Μέσα στη δίνη του πολέμου εκείνος… βίωσε κάτι εντελώς διαφορετικό
Θρύψαλα και συντρίμμια μετατράπηκαν όλα του τα παιδικά όνειρα. Η αγάπη, η φροντίδα, το παιχνίδι, η ζεστασιά αντικαταστάθηκαν με το ξύλο και την αγριότητα.
Η αγάπη και η τρυφερότητα εντελώς άγνωστα για εκείνον, όσο και αν η παιδική του ψυχούλα τα αναζητούσε.
Μεγαλώνοντας βίωσε και όλα εκείνα τα δεινά του πολέμου που δεν του επέτρεψαν να επουλώσει όλες τις πληγές στην αθώα του ψυχή.
Τα ψυχικά τραύματα μένουν χαραγμένα στην ψυχή του ανθρώπου για πάντα, αδιαμφισβήτητο γεγονός!
Ποτέ όμως και κανείς δεν μπορεί να ξέρει…
Η αγάπη και η τρυφερότητα εντελώς άγνωστα για εκείνον, όσο και αν η παιδική του ψυχούλα τα αναζητούσε.
Μεγαλώνοντας βίωσε και όλα εκείνα τα δεινά του πολέμου που δεν του επέτρεψαν να επουλώσει όλες τις πληγές στην αθώα του ψυχή.
Τα ψυχικά τραύματα μένουν χαραγμένα στην ψυχή του ανθρώπου για πάντα, αδιαμφισβήτητο γεγονός!
Ποτέ όμως και κανείς δεν μπορεί να ξέρει…
«Όταν χρειάστηκα αγάπη εσύ μου την έδωσες, όταν χρειάστηκα νερό εσύ με ξεδίψασες»
Πότε και ποιο γεγονός μπορεί να ανατρέψει τα πάντα στη ζωή του. Να φέρει το φως στο σκοτάδι ή και το αντίθετο. Ένα γεγονός που κράτησε μόνο μερικά λεπτά ή ακόμα και δευτερόλεπτα, μπορεί να αλλάξει εντελώς και για πάντα τη ζωή του ανθρώπου.
Όπως ακριβώς συνέβη στη ζωή αυτού του ανθρώπου που μέσα σε μόνο μερικά λεπτά βρήκε όλη εκείνη την αγάπη που είχε στερηθεί από παιδί. Ένας άγνωστος άντρας κατάφερε να του αλλάξει για πάντα τη ζωή και μάλιστα μέσα στη δύνη του πολέμου. Εκεί που κανείς δεν μπορεί να φανταστεί πως μπορεί να υπάρξει έστω και μια όμορφη εικόνα, παρά μόνο σκληρές, τρομακτικές γεμάτες αίμα εικόνες
Όπως ακριβώς συνέβη στη ζωή αυτού του ανθρώπου που μέσα σε μόνο μερικά λεπτά βρήκε όλη εκείνη την αγάπη που είχε στερηθεί από παιδί. Ένας άγνωστος άντρας κατάφερε να του αλλάξει για πάντα τη ζωή και μάλιστα μέσα στη δύνη του πολέμου. Εκεί που κανείς δεν μπορεί να φανταστεί πως μπορεί να υπάρξει έστω και μια όμορφη εικόνα, παρά μόνο σκληρές, τρομακτικές γεμάτες αίμα εικόνες
Όλο αυτό που πέρασε τον έκανε πιο δυνατό αλλά και τον γέμισε με όλα εκείνα τα όμορφα συναισθήματα που ποτέ πριν δεν είχε νιώσει. Τώρα ξέρει ποια είναι η αποστολή του πάνω σε αυτή τη γη.
Ο κύριος Αντρέας από την επαρχία Λεμεσού, (επιθυμία του να μην αναφέρουμε το επίθετο του) στρατιώτης το 1974, μάς μιλά για το γεγονός που άλλαξε για πάντα τη ζωή του και του πρόσφερε την πραγματική ευτυχία.
Ο κ. Αντρέας αναφέρει:
Ο κύριος Αντρέας από την επαρχία Λεμεσού, (επιθυμία του να μην αναφέρουμε το επίθετο του) στρατιώτης το 1974, μάς μιλά για το γεγονός που άλλαξε για πάντα τη ζωή του και του πρόσφερε την πραγματική ευτυχία.
Ο κ. Αντρέας αναφέρει:
«Γεννήθηκα στην επαρχία Λεμεσού το 1955. Πέρασα πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια. Σαν παιδί δεν γνώρισα και εγώ την αγάπη. Έβλεπα τα παιδιά της γειτονιάς μου, πόση αγάπη τους έδιναν οι γονείς τους , δεν τους χαλούσαν χατίρι, είχαν ότι ήθελαν. Εγώ ζήλευα και μαράζωνα σαν παιδί. Μεγάλωναν σε ένα περιβάλλον αγάπης, αντίθετα με μένα που μεγάλωνα σε ένα εχθρικό περιβάλλον.
Ο πατέρας και η μάνα μου κάθε μέρα τσακώνονταν. Μετά από κάθε τους καβγά και για ασήμαντο λόγο με τσάκιζαν στο ξύλο, βγάζοντας έτσι όλα τα απωθημένα τους απάνω μου. Μια φορά, στην ηλικία των 10 που είχα κάνει μια αταξία, ο πατέρας μου με κρέμασε σε μία ακακία. Τα πόδια μου ίσα-ίσα που άγγιζαν το έδαφος. Με περιέλουσε με μέλι για να έρθουν επάνω μου μύγες και μέλισσες.
Ήθελε να υποφέρω για να τιμωρηθώ. Μετά από αρκετή ώρα μια γειτόνισσα τόλμησε και με ξεκρέμασε. Με έκανε μπάνιο στο σπίτι της και αυτό το γεγονός στάθηκε αφορμή να τσακωθούν και να μην μιλήσουν για αρκετά χρόνια με τον πατέρα μου. Τότε δεν καταλάβαινα γιατί τσακωνόντουσαν οι γονείς μου, μετά που μεγάλωσα κατάλαβα. Φτώχια, (το φαγητό ήταν πολύ περιορισμένο. Να φανταστείτε πως τα γρόσια τα έβλεπα μόνο όταν μου τα έδειχναν οι φίλοι μου), μιζέρια , μεγάλη οικογένεια, άνθρωποι αμόρφωτοι.
Τότε δεν μπορούσα, τώρα που μεγάλωσα μπορώ και τους συγχωρώ, με όλη μου την καρδιά. Ας δείξει ο Μεγάλος Θεός το έλεος του για όλους μας.Στη γειτονιά μου υπήρχε ένα μικρό δάσος, όπου υπήρχαν γκρεμοί και σπήλαια. Εκεί έβρισκα καταφύγιο, ήταν το αγαπημένο μου μέρος. Διάλεξα το μεγαλύτερο σπήλαιο και πολλές φορές εκεί, έσταζε αίμα από τις πληγές μου καθότι ποτέ δεν με χτυπούσαν με τα χέρια τους αλλά ο πατέρας μου με την στρατιωτική ζώνη που είχε από το 1940 και η μάνα μου πάντα με ένα χοντρό ξύλο.
Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόση θαλπωρή και ζεστασιά μου έδινε το σπήλαιο όταν κουλουριαζόμουν στο βάθος όπου, έκανα ένα στρώμα με κλαριά από ευκαλύπτους. Ονειρευόμουν μόνο αυτό που μου έλειπε, την αγάπη. Το σπήλαιο μου την έδινε απλόχερα, χωρίς ανταλλάγματα και απαιτήσεις.
Μου χάριζε τη ζεστασιά και τη θαλπωρή του κρύου χειμώνα και την ανεπανάληπτη δροσιά του καλοκαιριού. Εγώ κύριος! Το είχα πάντα πεντακάθαρο. Το μόνο που επέτρεψα να εισβάλει στο σπήλαιο μου ήταν ένα ζευγάρι χελιδόνια, που κάθε άνοιξη έφτιαχναν την δική τους οικογένεια. Ήταν για μένα η πιο ευτυχισμένη οικογένεια, ήταν η δική μου οικογένεια.
Αυτός είναι και ο λόγος που αγαπώ με πάθος τα χελιδόνια, είναι μέρος της ευτυχίας μου. Θυμάμαι ένα καλοκαίρι όταν πέταξαν για πρώτη φορά τα μικρά τους από τη φωλιά, καθώς ήμουν κουλουριασμένος στην γωνιά μου, κάθισε στο κεφάλι μου ένα από αυτά. Έμεινα τόση πολύ ώρα ακίνητος για να μην το τρομάξω και φύγει μέχρι που πιάστηκα και δυσκολεύτηκα να σηκωθώ. Αυτό το σπήλαιο ήταν το μεγαλύτερο δώρο που μου χάρισε ο Θεός. Το είχα στην κατοχή μου μέχρι τον Ιανουάριο του 1974, μετά πήγα φαντάρος.
Κατετάγηκα στο στρατό, εκεί να δείτε ξύλο. Εγώ πάντα χαμογελούσα στους εκπαιδευτές όταν με χτυπούσαν. Έτσι για να ξέρετε, ήταν μέρος της εκπαίδευσης το ξύλο, ήταν οι τότε «άγραφοι νόμοι του στρατού». Με ρωτούσαν οι εκπαιδευτές, «Ρε μαλάκα γιατί γελάς όταν σε χτυπάνε;». Εγώ τους απαντούσα ειρωνικά «είμαι κύριοι προεκπαιδευμένος». Που να ήξεραν πόση βία είχα υποστεί στα παιδικά μου χρόνια. Το δικό τους ξύλο μου φαινόταν παιχνιδάκι.
Πέρασαν περίπου 12 μήνες στη μονάδα. Πότε χαρές και πότε λύπες με τα φιλαράκια μου, τους φαντάρους. Μέχρι το πρωί τις 20η Ιουλίου 1974, που ήχησαν οι σειρήνες του πολέμου (της μεγαλύτερης τρέλας του ανθρώπινου γένους). Εκεί άρχισαν τα δεινά, καθότι απλός στρατιώτης έλαβα μέρος με την μονάδα μου στις χειρότερες μάχες που έγιναν στην Κύπρο.
Παντού ο θάνατος, πολλές απώλειες και από τις δύο πλευρές. Βλέποντας το θάνατο, έλεγα «γιατί, γιατί, αφού μας χωρά όλους η μάνα γη; Γιατί ο πόνος και όχι η ευτυχία ;»
Τώρα θα σας πω πως βρήκα την ευτυχία στην ζωή μου μέσα από τη δύνη του πολέμου. Μπορεί πολλοί να μην πιστέψουν αυτό που μου συμβαίνει. Αλλά εγώ το έζησα και το ζω, το βιώνω, το αισθάνομαι. Μπορεί να με αποκαλέσουν τρελό ή και παλαβό.
Η ιστορία μου αναφέρεται στο τέλος μιας μάχης -που έγινε για την κατάληψη ενός ζωτικής σημασίας υψώματος, την οποία και κερδίσαμε– καθίσαμε «τρόπος του λέγειν», να ξεκουραστούμε. Θέλησα να απομακρυνθώ από τους υπόλοιπους στρατιώτες καθότι είδα μια χαρουπιά που βρισκόταν περίπου 100 μέτρα μακριά. Από κάτω υπήρχε ένας σωρός από μεγάλες πέτρες.
Σκέφτηκα πως εκεί πέρα, κάτω από την σκιά θα ήμουν και καλυμμένος. Λίγο πιο πέρα είχα δει ένα πολύ όμορφο ξανθό παλικάρι, τραυματισμένο σοβαρά. Ήταν της άλλης πλευράς στρατιώτης.
Με κοίταξε στα μάτια όλο αγάπη, δεν μπορείτε να φανταστείτε πως ένοιωσα εκείνη τη στιγμή! Ήταν σα να άστραψε η γη από άκρη σε άκρη. Μετά σκοτείνιασε, μαύρισαν τα πάντα. Μετά φως, πολύ φως. Όσους πολέμους διδάχτηκα και έμαθα στο σχολείο πέρασαν σε κλάσματα δευτερολέπτου από μπροστά μου.
Σάν να συμμετείχα σε όλους αυτούς τους πολέμους. Δεν ανταλλάξαμε καμία κουβέντα. Εξάλλου δε γνωρίζαμε την γλώσσα ο ένας του άλλου. Μίλησε η συμπαντική γλώσσα, η αγάπη.
Ο ήλιος έκαιγε πολύ και μαζί με τις φωτιές η ζέστη ήταν πραγματικά αφόρητη. Πήρα 3 ξερά ξύλα (υπήρχαν πολλά εκεί). Έβγαλα το πουκάμισο μου και του έστησα ένα τσαντίρι για να τον προστατεύσω. Κάθισα δίπλα του και εκείνος άπλωσε το χέρι του και έπιασε το δικό μου. Τότε σαν θαύμα σταμάτησαν όλοι οι πυροβολισμοί, τα πάντα γαλήνεψαν.
Ήταν σα να βρέθηκα ξανά στο σπίτι μου (στο σπήλαιο μου) μαζί με τον άγνωστο φίλο μου. Τι δροσιά Θεέ μου! Αυτό του το βλέμμα, το χαμόγελο με έκαναν να νιώσω το μεγαλείο της αγάπης.
Πονούσε μα δεν βόγκηξε ούτε μια στιγμή. Μόνο συνέχισε να χαμογελά, πόσο μεγαλείο Θεέ μου! Κατάλαβα πως ήθελε νερό, είχα λίγο στο παγούρι μου και του έδωσα να πιει, το υπόλοιπο το ήπια εγώ. Με τράβηξε επάνω του και με φίλησε και στα δύο μάγουλα. Συνέχισε αυτή η σιωπή και ένιωθα να μου σφίγγει όλο και περισσότερο το χέρι, μέχρι που μου προκάλεσε πόνο το σφίξιμο του.
Χαμογέλασε και έκλεισε τα μάτια. Το πρόσωπο του φαινόταν τόσο γαλήνιο που νόμισα πως αποκοιμήθηκε. Δυστυχώς όμως εκείνος έφυγε για πάντα. Πήγε στην άλλη, την αληθινή ζωή. Έκλαψα, έκλαψα για όλα και για όλους Για τη μάνα του, τη μάνα μου, τον πατέρα του και τον πατέρα μου. Για όλα τα παλληκάρια που χάθηκαν στον πόλεμο, τα δέντρα και τα λουλούδια που έκαψε η φωτιά.
Ένιωσα τόσο έντονα τον πόνο που πίστευα πως εκείνη τη στιγμή θα πέθαινα και εγώ. Ήρθε όμως διαταγή υποχώρησης και εγκαταλείψαμε το ύψωμα. Ενώ περπατούσα έκλαιγα και μονολογούσα:
«Άταφα τα παλληκάρια, πόση αδικία Θεέ μου»…
Ένα παράξενο πράγμα, από εκείνη την ημέρα. Αισθανόμουν πάντα κάτι δίπλα μου να με ακολουθεί. Πολλές φορές ένιωθα κάτι να με σπρώχνει ελαφρά και κάποιες άλλες φορές σαν να με αγκαλιάζει κάποιος. Αυτό με κάνει να νιώθω άπειρη γαλήνη και αγάπη.
Ένα βράδυ καθώς κοιμόμουν ήρθε το ξανθό παλληκάρι στον ύπνο μου. Ήταν ντυμένος στα κάτασπρα και μου είπε:
«Τώρα μπόρεσα να έρθω να σε δω, αλλά ήμουν δίπλα σου τις περισσότερες φορές, μέρα και νύχτα». Και εγώ τον ρώτησα: «Πως σε λένε, το όνομα σου;», μου απάντησε «Να με λες Ισμαήλ», τον ρώτησα, «Γιατί να κουράζεσαι για μένα;» και μου απάντησε,
«Όταν χρειάστηκα αγάπη εσύ μου την έδωσες, όταν χρειάστηκα νερό εσύ με ξεδίψασες. Κάηκαν οι ώμοι σου από τον ήλιο όταν έβγαλες το πουκάμισο για να προστατεύσεις εμένα. Έμεινες χωρίς νερό στην μεγάλη πεζοπορία της επιστροφής. Θα είμαι δίπλα σου, σε όλη σου τη ζωή για να σε προστατεύω».
Η υπέρτατη αγάπη συγκινεί τους υπέρτατους νόμους του Μεγάλου Θεού.
Ο Ισμαήλ είναι δίπλα μου σε ότι κακό και αν μου συμβεί και με προειδοποιεί με τον τρόπο που αυτός ξέρει. Το αίσθημα του θανάτου δεν το αισθάνομαι πλέον. Η αγάπη του Ισμαήλ με έκανε ατρόμητο, δε φοβάμαι τίποτα. Δεν υπάρχει θάνατος, μόνο η αιωνιότητα.
Γνωρίζω σίγουρα τώρα, ότι υπάρχει άλλη ζωή και αυτό χάρις τον Ισμαήλ. Από τότε και μέχρι σήμερα μου έχει σώσει τη ζωή πολλές φορές. Με οδηγεί με τόση αγάπη που απέφυγα πολλές κακοτοπιές. Τον ευχαριστώ πολύ και τον αγαπώ μέχρι να έρθει η ώρα να συναντηθούμε, αν με αξιώσει ο Μεγάλος Θεός να είμαστε μαζί. Μετά από αυτό το γεγονός που ζω, τα πάντα για μένα στο σύμπαν είναι η υπέρτατη αγάπη.
Να αγαπούμε τα πάντα, να σώσουμε τη γη που είναι αλληλένδετη με τις ψυχές μας. Έτσι κερδίζεται η αιωνιότητα».
Μου χάριζε τη ζεστασιά και τη θαλπωρή του κρύου χειμώνα και την ανεπανάληπτη δροσιά του καλοκαιριού. Εγώ κύριος! Το είχα πάντα πεντακάθαρο. Το μόνο που επέτρεψα να εισβάλει στο σπήλαιο μου ήταν ένα ζευγάρι χελιδόνια, που κάθε άνοιξη έφτιαχναν την δική τους οικογένεια. Ήταν για μένα η πιο ευτυχισμένη οικογένεια, ήταν η δική μου οικογένεια.
Αυτός είναι και ο λόγος που αγαπώ με πάθος τα χελιδόνια, είναι μέρος της ευτυχίας μου. Θυμάμαι ένα καλοκαίρι όταν πέταξαν για πρώτη φορά τα μικρά τους από τη φωλιά, καθώς ήμουν κουλουριασμένος στην γωνιά μου, κάθισε στο κεφάλι μου ένα από αυτά. Έμεινα τόση πολύ ώρα ακίνητος για να μην το τρομάξω και φύγει μέχρι που πιάστηκα και δυσκολεύτηκα να σηκωθώ. Αυτό το σπήλαιο ήταν το μεγαλύτερο δώρο που μου χάρισε ο Θεός. Το είχα στην κατοχή μου μέχρι τον Ιανουάριο του 1974, μετά πήγα φαντάρος.
Κατετάγηκα στο στρατό, εκεί να δείτε ξύλο. Εγώ πάντα χαμογελούσα στους εκπαιδευτές όταν με χτυπούσαν. Έτσι για να ξέρετε, ήταν μέρος της εκπαίδευσης το ξύλο, ήταν οι τότε «άγραφοι νόμοι του στρατού». Με ρωτούσαν οι εκπαιδευτές, «Ρε μαλάκα γιατί γελάς όταν σε χτυπάνε;». Εγώ τους απαντούσα ειρωνικά «είμαι κύριοι προεκπαιδευμένος». Που να ήξεραν πόση βία είχα υποστεί στα παιδικά μου χρόνια. Το δικό τους ξύλο μου φαινόταν παιχνιδάκι.
Πέρασαν περίπου 12 μήνες στη μονάδα. Πότε χαρές και πότε λύπες με τα φιλαράκια μου, τους φαντάρους. Μέχρι το πρωί τις 20η Ιουλίου 1974, που ήχησαν οι σειρήνες του πολέμου (της μεγαλύτερης τρέλας του ανθρώπινου γένους). Εκεί άρχισαν τα δεινά, καθότι απλός στρατιώτης έλαβα μέρος με την μονάδα μου στις χειρότερες μάχες που έγιναν στην Κύπρο.
Παντού ο θάνατος, πολλές απώλειες και από τις δύο πλευρές. Βλέποντας το θάνατο, έλεγα «γιατί, γιατί, αφού μας χωρά όλους η μάνα γη; Γιατί ο πόνος και όχι η ευτυχία ;»
Τώρα θα σας πω πως βρήκα την ευτυχία στην ζωή μου μέσα από τη δύνη του πολέμου. Μπορεί πολλοί να μην πιστέψουν αυτό που μου συμβαίνει. Αλλά εγώ το έζησα και το ζω, το βιώνω, το αισθάνομαι. Μπορεί να με αποκαλέσουν τρελό ή και παλαβό.
Η ιστορία μου αναφέρεται στο τέλος μιας μάχης -που έγινε για την κατάληψη ενός ζωτικής σημασίας υψώματος, την οποία και κερδίσαμε– καθίσαμε «τρόπος του λέγειν», να ξεκουραστούμε. Θέλησα να απομακρυνθώ από τους υπόλοιπους στρατιώτες καθότι είδα μια χαρουπιά που βρισκόταν περίπου 100 μέτρα μακριά. Από κάτω υπήρχε ένας σωρός από μεγάλες πέτρες.
Σκέφτηκα πως εκεί πέρα, κάτω από την σκιά θα ήμουν και καλυμμένος. Λίγο πιο πέρα είχα δει ένα πολύ όμορφο ξανθό παλικάρι, τραυματισμένο σοβαρά. Ήταν της άλλης πλευράς στρατιώτης.
Με κοίταξε στα μάτια όλο αγάπη, δεν μπορείτε να φανταστείτε πως ένοιωσα εκείνη τη στιγμή! Ήταν σα να άστραψε η γη από άκρη σε άκρη. Μετά σκοτείνιασε, μαύρισαν τα πάντα. Μετά φως, πολύ φως. Όσους πολέμους διδάχτηκα και έμαθα στο σχολείο πέρασαν σε κλάσματα δευτερολέπτου από μπροστά μου.
Σάν να συμμετείχα σε όλους αυτούς τους πολέμους. Δεν ανταλλάξαμε καμία κουβέντα. Εξάλλου δε γνωρίζαμε την γλώσσα ο ένας του άλλου. Μίλησε η συμπαντική γλώσσα, η αγάπη.
Ο ήλιος έκαιγε πολύ και μαζί με τις φωτιές η ζέστη ήταν πραγματικά αφόρητη. Πήρα 3 ξερά ξύλα (υπήρχαν πολλά εκεί). Έβγαλα το πουκάμισο μου και του έστησα ένα τσαντίρι για να τον προστατεύσω. Κάθισα δίπλα του και εκείνος άπλωσε το χέρι του και έπιασε το δικό μου. Τότε σαν θαύμα σταμάτησαν όλοι οι πυροβολισμοί, τα πάντα γαλήνεψαν.
Ήταν σα να βρέθηκα ξανά στο σπίτι μου (στο σπήλαιο μου) μαζί με τον άγνωστο φίλο μου. Τι δροσιά Θεέ μου! Αυτό του το βλέμμα, το χαμόγελο με έκαναν να νιώσω το μεγαλείο της αγάπης.
Πονούσε μα δεν βόγκηξε ούτε μια στιγμή. Μόνο συνέχισε να χαμογελά, πόσο μεγαλείο Θεέ μου! Κατάλαβα πως ήθελε νερό, είχα λίγο στο παγούρι μου και του έδωσα να πιει, το υπόλοιπο το ήπια εγώ. Με τράβηξε επάνω του και με φίλησε και στα δύο μάγουλα. Συνέχισε αυτή η σιωπή και ένιωθα να μου σφίγγει όλο και περισσότερο το χέρι, μέχρι που μου προκάλεσε πόνο το σφίξιμο του.
Χαμογέλασε και έκλεισε τα μάτια. Το πρόσωπο του φαινόταν τόσο γαλήνιο που νόμισα πως αποκοιμήθηκε. Δυστυχώς όμως εκείνος έφυγε για πάντα. Πήγε στην άλλη, την αληθινή ζωή. Έκλαψα, έκλαψα για όλα και για όλους Για τη μάνα του, τη μάνα μου, τον πατέρα του και τον πατέρα μου. Για όλα τα παλληκάρια που χάθηκαν στον πόλεμο, τα δέντρα και τα λουλούδια που έκαψε η φωτιά.
Ένιωσα τόσο έντονα τον πόνο που πίστευα πως εκείνη τη στιγμή θα πέθαινα και εγώ. Ήρθε όμως διαταγή υποχώρησης και εγκαταλείψαμε το ύψωμα. Ενώ περπατούσα έκλαιγα και μονολογούσα:
«Άταφα τα παλληκάρια, πόση αδικία Θεέ μου»…
Ένα παράξενο πράγμα, από εκείνη την ημέρα. Αισθανόμουν πάντα κάτι δίπλα μου να με ακολουθεί. Πολλές φορές ένιωθα κάτι να με σπρώχνει ελαφρά και κάποιες άλλες φορές σαν να με αγκαλιάζει κάποιος. Αυτό με κάνει να νιώθω άπειρη γαλήνη και αγάπη.
Ένα βράδυ καθώς κοιμόμουν ήρθε το ξανθό παλληκάρι στον ύπνο μου. Ήταν ντυμένος στα κάτασπρα και μου είπε:
«Τώρα μπόρεσα να έρθω να σε δω, αλλά ήμουν δίπλα σου τις περισσότερες φορές, μέρα και νύχτα». Και εγώ τον ρώτησα: «Πως σε λένε, το όνομα σου;», μου απάντησε «Να με λες Ισμαήλ», τον ρώτησα, «Γιατί να κουράζεσαι για μένα;» και μου απάντησε,
«Όταν χρειάστηκα αγάπη εσύ μου την έδωσες, όταν χρειάστηκα νερό εσύ με ξεδίψασες. Κάηκαν οι ώμοι σου από τον ήλιο όταν έβγαλες το πουκάμισο για να προστατεύσεις εμένα. Έμεινες χωρίς νερό στην μεγάλη πεζοπορία της επιστροφής. Θα είμαι δίπλα σου, σε όλη σου τη ζωή για να σε προστατεύω».
Η υπέρτατη αγάπη συγκινεί τους υπέρτατους νόμους του Μεγάλου Θεού.
Ο Ισμαήλ είναι δίπλα μου σε ότι κακό και αν μου συμβεί και με προειδοποιεί με τον τρόπο που αυτός ξέρει. Το αίσθημα του θανάτου δεν το αισθάνομαι πλέον. Η αγάπη του Ισμαήλ με έκανε ατρόμητο, δε φοβάμαι τίποτα. Δεν υπάρχει θάνατος, μόνο η αιωνιότητα.
Γνωρίζω σίγουρα τώρα, ότι υπάρχει άλλη ζωή και αυτό χάρις τον Ισμαήλ. Από τότε και μέχρι σήμερα μου έχει σώσει τη ζωή πολλές φορές. Με οδηγεί με τόση αγάπη που απέφυγα πολλές κακοτοπιές. Τον ευχαριστώ πολύ και τον αγαπώ μέχρι να έρθει η ώρα να συναντηθούμε, αν με αξιώσει ο Μεγάλος Θεός να είμαστε μαζί. Μετά από αυτό το γεγονός που ζω, τα πάντα για μένα στο σύμπαν είναι η υπέρτατη αγάπη.
Να αγαπούμε τα πάντα, να σώσουμε τη γη που είναι αλληλένδετη με τις ψυχές μας. Έτσι κερδίζεται η αιωνιότητα».
ΠΗΓΗ ant1iwo
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Oσα δημοσιεύματα δεν έχουν την υπογραφή μας αντιπροσωπεύουν την προσωπική γνώμη των συγγραφέων τους και όχι την δική μας.Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις,, ή απειλές.