ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ

<

Κυριακή 31 Μαΐου 2015

Η ΣΥΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ


«Εκτέλεσαν εν ψυχρώ μπροστά μου ένα στρατιώτη»

«ΕΚΕΙ ΛΟΙΠΟΝ στο γεφύρι, κοντά στο Τζιάος, μας κατέβασαν για να μας εκτελέσουν, ίσως και τους δυο. Ο φόβος έσταζε μέσα μου δηλητήριο που μου νάρκωσε όλα τα μέλη. Ξαφνικά όμως φάνηκε ένα αυτοκίνητο των Ηνωμένων Εθνών και μας έβαλαν αμέσως πίσω και μας έκρυψαν.

Στα Άδανα με μοναδική ελπίδα το Θεό
Η συγκλονιστική ιστορία ενός αιχμαλώτου την οποία κρατούσε κρυμμένη στα συρτάρια του μυαλού του

ΤΗΣ ΦΩΤΟΥΛΑΣ ΓΕΝΑΓΡΙΤΗ

Χρόνια τώρα ο πατέρας μου Χρίστος Κυπριανού έχει καλά κρυμμένες στα συρτάρια του μυαλού του όλες εκείνες τις εικόνες του 1974, οι οποίες ίσα με σήμερα του προκαλούν πόνο και θλίψη. Θέλει να τις αφήσει εκεί μέχρι να παλιώσουν, να ξεθωριάσουν, να σκονίσουν το μυαλό, ώσπου να ξεχαστούν.
Μάλωνε κάθε ένα που προσπαθούσε να ξεσκονίσει τη μνήμη του. Κάθε φορά που τον παρακαλούσαμε να τις ξεθάψει, αυτός μας έλεγε «μια άλλη φορά που θα νιώθω καλύτερα». Έτσι κι εγώ κυνηγούσα να τον βρω σε μια στιγμή ηρεμίας, για να μπορέσω να ξετρυπώσω από τα βάθη της καρδιάς του όλες εκείνες τις σκονισμένες σελίδες του 1974 που γράφτηκαν με αίμα.
Πάνε 40 χρόνια από τότε (ήταν 36 χρόνων), που οι Τούρκοι εισβολείς τον άρπαξαν και τον πήραν σε μια άγνωστη χώρα ως αιχμάλωτο πολέμου. Αυτή δεν του φάνηκε καθόλου άσχημη, αλλά ωραία, με όμορφο πράσινο και πλούσια νερά. Μ’ ένα ουρανό γαλάζιο και μ΄ένα ήλιο που σαν έλαμπε του έκαιγε την καρδιά, καθώς έλεγε. Και την έκαιγε την καρδιά, αφού ήταν αδύνατο να πιστέψει πώς από τέτοια όμορφιά μπορεί να έλθει τόση ασχήμια και σκληρότητα που συνοδεύουν πάντα ένα πόλεμο.
Ημουν σίγουρη ότι λόγω των ημερών των μαύρων επετείων, θα κατάφερνα να του ξεσκονίσω όσες περισσότερες σελίδες μπορούσα, από εκεί που τις είχε κρυμμένες.
«Πατέρα, θέλω να θυμηθείς λίγο τα Άδανα και την Αμάσια», του είπα.

Τον είδα σκεφτικό, μελαγχολικό και αμέσως μια ρυτίδα ζωγραφίστηκε έντονα ανάμεσα στα φρύδια του.
«Μη μου βάζεις δύσκολα Φωτούλα μου», απάντησε. «Το ξέρεις ότι μου είναι δύσκολο να τα θυμούμαι, με πονούν».
«Πατέρα, θέλω να τα φρεσκάρω στη μνήμη μου, για να τα λέω σωστά στα παιδιά μου. Δεν θέλω κάποτε να φύγεις και αυτά να χαθούν και να σβήσουν μαζί σου. Εγώ πολύ λίγα θυμάμαι από όσα μας είχες διηγηθεί τότε».
Έσκυψε το κεφάλι και μου είπε: «Κάνε μου ένα καφέ γιατί τον χρειάζομαι».
Σε τρία λεπτά τον είχα έτοιμο. Κάθησα δίπλα του και τον κοιτούσα επίμονα.
«Από πού να ξεκινήσουμε;», με ρώτησε.
« Από το γεφύρι του Λευκονοίκου, από τον καφενέ του Γιαννούξιου, εκεί που σε συνέλαβαν στις 15 του Αυγούστου», του είπα.
Τον είδα δισταχτικό στην αρχή, ύστερα άφησε το μυαλό του να τρέξει πίσω στο χρόνο, στο 1974, που έζησε με την ψυχή στο στόμα. Στα μάτια του φώλιαζε η θλίψη κι άρχισαν να μαζεύονται δάκρυα. Τα άφησε να κυλήσουν αβίαστα, ίσως ξεπλύνουν τον πόνο της καρδιάς του.
«Μου είναι δύσκολο», μουρμούρισε.
«Το ξέρω, αλλά θέλω να τα φρεσκάρω», του επανέλαβα, «πάνε τόσα χρόνια που μας τα εξιστόρησες. Κάμε την καρδιά σου πέτρα και πες μου τα. Είναι σημαντικό για μένα».
Ανάσανε βαθιά και ρούφηξε λίγο από τον καφέ του. Οι αντοχές του δοκιμάζονταν ακόμα μια φορά.

Η σύλληψη στο καφενείο του Γιαννούξιου

«Όταν μας συνέλαβαν εκεί στο καφενείο του Γιαννούξιου και αφού άφησαν τους άλλους να φύγουν, επειδή αυτοί ήταν πιο μεγάλοι από εμένα, με έβαλαν σ’ ένα land rover. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε, μπορεί μια ή δυο. Οδήγησαν το αυτοκίνητο προς τα Λιμνιά, τον Άγιο Σέργιο και ύστερα στο Αρναδί. Εκεί είδαμε ένα στρατιώτη, Κύπριο, πάνω στο ποδήλατο. Σταμάτησαν το αυτοκίνητο και τον συνέλαβαν κι αυτόν. Τον έβαλαν μαζί μου. Εγώ τους άκουσα που είπαν μεταξύ τους, “Όταν τους πάρουμε πιο κάτω να τους σκοτώσουμε και τους δυο”. Οι Τούρκοι στρατιώτες ήταν τρεις. Εγώ με τα λίγα τούρκικα που ήξερα, κατάλαβα τα λεγόμενά τους και το είπα στο διπλανό μου. Του είπα μάλιστα να δει τον ήλιο για τελευταία φορά, γιατί θα μας σκότωναν. Αυτός φαίνεται δεν συμμεριζόταν τις ανησυχίες μου γιατί σήκωσε μόνο τους ώμους του πάνω και μου είπε: “Με μπροστά μου με πίσω μου!”. Ο ένας Τούρκος, όμως, όταν αντιλήφθηκε ότι εγώ μιλώ τούρκικα, είπε στους άλλους να κόψουν τις κουβέντες. Με ρώτησε πού έμαθα τουρκικά και εγώ του είπα ότι είμαι κτίστης και δουλεύω με πολλούς Τουρκοκύπριους. Από τη συναναστροφή μου μαζί τους, πρόσθεσα, έμαθα κι εγώ λίγα, όσο για να συνεννοούμαι. Άρχισα μάλιστα να τους ονοματίζω. Ο Αχμέτης από το Τζιάος, ο Ισεής από τον Άη Γιώρκη της Μαλούντας και πολλοί άλλοι που τώρα δεν θυμάμαι.
“Πού ήσουν στο πραξικόπημα”, με ρώτησαν. “Μαζί με τους δικούς σας στη Λευκωσία και μάλιστα τους έκρυψα για μερικές μέρες σε χριστιανικό σπίτι φίλων μας, για να γλυτώσουν”.
Ύστερα άρχισαν να κάνουν ερωτήσεις για το παιδί. Εκείνος μου είπε ότι ήταν στρατιώτης. Εγώ τους είπα ότι ήταν βοσκός που πρόσεχε πρόβατα με αυτά τα ρούχα. Αυτοί όμως τον έψαξαν και βρήκαν τα χαρτιά του που μαρτυρούσαν ότι ήταν καταδρομέας, στα ΛΟΚ. Μάλιστα βρήκαν και καθαριστήρα του όπλου με αίμα πάνω. Τότε λύσσαξαν και είπαν ότι αφού σκότωσε Τούρκο, πρέπει κι εμείς να τον σκοτώσουμε».

Άκουγα τον πατέρα μου, χωρίς να το διακόπτω. Του πήρα μόνο το χέρι και το έσφιξα. Η εσωτερική του ταραχή ήταν εμφανής. Ο πόνος καθρεφτιζόταν ολοκάθαρα. Ήταν φανερό ότι από το πρόσωπό του περνούσαν όλα σαν κινηματογραφική ταινία. Στα καστανά του όμως μάτια κράτησε εκείνες τις στιγμές. Νομίζω πως δεν με έβλεπε. Κάποιες άλλες εικόνες γυρόφερναν μπροστά του. Ίσως και να ήθελε να τις ξεχάσει, αλλά εγώ έγινα η αιτία να τις θυμηθεί ξανά.
Τα γεγονότα ήταν ζωντανά και πάλι μπροστά του. Οι ανάσες του άρχισαν να βαραίνουν και να γίνονται αναστεναγμοί. Το κάτω χείλος του έτρεμε και τα αισθήματα που μου προκαλούσε ήταν φοβερά. Βούρκωσε. Ο κόμπος στο λαιμό δυσκόλευε τις λέξεις που πήγαιναν να βγουν από το στόμα του. Κι ο ήχος της φωνής του σιγανός. Όλα αυτά που ήταν θαμμένα για τόσα χρόνια, τα φαντάσματα του παρελθόντος, τώρα ζωντάνευαν και μαύριζαν την ψυχή του. Ήταν η πρώτη φορά, μετά από 35 χρόνια, που άνοιξε την καρδιά του και εξιστορούσε όλα τα γεγονότα με τόση λεπτομέρεια.

«Μετά από δύο μήνες, ακούσαμε τη μαγική λέξη “φεύγετε” και άνοιξε η ταφόπλακα»

ΑΠΟ ΤΑ ΑΔΑΝΑ ΣΤΗΝ ΑΜΑΣΙΑ

Στα Άδανα, αν θυμάμαι καλά, μείναμε περίπου 15 με 22 ημέρες. Ύστερα μας πήραν στην Αμάσια. Οι συνθήκες μπορώ να πω ήταν καλές. Άλλο ξύλο δεν μας έδωσαν. Εκεί έμεινα ακόμη δύο μήνες, με τις έγνοιες να βασανίζουν το μυαλό μου, επειδή δεν κατάφερα να μάθω νέα σας. Αυτό μόνο ήταν το ζόρι μου. Όλη μέρα ήμασταν ξαπλωμένοι στους θαλάμους, εκτός από μία ώρα το πρωί και μία το απόγευμα, που μας είχαν έξω στον ήλιο. Μερικοί δεν άντεχαν τη ζέστη, μα εγώ συνηθισμένος από τις οικοδομές το προτιμούσα από την κλεισούρα.
Το πρωί μας έδιναν ελιές, ψωμί και τσάι, το μεσημέρι και το βράδυ διάφορα όσπρια ή πιλάφι, φτιαγμένο από σιτάρι και ρεβίθι. Το βράδυ στα τρίπατα κρεβάτια μας, να λέμε ιστορίες και διάφορα αστεία, για να περνούν οι ώρες μας».
Ξύλο δεν σας έδιναν, ρώτησα. «Όχι, άλλο ξύλο δεν φάγαμε από την ημέρα που φτάσαμε στην Αμάσια».
Ήταν καλά; «Δεν μπορώ να λέω ψέματα. Περνούσαμε καλά. Εξάλλου, ήμασταν υπό την επίβλεψη των Ηνωμένων Εθνών. Από αυτούς περιμέναμε τη μαγική λέξη, “φεύγετε”. Οι μέρες κύλησαν κι εμείς επιβιώσαμε μέχρι την ευλογημένη μέρα που άνοιξε η πόρτα της φυλακής, η ταφόπλακα. Αναστηθήκαμε, όπως αναστήθηκε ο Χριστός μας, όταν μας ανακοίνωσαν την επιστροφή στην πατρίδα. Η μαγική λέξη που περιμέναμε επιτέλους ακούστηκε κι η ελευθερία ήρθε, φέρνοντας μαζί της τη λύτρωση και την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Η επιστροφή στην πατρίδα δεν φάνταζε πια σαν ένα άπιαστο όνειρο, ήταν γεγονός. Η χαρά μας, ο ενθουσιασμός μας, η τρέλα μας, δεν περιγράφονται. Η πατρίδα που μας ανάθρεψε και μας έκανε ανθρώπους, μας περίμενε. Μας περίμεναν η οικογένειά μας, οι φίλοι, όλοι οι αγαπημένοι. Αυτή τη μέρα δεν θα την ξεχάσω ποτέ».
Το ίδιο κι εγώ του είπα. Ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου. Μέχρι τα 11 μου χρόνια δεν θυμάμαι να βίωσα πιο ευτυχισμένη στιγμή από εκείνη που σε είδα να κατεβαίνεις από το αυτοκίνητο του θείου Σταυρή και να τρέχεις να μας αγκαλιάσεις. «Δοξάζω το όνομά Του και τη χάρη Του κόρη μου. Τον ευχαριστώ που με αξίωσε να σας δω και πάλι, που έζησα για να σας δω! Είμαι ένας από τους τυχερούς του χρόνου εκείνου».
Κι εγώ ακόμα πιο τυχερή που σ’ έχω για πατέρα. Σ’ αγαπώ.

«Εκτέλεσαν εν ψυχρώ μπροστά μου ένα στρατιώτη»


«ΕΚΕΙ ΛΟΙΠΟΝ στο γεφύρι, κοντά στο Τζιάος, μας κατέβασαν για να μας εκτελέσουν, ίσως και τους δυο. Ο φόβος έσταζε μέσα μου δηλητήριο που μου νάρκωσε όλα τα μέλη. Ξαφνικά όμως φάνηκε ένα αυτοκίνητο των Ηνωμένων Εθνών και μας έβαλαν αμέσως πίσω και μας έκρυψαν. Ύστερα φτάσαμε στο Τζιάος. Μας κατέβασαν στους καφενέδες. Εκεί ήταν και ο Αχμέτης, που έτρεξε και με αγκάλιασε. “Τι κάμνεις μάστρο;”, με ρώτησε. Εγώ από τη σαστιμάρα μου δεν τον κατάλαβα. Αυτός όμως μου είπε να μη φοβούμαι, γιατί δεν έκανα στρατιώτης. Τότε πήγε κοντά στουςΤούρκους αξιωματικούς και τους είπε καλά λόγια για μένα. Τα όσα τους είχα πει επαληθεύτηκαν. Μας έβαλαν πάλι πίσω στο αυτοκίνητο και ενδιάμεσα του Τζιάος και του Μαραθόβουνου, μας κατέβασαν. Εμένα με άφησαν σε ένα σημείο με τους άλλους δύο. Το “στρατιωτούι” το καημένο προχώρησε 30 πόδια πιο μακριά μου. Το ρώτησαν αν ήθελε να του κλείσουν τα μάτια με το μαντήλι, αλλά δεν δέχτηκε. Τον εκτέλεσαν εν ψυχρώ. Ένιωσα ότι χανόταν η γη κάτω από τα πόδια μου. Σκεφτόμουν ότι τώρα ίσως ήλθε η δική μου σειρά. Ζήλεψα το θάρρος και την παλικαριά του. Οι Τούρκοι νιώθοντας υποσυνείδητα την ανησυχία μου, μου είπαν να μη φοβάμαι. Χρειάστηκε όμως να επιστρατεύσω όλη μου τη δύναμη για να μην καταρρεύσω. Ο φόβος ρίζωσε μέσα μου και η καρδιά μου σταμάτησε για μερικά δευτερόλεπτα να χτυπά».
Το ίδιο όμως ένιωθα κι εγώ που τον άκουγα. Τον έβλεπα χαμένο στις σκέψεις του. Το παρελθόν έγινε ένα με το παρόν. Πήρε το ποτήρι με το νερό και ήπιε δυο γουλιές. Ύστερα έσκυψε κι ακούμπησε το κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια του. Οι λέξεις όμως που δύσκολα έβγαιναν από το στόμα του, απελευθέρωναν τον πόνο της ψυχής.
«Τα είχα χαμένα, μη ξέροντας για πρώτη φορά στη ζωή πώς να αντιδράσω. Έγινα ράκος και δεν μπορούσα να μιλήσω. Δεν ξέρω τι έγινε. Το πτώμα του νέου άντρα έμεινε άθαφτο, έρμαιο των κορακιών ή τον έβαλαν σε τάφο; Δεν ξέρω. Μόνο που το σκέφτομαι λιώνω. Μακάρι να βρεθούν τα οστά του και να γίνει ένα μνημόσυνο γι’ αυτό το παιδί από το Αρναδί που δεν θυμάμαι καν το όνομά του».
Εγώ πάλι δεν μπορούσα να μην αναρωτηθώ για ακόμη μια φορά πόσο διαφορετική θα ήταν η ζωή μας χωρίς τον πατέρα. Πώς αλήθεια θα ζούσαμε; Το γεγονός ότι είναι εδώ κοντά μου και μπορώ να τον αγκαλιάζω και να του λέω σ΄αγαπώ, με συγκλονίζει.

ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Oσα δημοσιεύματα δεν έχουν την υπογραφή μας αντιπροσωπεύουν την προσωπική γνώμη των συγγραφέων τους και όχι την δική μας.Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις,, ή απειλές.

ΜΕ ΖΩΝΤΑΝΗ ΤΗ ΜΝΗΜΗ

Η γνώση του ιστορικού παρελθόντος είναι απαραίτητη για την εθνική αυτογνωσία ενός λαού. Το blog μας με τρόπο απλό χωρίς να διαστρεβλώνει την ιστορική αλήθεια, φωτίζει με αναδρομές στα γεγονότα σελίδες ιστορίας του μαρτυρικού Λαού της Κύπρου και των Ελλαδιτών και Κυπρίων νεκρών και αγνοουμένων Ηρώων.