Η μπιζουτιέρα ζωντάνεψε τις χαμένες ελπίδες
Σύμφωνα με τα αρχεία του ελληνικού στρατού ο Σκαμπαρδώνης σκοτώθηκε στο όρυγμα που πολεμούσε στις 16 Αυγούστου του 1974.
Ένα χρόνο μετά, όμως, ένα απροσδόκητο «δώρο»,μια ασημένια μπιζουτιέρα αναστάτωσε την οικογένειάτου...
Μια μπιζουτιέρα, ένα γράμμα, μια μαρτυρία.
Κι ένα μεγάλο ερωτηματικό να στοιχειώνει τη ζωή τους... Τριανταπέντε χρόνια τώρα ρωτούν, ψάχνουν, ερευνούν, αλλά κανείς δεν τους δίνει απαντήσεις.
ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΨΑΡΑ
Η οικογένεια του αγνοούμενου Χρήστου Σκαμπαρδώνη είχε αναθαρρήσει όταν έλαβε ένα μήνυμα, ένα σήμα του ότι είναι ζωντανός: ήταν μια μπιζουτιέρα που έφτασε από τη Βουλγαρία με ένα μόνο γράμμα σχεδιασμένο σε ένα μισοσκισμένο χαρτί. Ένα απλό «Σ».
Ήταν ένα μυστικό που μόνο ο Χρήστος και η γυναίκα του Ελένη ήξεραν. Μια υπόσχεση που θα πραγματοποιούσε από την Κύπρο...
Από τότε, η Ελένη και οι γιοι του, Φίλιππος και Δημήτρης, κάθε μέρα τον περιμένουν να γυρίσει. Κι όσο το κουδούνι του γυρισμού δεν χτυπάει, η οικογένεια αδημονεί. Έτσι κι αλλιώς, για εκείνους ο Χρήστος Σκαμπαρδώνης είναι ακόμη ζωντανός...
Όλα ξεκίνησαν το 1974, όταν ο Ανθυπασπιστής Πεζικού Χρήστος Σκαμπαρδώνης κλήθηκε από το Επιτελείο να μεταβεί στην Κύπρο για να πολεμήσει. Είχε προηγηθεί η προδοσία της ελληνικής Χούντας και ο Αττίλας είχε αρχίσει να δείχνει τα δόντια του στον κυπριακό λαό. Παλιός «γνώριμος» της Μεγαλονήσου, ο Σκαμπαρδώνης που είχε υπηρετήσει το διάστημα 1967-1969 στην ΕΛΔΥΚ, δεν δίστασε ούτε στιγμή να πάει στον πόλεμο. «Την αγαπούσε πολύ την Κύπρο», λέει στον «Φιλελεύθερο» η σύζυγός του Ελένη, που ζει σήμερα μόνιμα στη Λάρισα. «Λίγο πριν φύγει από το σπίτι μας, θυμάμαι που εγώ με τα παιδιά τον βοηθούσαμε να ετοιμάσει τα πράγματά του. Οι γιοι μας δεν καταλάβαιναν και πολλά, γιατί ήταν μικροί. Αλλά εγώ δεν ήθελα να φύγει μόνος του στην Κύπρο. Είχα ένα κακό προαίσθημα... Στο μυαλό μου είχα να πάω κι εγώ τις ερχόμενες μέρες», διηγείται η κα Ελένη.
«Και την ώρα που ετοιμαζόταν να φύγει από το σπίτι, γυρνάει και μου λέει: “Ελένη, τι θέλεις να σου φέρω από την Κύπρο όταν θα επιστρέψω;”. Το θυμάμαι σαν τώρα. Εγώ δεν ήθελα τίποτα. Τι να θέλω; Μόνο να γυρίσει. Αλλά εκείνος επέμεινε. “Πες μου τι θες και θα σου το φέρω”, μου είπε.
Ήμασταν οι δυο μας. Τα παιδιά είχαν βγει έξω να παίξουν στο μεταξύ. Αφού το σκέφτηκα λίγο, του είπα: “Θέλω μια μπιζουτιέρα να μου φέρεις”. Ήταν τα τελευταία λόγια που ανταλλάξαμε. Μετά έφυγε. Από τότε δεν τον έχω ξαναδεί...». Ο Σκαμπαρδώνης επιβιβάστηκε στο πλοίο με τους Ελλαδίτες στρατιωτικούς και στρατιώτες και έφτασε τελικά στην Κύπρο. Κατά το πρώτο διάστημα, ο ίδιος έστελνε γράμματα που περιέγραφε την προδοσία... «Μα έλεγε ότι τους είχαν στείλει με ένα πιστόλι, χωρίς πολλά πυρομαχικά», θυμάται ο γιος του Φίλιππος, που το 1974 ήταν μόλις επτά ετών. «Πολεμούσε στην περιοχή της Λευκωσίας, ήταν παλιός αλεξιπτωτιστής και καλός πολεμιστής», λέει στον «Φ».
Σύμφωνα με τα αρχεία του ελληνικού στρατού, ο Χρήστος Σκαμπαρδώνης σκοτώθηκε στο όρυγμα που πολεμούσε στις 16 Αυγούστου του 1974. Αυτό τουλάχιστον είπε ένας από τους συμπολεμιστές του και έτσι καταγράφηκε στα... πρακτικά. Όμως ποτέ στην οικογένεια δεν δόθηκαν οστά, ούτε κάποιο από τα αντικείμενά του... Ο Σκαμπαρδώνης παραμένει ένας από τους 83 Ελλαδίτες που αγνοούνται σύμφωνα με την Πανελλήνια Επιτροπή Γονέων και Συγγενών Αδήλωτων Αιχμαλώτων και Αγνοουμένων της Κυπριακής Τραγωδίας.
«ΤΟΝ ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΑΚΟΜΗ...»
Σήμερα, 35 χρόνια μετά, οι δυο γιοι του Χρήστου Σκαμπαρδώνη υπηρετούν στην ελληνική αεροπορία. Και οι δυο έχουν από ένα γιο, που τον έχουν ονομάσει Χρήστο. «Παρακολουθώ τα θέματα της Κύπρου. Μας πονάει η κατοχή, θέλουμε να ξέρουμε τι συμβαίνει στον κυπριακό λαό...», λέει ο Φίλιππος Σκαμπαρδώνης. «Ακόμη περιμένω πως θα χτυπήσει το κουδούνι και θα ξαναδώ τον άνδρα μου που τόσο πρόωρα και απροσδόκητα έχασα... Για εμένα, ο πατέρας των παιδιών μου Χρήστος Σκαμπαρδώνης ζει», φωνάζει η Ελένη Σκαμπαρδώνη.
Η μπιζουτιέρα και η μαρτυρία...
Ένα χρόνο μετά, το 1975, ένα απροσδόκητο «δώρο» έφτασε στην οικογένεια Σκαμπαρδώνη. «Με το ταχυδρομείο έφτασε μια ασημένια μπιζουτιέρα στο σπίτι μας στο χωριό, εκεί που ζούσαμε με τον Χρήστο. Η διεύθυνση αποστολής ήταν ο ραδιοφωνικός σταθμός της Σόφιας, στη Βουλγαρία», λέει η κυρία Ελένη. «Δεν είχα ποτέ σχέσεις με τη Βουλγαρία και ούτε φίλους ή γνωστούς από εκεί. Μην ξεχνάτε ότι τότε υπήρχε το κομμουνιστικό καθεστώς και δεν ήταν εύκολη η πρόσβαση ή η επικοινωνία», τονίζει.
Η οικογένεια αναστατώθηκε. Ποιος άλλος θα μπορούσε να έχει στείλει την μπιζουτιέρα αυτή, παρά ο ίδιος ο Χρήστος Σκαμπαρδώνης; «Μέσα στην μπιζουτιέρα ήταν ένα σκισμένο χαρτί, που είχε μόνο ένα «Σ» πάνω. Εμείς καταλάβαμε ότι ήταν το αρχικό του επιθέτου μας», περιγράφει η κ. Ελένη. «Αφού έφυγε ο Χρήστος, εγώ ξέχασα το διάλογο αυτόν που είχαμε και την μπιζουτιέρα. Δεν το είπα ποτέ σε κανέναν, δεν το συζήτησα, δεν το ήξερε κανένας άλλος, εκτός από εμένα και αυτόν...» Μιας που η πρόσβαση ήταν δύσκολη και η ίδια η κ. Σκαμπαρδώνη με δύο ανήλικα παιδιά ήταν δύσκολο να ταξιδέψει, η οικογένεια ζήτησε από τον Έλληνα πρέσβη στη Βουλγαρία να πάει στο ραδιοφωνικό σταθμό και να ρωτήσει. «Στο σταθμό δεν είχαν απάντηση. Είπαν ότι συνηθίζουν να στέλνουν κάρτες στους ακροατές τους και πράγματι, για 20-25 χρόνια μετά, κάθε Πάσχα, Χριστούγεννα και καλοκαίρι, μας έστελναν ευχετήρια κάρτα... Αλλά για την μπιζουτιέρα δεν ήξερε κανένας...», σαν να διερωτάται η κυρία Ελένη.
Εκείνο το διάστημα, ένα ακόμη «σημάδι» έκανε την οικογένεια να έχει βάσιμες ελπίδες ότι ο Χρήστος Σκαμπαρδώνης ήταν κοντά στην Ελλάδα.
«Ήρθε ένας ομογενής από τη Γερμανία που καταγόταν από ένα κοντινό χωριό και μας διηγήθηκε πως σε ένα μπαράκι είχε γνωρίσει έναν Τούρκο αξιωματικό, ο οποίος είχε υπάρξει φυλακισμένος στα Άδανα. Εκεί, του είπε, ήταν μαζί με τρεις Έλληνες. Οι ίδιοι τού είχαν γράψει τα ονόματά τους», περιγράφει ο Φίλιππος Σκαμπαρδώνης. «Ο ίδιος ο ομογενής είχε δει τα ονόματα. Ένα από αυτά ήταν του πατέρα μου. Είχε γράψει το όνομά του και το χωριό μας... Του είπε μάλιστα ότι μαζί είχαν ταξιδέψει στη Βουλγαρία, αλλά εκεί τους είχε αφήσει ο Τούρκος για να συνεχίσει το ταξίδι του στη Ρουμανία...», λέει ο ίδιος συγκλονισμένος. «Καταλαβαίνετε ότι αυτός ο άνθρωπος, ο ομογενής δεν ήξερε τίποτα για την μπιζουτιέρα και το βουλγάρικο ραδιοφωνικό σταθμό... ήρθε όμως και πρόσθεσε ένα ακόμη κομμάτι σε ένα παζλ που συμπληρωνόταν...», μας λέει.
Βρέθηκε τελικά ή όχι στη Βουλγαρία ο Χρήστος Σκαμπαρδώνης; Αν ναι, πώς μετέβη εκεί; Πού ήταν προηγουμένως; Και -το πιο σημαντικό- τι απέγινε μετά; Το πιθανότερο ήταν, το φιλοτουρκικό καθεστώς της Βουλγαρίας να παρέδωσε ξανά τους Έλληνες αξιωματικούς στον τουρκικό στρατό ή να δολοφονήθηκαν σε βουλγαρικό έδαφος. Μπορεί ακόμη και να ζουν... Αλλά κανείς δεν ξέρει να απαντήσει στα πολλά ερωτήματα που γεννά αυτή η περίεργη ιστορία...
Απαιτούμε διερεύνηση
ΚΑΤΑ ΠΕΡΙΟΔΟΥΣέχουμε μάθει πληροφορίες για «σημάδια» που οι οικογένειες των αγνοουμένων αποδίδουν στους ανθρώπους τους. Δεν έχω κανένα λόγο να αμφισβητήσω τα λεγόμενά τους, ωστόσο αυτό που συνιστούμε, είναι να τα τεκμηριώνουν, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για περαιτέρω έρευνα.
Τι έχει γίνει όμως με τις άλλεςένορκες μαρτυρίες των ανθρώπων που υπήρξαν αιχμάλωτοι στην τουρκική επικράτεια και επέστρεψαν;Πούέχουν καταθέσει για τους άλλους που ήταν μαζί τους αιχμάλωτοι, αλλά σήμερα είναι αγνοούμενοι;
Τι έχει κάνει η ελληνική πλευρά για αυτές τις περιπτώσεις;
Υπάρχουν και άλλοι αγωνιστές που έχουν επιστρέψει, αλλά ισχυρίζονται ότι ποτέ κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να τους πάρει κατάθεση για τη διερεύνηση της τύχης των υπόλοιπων συν-αιχμαλώτων τους... Φαίνεται πως, για τις ενδιαφερόμενες πλευρές, η ταυτοποίηση των λειψάνων είναι αρκετή. Όχι όμως και για τους συγγενείς που απαιτούμε διερεύνηση της τύχης των ανθρώπων που έχουν χαθεί, 35 χρόνια τώρα...
*Ο Κώστας Ανεμάς, είναι πρόεδρος Πανελλήνιας Επιτροπής Γονέων και Συγγενών Αδήλωτων Αιχμαλώτων και Αγνοουμένων της Κυπριακής Τραγωδίας.
ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Oσα δημοσιεύματα δεν έχουν την υπογραφή μας αντιπροσωπεύουν την προσωπική γνώμη των συγγραφέων τους και όχι την δική μας.Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις,, ή απειλές.