστελλανή. Έτρεξε να ξεφύγει, αλλά τελικά τον συνέλαβαν. Όταν αναχώρησαν οι Τουρκοκύπριοι ένοπλοι, οι υπόλοιποι 11 μαζεύτηκαν για να αποφασίσουν τι έπρεπε να κάνουν. Να κάτσουμε εδώ και να δώσουμε μάχη; Ή να προσπαθήσουμε να ξεφύγουμε; Εκεί που αντάλλαζαν απόψεις, έφθασαν αυτοκίνητα με Τούρκους στρατιώτες. Τους περικύκλωσαν. "Παραδοθείτε, παραδοθείτε", τους φώναξαν. "Αρχίσαμε και βάζαμε το σταυρό μας, παρακαλούσαμε την Παναγία να μας βοηθήσει. Οι Τούρκοι πλησίαζαν. Φωνάζει ένας "βουρούμεν να φύουμεν" κι αρχίσαμε να τρέχουμε. Πεταγόμασταν πάνω από τοίχους, τρέχαμε μέσα από περιβόλια. Εγώ έπεσα πάνω σε Τούρκους. Με πυροβόλησαν. Έφαγα μια σφαίρα στο γόνατο. Ακινητοποιήθηκα. Επίσης, τραυματίστηκαν ο Στέλιος Θεοδώρου από τον Άγιο Θεόδωρο Λάρνακας που δέχθηκε σφαίρες στην κοιλιακή χώρα και ο Νίκος Νικολάου από την Ορούντα που πλήγηκε από σφαίρα στο μηρό.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΑΚΡΙΔΗΣ
ΠΟΛΙΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Oσα δημοσιεύματα δεν έχουν την υπογραφή μας αντιπροσωπεύουν την προσωπική γνώμη των συγγραφέων τους και όχι την δική μας.Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις,, ή απειλές.