Η άγνωστη ιστορία των φωτογραφιών που έγιναν σύμβολο του αγώνα των συγγενών αγνοουμένων.
Ο Παύλος Βωνιάτης περιγράφει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εξασφαλίστηκαν οι φωτογραφίες-τεκμήρια, με τον Κορέλλη και τους συντρόφους του. Μιλά για τη σύλληψη του Τούρκου δημοσιογράφου, δύο Τουρκάλων και ενός παιδιού. Στην κατοχή του φωτογράφου υπήρχαν τα φιλμ με τους πέντε Ελληνοκυπρίους, που μέχρι πρόσφατα περιλαμβάνονταν στον κατάλογο των αγνοουμένων. Ο ΠΑΥΛΟΣ ΒΩΝΙΑΤΗΣ Διατηρεί ακόμη και σήμερα την τουρκική σημαία που πήρε από τους Τούρκους που συνέλαβε.
Το σκούρο πράσινο αυτοκίνητο τύπου βαν του τουρκικού στρατού, με την τουρκική σημαία σε ξύλινο ιστό, που ήταν προσδεδεμένος στην καμπίνα, έτρεχε ιλιγγιωδώς στην οδό Ιλαρίωνος στην Ομορφίτα. Οι πολεμικοί ανταποκριτές που επέβαιναν σ’ αυτό είχαν παραδόξως μαζί τους δύο Τουρκάλες και ένα παιδί. Ποιος ξέρει πού πήγαιναν και γιατί έπεσαν στις προκεχωρημένες θέσεις της Εθνοφρουράς στην περιοχή Μπάτα - Ποντικίδη. Οι επιβαίνοντες στο αυτοκίνητο ήταν φανερό ότι δεν γνώριζαν καλά την περιοχή.
Βρισκόμαστε στο απόγευμα της 14η Αυγούστου 1974, γύρω στις 5 και τριάντα με 6 το απόγευμα και ο ήλιος είναι ακόμη ψηλά. Το πρωί, μια τεράστια φάλαγγα τουρκικών αρμάτων μάχης, με σημαιοφόρο το πρώτο, πέρασε 200 μέτρα από τις θέσεις της Εθνοφρουράς με κατεύθυνση την Αμμόχωστο. Ο Παύλος Βωνιάτης θυμάται σε αυτή την τραγική συγκυρία τι έγινε και το αποκαλύπτει στη «Σημερινή» 35 χρόνια μετά. Τόσο καιρό τα είχε όλα καταχωνιασμένα στη μνήμη του, αλλά τώρα, μετά τη φοβερή τεκμηρίωση της εκτέλεσης, θέλησε να μιλήσει εν εκτάσει. Οι λεπτομέρειες, διασταυρωμένες και με άλλους που ήσαν εκεί, πηγάζουν από την αφήγηση του λοχία της ΕΣΑ, ο οποίος ήταν επικεφαλής ενός από τα φυλάκια άμυνας της περιοχής.
Όλοι ήταν μπαρουτοκαπνισμένοι και είχαν υποστεί απώλειες συντρόφων. Ήταν αγριεμένοι στην όψη απ’ ό,τι βάρβαρο γινόταν γύρω τους. Ο Αττίλας ακουγόταν να βρυχάται με ήχους αρμάτων και βαρέα όπλα, και βυσσοδομούσε να κουρσέψει την πατρίδα μας. Η αποστολή των παιδιών αυτών, που υπερασπίζονταν τη συγκεκριμένη περιοχή στην Ομορφίτα για την Κερύνεια δεν έγινε ποτέ και η νεότερη διαταγή ήταν να κρατηθεί έναντι πάσης θυσίας η Λευκωσία. Οι εισβολείς έσφιγγαν πεταλοειδώς τις ελληνοκυπριακές θέσεις και το τουφεκίδι ακουγόταν πυκνό. Από τα χαράματα και οι 12 άντρες του φυλακίου δεν έκλεισαν μάτι. Ζωσμένοι τα ελαφρά τους όπλα, που ήταν τυφέκια νούμερο 4 και το ένα και μοναδικό Καλάσνικοφ, περίμεναν. Ένα πολυβόλο στο διπλανό φυλάκιο ήταν η μεγάλη ισχύς πυρός της περιοχής. Ο πολυβολητής δεν άντεξε στη θέα των αρμάτων του εισβολέα, που πήγαιναν το ένα μετά το άλλο εν πομπή προς τη Λεωφόρο που οδηγούσε στην Αμμόχωστο και άδειασε τη σφαιροθήκη προς τον ανοικτό πυργίσκο άρματος.
Τα άρματα κοντοστάθηκαν, η μακριά κάννη του πυροβόλου του άρματος που βλήθηκε με σφαίρες γύρισε προς το φυλάκιο και ξέρασε φωτιά προς τις θέσεις των αμυνομένων. Ένα παλιό γκαράζ δίπλα από τις θέσεις μάχης του φυλακίου της Εθνοφρουράς άνοιξε μια μεγάλη τρύπα και οι καπνοί έζωσαν τους αμυνόμενους. Τα άρματα δεν λοξοδρόμησαν από την προέλασή τους και συνέχισαν. Δεν υπήρχαν αντιαρματικά για να τα σταματήσουν οι εθνοφρουροί, ούτε ισχυρές δυνάμεις πυροβολικού στην περιοχή, για να κάνουν φράγμα πυρός. Σε αυτό το κλίμα η μέρα προχώρησε και το μεσημέρι ήρθε η πληροφορία ότι ελληνικά μαχητικά αεροσκάφη θα έκαναν την εμφάνισή τους. Κλήθηκαν οι επικεφαλής να εφοδιαστούν με φωτοβολίδες, για να τους δείξουν τις θέσεις τους.
Το στράτευμα αναθάρρυσε, η μητέρα πατρίδα, έστω και με μεγάλη καθυστέρηση, θα έκανε την εμφάνισή της για να βοηθήσει την αιμάσσουσα Κύπρο. Αυτό βέβαια δεν έγινε ποτέ και ίσως η εντολή που διεδόθη σε όλο το μέτωπο να ήταν μόνο μια διασπορά πληροφορίας για λόγους ανύψωσης ηθικού. Ήταν η ίδια πληροφορία που δόθηκε σε πολλές πλευρές του μετώπου, μέχρι ακόμη και τις ακτές των Πανάγρων, όπου οι δυνάμεις της Εθνοφρουράς έδιναν τον υπέρ πάντων αγώνα, μπροστά σε συντριπτικά υπέρτερες δυνάμεις του εχθρού.
Σε αυτό το κλίμα κύλησε η μέρα στην περιοχή Μπάτα - Ποντικίδη, με σποραδικές ανταλλαγές πυρών και αναμονή ελληνικών αεροπλάνων, για να βομβαρδίσουν τις τουρκικές προκεχωρημένες θέσεις. Είχε προηγηθεί αντεπίθεση των λειψών δυνάμεων της Εθνοφρουράς και ανακατάληψη τμήματος της λεωφόρου Ιλαρίωνος στην Ομορφίτα. Ένα μέρος του δρόμου είχε επανέλθει στον έλεγχο των κυπριακών δυνάμεων. Σε χρόνο ρεκόρ στήθηκαν φυλάκια από σακιά με άμμο. Τα παράθυρα των σπιτιών έγιναν πολεμίστρες και οι εθνοφρουροί, σε συνεχή εγρήγορση, προφύλασσαν όσο μπορούσαν τα άγια χώματα της πατρίδας. Στ’ αφτιά των παιδιών της Κύπρου ηχούσαν οι ήττες στην Κερύνεια αλλά και κάποιες επιτυχίες της Εθνοφρουράς, που προσπαθούσε απεγνωσμένα σε πολλά μέτωπα να συγκρατήσει τους εισβολείς.
Εκατόμβες τα θύματα και τα νοσοκομεία ήταν γεμάτα νεκρούς και τραυματίες.
Το αυτοκίνητο με τη σημαία
Σε αυτό το κλίμα, όταν ο ήλιος άρχισε να γέρνει προς τη δύση του, ένα αυτοκίνητο βαν, σε πράσινο σκούρο χρώμα, πέρασε βιαστικά τρία φυλάκια της Εθνοφρουράς στη Λεωφόρο Ιλαρίωνος, κατευθυνόμενο προς την καρδιά της Ομορφίτας. Η τουρκική σημαία που ανέμιζε στην καμπίνα του προκάλεσε συναγερμό στους αμυνομένους και το κροτάλισμα των όπλων ξέρασε θάνατο. Ο οδηγός του αυτοκινήτου έπεσε πάραυτα νεκρός και το όχημα ακινητοποιήθηκε μεταξύ των ελληνικών και των τουρκικών θέσεων. Από το κοντινότερο τουρκικό φυλάκιο άρχισαν να βάλλουν με καταιγιστικά πυρά. Σε αυτή τη φάση και σε δευτερόλεπτα ο επικεφαλής λοχίας Παύλος Βωνιάτης είδε τον Τούρκο δημοσιογράφο Κουούξεβερ να βγαίνει χωλαίνοντας από το αυτοκίνητο και να προσπαθεί να σηκώσει τα χέρια του για να παραδοθεί. Δεν μπορούσε, όμως, γιατί ο ώμος του είχε γίνει θρύψαλα από τις σφαίρες.
Η ριπές του είχαν θερίσει και τη σάρκα και φαινόταν το κόκαλο να αιμορραγεί. Στο άλλο του χέρι είχε κρεμασμένη με ιμάντα μια μεγάλη φωτογραφρική μηχανή. Ο λοχίας του φώναξε στα Αγγλικά να περπατήσει προς τις ελληνικές θέσεις και να παραδοθεί. Την ίδια στιγμή ακούγονταν μέσα από τα αυτοκίνητο σπαρακτικές στριγγλιές γυναικών. Σε λίγο, ανεμίζοντας λευκά μαντίλια, πλησίασαν και δύο Τουρκάλες με φερετζέ και ένα παιδί, που ο λοχίας δεν θυμάται αν ήταν κορίτσι ή αγόρι. Ο τραυματισμένος Τούρκος δημοσιογράφος, οι δύο Τουρκάλες η μια φαινόταν έγκυος- και το παιδί έτρεμαν κάτωχροι από το φόβο τους. Εδώ ακριβώς λειτούργησε και η ανθρωπιά του Ελληνοκύπριου στρατιώτη.«Οι Έλληνες δεν σκοτώνουν αμάχους»
Μιλώντας στα Αγγλικά, ο Παύλος Βωνιάτης είπε στο δημοσιογράφο να πει στις γυναίκες να μην ολοφύρονται, γιατί δεν πρόκειται να τις σκοτώσουν ή να τις πειράξουν.
Θυμάται ο Παύλος που είπε χαρακτηριστικά στον Τούρκο πολεμικό ανταποκριτή ότι οι Έλληνες στρατιώτες δεν σκοτώνουν αμάχους και αιχμαλώτους που τους έχουν ακινητοποιήσει, και δεν είναι πια απειλή. Στην πρόχειρη ανάκριση, ο επιζήσας ανταποκριτής απεκάλυψε ότι συνόδευε τον τουρκικό στρατό ως πολεμικός ανταποκριτής και έπαιρνε εικόνες από το πεδίο της μάχης. Ο συνάδελφός του ήταν ήδη νεκρός στο πράσινο αυτοκίνητο. Ο συλληφθείς είπε, ακόμη, ότι πίστευε ότι όλος ο δρόμος ήταν ελεύθερος και έτρεχαν για να πάνε στην τουρκοκυπριακή συνοικία της Λευκωσίας, μετά από διαταγή κάποιου Τούρκου αξιωματικού.
Οι γυναίκες και το παιδί ίσως να ήταν μέλη οικογένειας αξιωματικού ή αξιωματικών, και τους πήγαιναν σε ασφαλές μέρος.
Οι τελευταίες τραγικές στιγμές των «πέντε»
Ήταν 14 Αυγούστου το απόγευμα, λίγο πριν από τη σύλληψη των Τούρκων, όταν ο ίδιος πολεμικός ανταποκριτής είχε πάρει τη φωτογραφία-ντοκουμέντο, με τους πέντε στρατιώτες μας στο Τζιάος να έχουν συλληφθεί από την ομάδα του άρματος Μερίτ. Οι εισβολείς έκαναν το θέατρό τους, πρόσφεραν στους άντρες του λοχία Κορέλλη τσιγάρο και ακολούθως τους ανέβασαν με δεμένα μάτια σε φορτηγάκι, τους πήραν λίγα μέτρα παρακάτω, και τους εκτέλεσαν δίπλα από πηγάδι. Δεν ήθελαν να κουραστούν και να μεταφέρουν τις σορούς τους, κι έτσι τους πήγαν με το αυτοκίνητο του στρατού μαζί με άλλους αιχμαλώτους.
Τα είδε όλα αυτά ή μέρος από αυτά ο Κουούξεβερ. Θυμόταν, ακόμη, και το δεκανέα από τη Σαμψούντα τον Μεχμέτ, τον οποίο γνώριζε από την Τουρκία. Ήταν ο δεκανέας αυτός που πρόσφερε τσιγάρο σε κάποια από τα θύματα. Θυμάται το γοερό κλάμα του 18χρονου Φίλιππου Χαζηκυριάκου, που είχε καταλάβει ότι πλησίαζε η εκτέλεση όλων και ξέσπασε σε λυγμούς. Ο επικεφαλής της ομάδας λοχίας Αντωνάκης Κορέλλης, ο Πανίκος Νικολάου, ο Χριστόφορος Σκορδής, ο Ιωάννης Παπαγιάννης και ο Φίλιππος Χατζηκυριάκου ήταν μέλη μιας μικρής ομάδας στρατιωτών, που έμειναν για να φυλάνε την πρόσβαση προς την Αμμόχωστο. Ως πρόβατα επι σφαγή εγκατελείφθησαν από τους ανωτέρους τους χωρίς υποστήριξη και σχέδιο δράσης, όταν θα έρχονταν αντιμέτωποι με συντριπτικά υπέρτερες δυνάμεις του εισβολέα. Ο λοχαγός τους έκανε ό,τι μπορούσε για να τους σώσει, όμως οι ερπύστριες των τανκς τρέχουν πιο γρήγορα από τα ανθρώπινα πόδια. Τους κύκλωσαν, χωρίς να μπορέσουν να αντιδράσουν στη θέση μάχης που είχαν στο ξέφωτο μεταξύ Τζιάους και Κυθρέας.
Η υπόλοιπη ομάδα τους πρόλαβε και ανέβηκε λίγο ψηλότερα. Οι δικοί μας άνθρωποι, τα παιδιά της Κύπρου, εκτελέστηκαν από τον τουρκικό στρατό κατοχής και από Τουρκοκυπρίους, που συνόδευαν το στρατό στις εκκαθαρίσεις του. Εκτελέστηκαν με τον πιο ελεεινό και βάρβαρο τρόπο. Αυτό ξέπασε και αποκάλυψε στη «Μιλιέτ» λίγο χρόνο μετά ο Κουούξεβερ. «Έπνιξαν» την οργή και σεβάστηκαν τους αιχμαλώτους Προβάλλει το ερώτημα γιατί το αποκάλυψε και σε αυτό το σημείο η μαρτυρία του Παύλου Βωνιάτη είναι καθοριστική. Οι συλληφθέντες έτυχαν από τους στρατιώτες μας πολύ ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Παρά το μίσος που ξεχείλιζε, παρά τις οδύνες που επεσώρευσε στην Κύπρο η τουρκική εισβολή, παρά το δέος που υπήρχε, κυριάρχησαν οι ελληνοχριστιανικές αξίες στις πιο ανύποπτες ώρες. Στις γυναίκες προσφέρθηκε κρύο νερό από ψυγειάκι που είχαν οι στρατιώτες. Ο σοβαρά τραυματισμένος πολεμικός ανταποκριτής, οι γυναίκες και το παιδί μεταφέρθηκαν στο Γενικό Νοσοκομείο, όπου και εκεί έτυχαν ανθρωπιστικής συμπεριφοράς και περίθαλψης. Ακολούθως παρεδόθησαν στα Ηνωμένα Έθνη και με το πέρας του πολέμου γύρισαν όλοι πίσω στην Τουρκία. Ο Κουούξεβερ δεν μπορούσε να μην εκτιμήσει αυτή τη στάση. Ήταν μέρος της εισβολής ο ίδιος και οι Κύπριοι τού χάρισαν τη ζωή. Ο ίδιος είδε ελεεινές εκτελέσεις Κυπρίων από το νατοϊκό στρατό της χώρας του και ο ίδιος αφέθηκε να ζήσει. Ζει ακόμη και είναι μια ζωντανή μαρτυρία για το τι έκανε ο στρατός της χώρας του στα δικά μας παιδιά. Αυτόν τον άνθρωπο με τη λευκή επιδερμίδα, τη σχετικά αδύνατη σιλουέτα και τα σπαστά ημίξανθα μαλλιά τον χρειάζεται η Κύπρος, για να μαρτυρήσει για τα εγκλήματα του στρατού της χώρας του. Αυτόν τον άνθρωπο τον καλούμε να έρθει στα ελεύθερα εδάφη και να μιλήσει. Δεν τον πείραξαν τότε οι στρατιώτες μας, δεν θα τον πειράξει και τώρα κανείς. Θέλουμε τη μαρτυρία του, για να μάθουμε πώς συμπεριφέρθηκαν μέχρι την τελευταία στιγμή στα παιδιά μας. Στα παιδιά της Κύπρου.
Οι κραυγές τους τρυπούν τα αφτιά μας. Οι κτύποι της καρδιά τους, όταν άκουγαν να εκτελούνται οι συγκρατούμενοί τους δίπλα τους, είναι και κτύποι της δικής μας καρδιάς. Δεν νιώθουμε φόβο. Ένα απέραντο γιατί εκπέμπεται προς τον πολιτισμένο κόσμο, γιατί κλείνει τα μάτια σε αυτό που έγινε στην πατρίδα μας. Από πού κι ώς πού η Τουρκία να εκτελεί τα παιδιά μας στα χώματά μας. Οι δύο συμπεριφορές μιλούν από μόνες τους. Εκείνοι προχώρησαν σε εκτελέσεις και οι δικοί μας στρατιώτες περιέθαλψαν τους αιχμαλώτους. Το ίδιο έγινε στη Λεύκα, στην Ελιά, στα Καζιβερά και αλλού όπου συνελήφθησαν χιλιάδες Τουρκοκύπριοι αιχμάλωτοι. Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, ο ελληνικός πολιτισμός κατηύθυνε τη συμπεριφορά των Κυπρίων στρατιωτών. Η βαρβαρότητα του Αττίλα δεν ήταν, όμως, η εξαίρεση αλλά ο κανόνας. Εφάρμοζαν σχέδιο εθνικού ξεκαθαρίσματος. Προχωρούσαν και σκότωναν συνειδητά. Η υφαρπαγή του χάρτη που έσωσε ζωές Έρποντας από την πλευρά που υπήρχε κάλυψη, ο λοχίας Παύλος Βωνιάτης πήγε μια περίπου ώρα μετά το γάζωμα και σταμάτημα του αυτοκινήτου, για να ελέγξει για την τύχη του οδηγού. Από μακριά φαινόταν να κινείται ενώ, όπως αποδείχθηκε, ήταν απλώς μια εντύπωση.
Οι στρατιώτες φοβούνταν ότι ένας σοβαρά τραυματισμένος μπορούσε να αποτελέσει απειλή, αν έκανε χρήση χειροβομβίδας. Στο αυτοκίνητο υπήρχαν χρησιμοποιημένα βλήματα πυροβόλων από την επιχείρηση του τουρκικού στρατού. Σε ένα κασόνι υπήρχαν έγγραφα και ένας χάρτης με σημαδεμένη με κόκκινο μελάνι τη διαδρομή προς Αμμόχωστο. Η γραμμή κατοχής υπήρχε στο χάρτη πριν καλά - καλά αυτή συγκροτηθεί επί του εδάφους. Στην Αμμόχωστο η γραμμή, όπως θυμάται καλά ο Παύλος, έγερνε από τα τείχη προς το λιμάνι. Ήταν ένας χάρτης λεπτομέρειας με τείχη, εκκλησίες και δρόμους. Από αυτό ακριβώς φαίνεται ότι η Αμμόχωστος ήταν εκτός σχεδίων.
Βιαστικά ο Παύλος πήρε το χάρτη και τη σημαία ως λάφυρο, κι έφυγε έρποντας. Οι φωτογραφικές και ο χάρτης, με παραίνεση του λοχαγού, παραδόθηκαν στο ΓΕΕΦ το βράδυ της 14ης Αυγούστου. Αυτός ο χάρτης βοήθησε στη συγκρότηση των γραμμών άμυνας και έτσι σώθηκαν ζωές Ελληνοκυπρίων και Ελλήνων. Η τουρκική σημαία από καλό λινό είναι αυτή που φύλαγε ο Παύλος Βωνιάτης για 35 ακριβώς χρόνια. Λείπει μια στενή λωρίδα της, που κόπηκε κομματάκια για να δοθεί στον κάθε στρατιώτη του φυλακίου της Ιλαρίωνος, με την υπογραφή του επικεφαλής της ομάδας. Η σημαία είναι τεκμήριο, μέρος της ιστορίας της αιματηρής εκείνης μέρας. Ενώ είχε προηγηθεί μακελειό στην Κυθρέα και τα άψυχα κουφάρια των παιδιών μας βρίσκονταν στο πηγάδι στο Τζιάος, ο πολεμικός ανταποκριτής και οι Τουρκάλες συνοδοί του απολάμβαναν ανθρωπιστικής συμπεριφοράς από την κυπρική Εθνοφρουρά.
ΠΗΓΗ:ellas2.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Oσα δημοσιεύματα δεν έχουν την υπογραφή μας αντιπροσωπεύουν την προσωπική γνώμη των συγγραφέων τους και όχι την δική μας.Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις,, ή απειλές.