Του Χρήστου Ιακώβου
Η παραδοσιακή ιστοριογραφία (μακροϊστορία) για την μελέτη και κατανόηση του προσφάτου ιστορικού μας παρελθόντος επικεντρώνεται στις ερμηνευτικές συνθήκες μίας εποχής, στην επίδραση του εξωτερικού και εσωτερικού περιβάλλοντος επί των συνταρακτικών γεγονότων, το ρόλο των προσωπικοτήτων στις κρίσιμες αποφάσεις
Αντιθέτως προς την μακροϊστορία, η μικροϊστορία ρίχνει το βάρος της σε μεμονωμένα γεγονότα και στα καθημερινά βιώματα, προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσει τις αθέατες από την μακροϊστορία πτυχές (πολιτικές, κοινωνικές, πολιτιστικές κά) της σχέσης του ανθρώπου με τον χώρο και τον χρόνο και να κατανοήσει το ιστορικό συγκείμενο μέσα από στο οποίο διαδραματίζονται.
Ένα πρόσφατο αντιπροσωπευτικό δείγμα μικροϊστορίας είναι το άρτι κυκλοφορήσαν βιβλίο του Αδάμου Κόμπου, «Η Τελευταία Προσγείωση» (Λεμεσός. 2013). Σκοπός του βιβλίου είναι μέσα από τα γεγονότα που αφορούσαν την τελευταία πτήση των Κυπριακών Αερογραμμών από το αεροδρόμιο Χήθροου του Λονδίνου προς το Διεθνές Αεροδρόμιο της Λευκωσίας, τα ξημερώματα της 20ης Ιουλίου 1974, να καταδείξει το γενικότερο πλαίσιο εντός του οποίου συνετελέσθη επιχειρησιακώς η τουρκική εισβολή στην Κύπρο μέσα από τα βιώματα των υπαλλήλων των Κυπριακών Αερογραμμών του αεροδρομίου.
Στην πραγματικότητα αυτό που συνέβη εκείνες τις κρίσιμες ημέρες τόσο στο αεροδρόμιο όσο και με την τελευταία πτήση αποτελεί μία μικρογραφία του τρόπου που πραγματοποιήθηκε η εισβολή καθώς επίσης και των πρακτικών με τις οποίες διάφοροι παράγοντες στην ελληνική πλευρά χειρίστηκαν τότε την κρίση, από τους πραξικοπηματίες μέχρι τους υπαλλήλους του αεροδρομίου και των Κυπριακών Αερογραμμών.
Το βιβλίο αρχίζει με μία άκρως ενδιαφέρουσα αναδρομή από την δημιουργία του στρατιωτικού αρχικά αεροδρομίου της Λευκωσίας το 1930 μέχρι και την εξ ανάγκης εκχώρησή του στις δυνάμεις του ΟΗΕ το 1974. Από εκεί έγινε η πρώτη σύνδεση της Κύπρου με το εξωτερικό με αεροπλάνο (οι πρώτες αεροπορικές πτήσεις από το εξωτερικό προς την Κύπρο έγιναν λίγο νωρίτερα από το Λιμάνι της Λεμεσού με βρετανικά υδροπλάνα τύπου S.8 Calcutta). Μία σημαντική λεπτομέρεια, άγνωστη στο ευρύ κοινό, είναι ότι το αεροδρόμιο Λευκωσίας αρχικά ήταν περιουσία των Βρετανικών Βασιλικών Αερογραμμών (British Royal Air Force) μέχρι το 1960, οπότε με την Συνθήκη Εγκαθίδρυσης περιήλθε υπό την ιδιοκτησία του Βρετανικού Υπουργείου Άμυνας.
Με ένα παραστατικό τρόπο, βασισμένο σε προσωπικές μαρτυρίες λειτουργών του αεροδρομίου και προσωπικού των Κυπριακών Αερογραμμών, ο συγγραφέας επικεντρώνεται στα γεγονότα γύρω από την τελευταία προσγείωση του TRIDENT 1E των Κυπριακών Αερογραμμών τα ξημερώματα τις 20ης Ιουλίου 1974.
Μετά την επικράτηση του πραξικοπήματος στις 15 Ιουλίου, το αεροδρόμιο έκλεισε και επαναλειτούργησε τρεις ημέρες μετά, με πτήσεις κυρίως των Κυπριακών Αερογραμμών. Μία εξ αυτών ήταν η πτήση που πραγματοποίησε ο κυβερνήτης Αδάμος Μαρνέρος με προορισμό το αεροδρόμιο Χήθροου του Λονδίνου. Ο στόλος τότε των Κ.Α. απετελείτο από 2 TRIDENT 1E, 2 TDIDENT 2 και ένα 2 BAC 1-11. Λόγω της έκρυθμης κατάστασης, η ζήτηση για την εξασφάλιση μιας θέσης από Άγγλους τουρίστες υπήρξε πιεστικώς έντονη. Λόγω του υπερπλήρους της πτήσης και των ψηλών θερμοκρασιών δεν ήτο δυνατόν το αεροπλάνο να πραγματοποιήσει απευθείας πτήση στο Λονδίνο και ωε εκ τούτου κατέστη αναγκαίο να γίνει ενδιάμεσος σταθμός ανεφοδιασμού στην Αθήνα. Έτσι, στις 6.15 μ.μ. της 18ης Ιουλίου, ημέρα Πέμπτη, ανεχώρησε το αεροπλάνο με τελικό προορισμό το αεροδρόμιο του Χήθροου στο οποίο προσγειώθηκε τα ξημερώματα της Παρασκευής, 19 Ιουλίου. Εκεί, το αεροπλάνο το παρέλαβε άλλο πλήρωμα για την επιστροφή στην Κύπρο μέχρι τη νέα επιστροφή του στο Λονδίνο για επανάληψη της πτήσης προς τη Λευκωσία, η οποία έμελλε να ήταν και η τελευταία.
Από αυτό το σημείο και μετά η αφήγηση των γεγονότων στηρίζεται, κατά κύριο λόγο, στην προσωπική μαρτυρία του κυβερνήτη της τελευταίας πτήσης Αδάμου Μαρνέρου, ο οποίος αρχικώς βιώνει το δίλημμα για το αν θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί εκείνη η πτήση η όχι. Το δίλημμα ήταν απόρροια της γενικότερης εικόνας που εξέπεμπαν τα βρετανικά ΜΜΕ, ότι δηλαδή η τουρκική εισβολή ήταν επικείμενη. Τελικώς η πτήση θα πραγματοποιηθεί κατόπιν ρητών οδηγιών του τότε γενικού διευθυντή των Κυπριακών Αερογραμμών, Ευδοκίου Σάββα. Το αεροπλάνο απογειώθηκε στις 8.10 μ.μ. ώρα Βρετανίας με τελικό προορισμό το αεροδρόμιο Λευκωσίας και ενδιάμεσο σταθμό στο Φιουμιτσίνο της Ρώμης. Του αεροπλάνου επέβαιναν οι δύο συγκυβερνήτες, Γουίλλιαμ Άντριου και Μάρτιν Νατλ-Σμιθ, πενταμελές πλήρωμα αεροσυνοδών και επτά επιβάτες, μία οικογένεια Ελλήνων και μία οικογένεια Τούρκων με τα παιδιά τους.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι πληροφορίες που παρατίθενται στο βιβλίο για την πορεία της πτήσης μετά την Ρόδο, όταν δηλαδή εισήλθε το αεροπλάνο στην επικίνδυνη πλέον περιοχή γύρω στις 3 τα ξημερώματα. Ο κυβερνήτης του σκάφους αρχικώς παρατήρησε στην οθόνη του ραντάρ πέντε πλοία προερχόμενα από την Αττάλεια. Όταν στη συνέχεια το αεροσκάφος υπερίπτατο της Λευκωσίας, κατά την 3.30 πρωινή, ο Αδάμος Μαρνέρος παρατηρεί εκ νέου στο ραντάρ σήματα τριών πλοίων πλησίον την περιοχής Αμμοχώστου. Όπως διεπιστώθη αργότερα επρόκειτο για το βρετανικό ελικοπτεροφόρο «Ερμής» και δύο συνοδευτικά. Τέλος, στις 3.40 τα ραντάρ του αεροσκάφους διέκριναν καθαρά οκτώ αποβατικά σκάφη πλησίων των ακτών της Κερύνειας και άλλα τέσσερα πλοία σε μεγαλύτερη απόσταση από τις Κυπριακές ακτές.
Ενώ το αεροσκάφος βρισκόταν άνωθεν της Κερύνειας, ο κυβερνήτης κάνει την υστάτη προσπάθεια να πείσει τον Ευδόκιο Σάββα να αναβληθεί η προσγείωση, η οποία αποτυγχάνει, αφού εντέλλεται να προσγειώσει πάραυτα το αεροπλάνο. Τελικώς, στις 4 το πρωί της 20ης Ιουλίου πραγματοποιήθηκε η προσγείωση στο Διεθνές Αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Πενήντα λεπτά αργότερα, αποδείχθηκε ότι η πτήση των Κυπριακών Αερογραμμών CY 317 από το Λονδίνο ήταν η τελευταία που πραγματοποιήθηκε προς το αεροδρόμιο της Λευκωσίας, αφού τότε άρχισαν οι βομβαρδισμοί κατά της ΕΛΔΥΚ και του αεροδρομίου. Το κατεστραμμένο σήμερα αεροπλάνο TRIDENT 1E στο δίαυλο του αεροδρομίου αποτελεί το βουβό μάρτυρα της μικροϊστορίας του εν λόγω βιβλίου.
Θεωρώ ότι η πρωτοβουλία έρευνας αυτών των άγνωστων πτυχών της πιο κρίσιμης περιόδου της σύγχρονης ιστορίας της Κύπρου και η αυτοχρηματοδότηση έκδοσής της σε βιβλίο, ειδικά στους τρέχοντες χαλεπούς καιρούς, είναι κάτι περισσότερο από αξιέπαινη πράξη.
Ο Χρήστος Ιακώβου είναι Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Oσα δημοσιεύματα δεν έχουν την υπογραφή μας αντιπροσωπεύουν την προσωπική γνώμη των συγγραφέων τους και όχι την δική μας.Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις,, ή απειλές.