*Η απόβαση στο Πέντε Μίλι, που στην πραγματικότητα ήταν αποβίβαση, εξαιτίας της ανεπάρκειας της στρατιωτικής ηγεσίας.
Γράφει ο Αντιστράτηγος ε.α Κωνσταντίνος Πατιαλιάκας
Το πραξικόπημα ανατροπής του Προέδρου της Κυπριακής
Δημοκρατίας Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ στις 15 Ιουλίου 1974 ήταν η αφορμή
για την στρατιωτική εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου
1974.
Επικαλούμενη το άρθρο 4 της Συνθήκης Εγγυήσεως, η
Τουρκία εισέβαλε στη νήσο (Σχέδιο «Αττίλας Ι») , με σκοπό την
αποκατάσταση, όπως ισχυρίζονταν , της συνταγματικής τάξης και την
προστασία των Τουρκοκυπρίων.
Η πρώτη φάση της Τουρκικής εισβολής στην
Κύπρο έληξε στις 22 Ιουλίου 1974 με την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας
του ΟΗΕ, που προέβλεπε την άμεση κατάπαυση του πυρός και τον τερματισμό
της στρατιωτικής επέμβασης στο νησί. Στις 14 Αυγούστου 1974, μετά την
αποτυχία της ειρηνευτικής διάσκεψης της Γενεύης, η Τουρκία έβαλε σε
εφαρμογή το Σχέδιο «Αττίλας ΙΙ».
Σε διάστημα τριών ημερών, οι Τουρκικές
δυνάμεις, ενισχυμένες με εκατοντάδες άρματα μάχης και με την ισχυρή
υποστήριξη δυνάμεων αεροπορίας και μονάδων πυροβολικού, προέλασαν σε
βάθος 40 χιλιομέτρων Δυτικά και 60 χιλιομέτρων Ανατολικά,
καταλαμβάνοντας μέχρι το απόγευμα της 16ης Αυγούστου το 37% του
Κυπριακού εδάφους και εκτοπίζοντας 200.000 Ελληνοκυπρίους, σχεδόν το 40%
του συνολικού πληθυσμού, με τη βία από τις πατρογονικές τους εστίες, οι
οποίοι αναγκάσθηκαν να καταφύγουν ως πρόσφυγες στο ελεύθερο νότιο τμήμα
του νησιού.
Από τον εκδοθέντα τόμο «Μνήμες Πολέμου 1897-1974, Οι
αγώνες του Ελληνικού Έθνους, μέσα από προσωπικές μαρτυρίες» της
Διεύθυνσης Ιστορίας του Γενικού Επιτελείου Στρατού, σταχυολογούμε και
παρουσιάζουμε τις ακόλουθες μαρτυρίες:
1. Λευκωσία, Στρατόπεδο ΡΙΚ/ΓΕΕΦ, 20 Ιουλίου 1974.
«Μέσα στον αλαλαγμό, στη βιασύνη και στον πανικό, δεν
υπήρξε σκέψη για επιστράτευση. Η επιστράτευση χρειάζεται χρόνο και
ασφάλεια. Εμάς, μας έλειπαν και τα δύο. Έπρεπε να φύγουμε για τις
πολεμικές μας θέσεις το συντομότερο δυνατόν, ενώ οι αποθήκες και τα
βιβλία επιστρατεύσεως βρίσκονταν στο Στρατόπεδό μας στην Αθαλάσσα.
Μολαταύτα ήταν συγκινητική η αυθόρμητη προσέλευση λιγοστών εφέδρων
καταδρομέων της Μοίρας, οι οποίοι μας ενίσχυσαν σημαντικά».
«Κύριοι, πάτε για ύπνο» του Στρατηγού Ελευθερίου
Σταμάτη.
*Μνημείο πεσόντων στην Αθαλάσσα
2. Στρατόπεδο Αθαλάσσας, 20 Ιουλίου 1974.
«Ξημέρωμα. Αεροπορική προσβολή με βόμβες Ναπάλμ στο
Στρατόπεδο της Αθαλάσσας. Μετά το σήμα συναγερμού, που λήφθηκε στις
04.00 η ώρα αρχίσαμε να φορτώνουμε πυρομαχικά πυροβολικού από τις
αποθήκες. Ένα-ένα Βed-Ford, που ετοιμαζόταν κοτσάριζε το πυροβόλο και
έφευγε για το χώρο διασποράς. Το όχημα με οδηγό τον Εθνοφρουρό Κωσταρά
ήταν το πρώτο που ετοιμάστηκε και κινήθηκε προς την πύλη του
Στρατοπέδου. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ακούστηκαν αεροσκάφη να ίπτανται
πάνω μας. Ακολούθησε ένας εκκωφαντικός θόρυβος, που μας ανάγκασε να
πεταχτούμε έξω από τις αποθήκες πυρομαχικών και να καλυφθούμε με
οποιονδήποτε τρόπο. Το τουρκικό F-104 βυθίστηκε τόσο πολύ, που για μια
στιγμή νόμισα ότι θα πέσει πάνω στο όχημα του Κωσταρά.
Η βόμβα που έριξε
ήταν Ναπάλμ. Μόλις σταμάτησε η επιδρομή έτρεξα προς το ρυμουλκό
Bed-Ford που καιγόταν. Πρώτο μέλημα ήταν να απεγκλωβίσουμε τον οδηγό και
τον συνοδηγό του οχήματος, πριν αρχίσουν να εκρήγνυνται τα 100 περίπου
βλήματα του πυροβολικού, που ήταν φορτωμένα στο πήγμα του οχήματος. Όλος
ο τόπος μύριζε πίσσα και πετρέλαιο, μια πύρινη γλώσσα κάλυπτε μια
αρκετά μεγάλη έκταση, σκορπίζοντας την καταστροφή και τον όλεθρο.
Το
μεγάλο σοκ ήταν όταν αντίκρισα τον Κωσταρά πλήρως απανθρακωμένο στη θέση
του οδηγού. Δεν είχε ξεψυχήσει ακόμα, το θέαμα ήταν τρομακτικό. Όλο το
σώμα του ήταν καμένο και σ' ορισμένα σημεία φαίνονταν τα κόκαλα. Ήταν ο
πρώτος νεκρός που αντίκριζα, αισθάνθηκα έναν κόμπο στο λαιμό και ένα
πόνο στο στομάχι. Διέταξα γρήγορα να τον μεταφέρουν στο ιατρείο, αν και
ήταν ήδη αργά, το παλικάρι υπέκυψε στα τραύματά του. Εκείνη τη στιγμή
διερωτήθηκα: «Χριστέ μου, έτσι είναι ο πόλεμος;».
Μαρτυρία Υποστρατήγου ε.α. Ιωάννη Στρούζα, τότε
Υπολοχαγού.
*Ο αντισυνταγματάρχης Ανδρέας Μουζάκης
3. Αμμόχωστος, 20 Ιουλίου 1974.
«Ο Μουζάκης εχώρισε τους μέλλοντες να επιτεθούν εις δύο
ομάδας, ανέθεσε δε εις εμέ την διοίκησιν μιας ομάδος. Προωθούμεθα δια
του «πυρ και κίνησις» και το ένα μετά το άλλο τα εχθρικά φυλάκια
κατελαμβάνοντο. Εις μίαν στιγμήν και ενώ ακριβώς μου έδιδεν εντολήν
κινήσεως, έπεσε πληγείς καιρίως υπό σφαίρας. «Τα παιδιά μου...τα παιδιά
μου... πεθαίνω...ζήτω η Ένωσις», τον άκουσα να ψιθυρίζη ο ηρωϊκός
ταγματάρχης. Δεν είναι σκόπιμος ωραιοποίησις ενός θανάτου. Άκουσα
πεντακάθαρα τα τελευταία λόγια του. Ο θάνατος του ταγματάρχου, ο οποίος
αγωνιζόμενος έπεσεν εις την πρώτην γραμμήν του πυρός, μας ώπλισεν με
δύναμιν και πάθος δια εκδίκησιν. Εντός ολίγου η ελληνική σημαία
αντικατέστησε την τουρκικήν εις το υψηλότερον σημείον του τουρκικού
Λυκείου».
Αφήγηση Ανθυπολοχαγού Αντων. Γεωρκάτζη στο «Πεθαίνοντας
στην Κύπρο» του Σπύρου Παπαγεωργίου.
*Από τους τουρκικούς βομβαρδισμούς της Λευκωσίας
4. Λευκωσία, στρατόπεδο ΕΛ.ΔΥ.Κ., 20 Ιουλίου 1974.
«Μέσα σ' αυτή τη χρονική στιγμή χιλιάδες συναισθήματα
σαν ταινία μέσα στη ψυχή μας, φόβος, αγωνία, άγχος, υπερδιέγερση. Η
υπερκόπωση από τις προηγούμενες μέρες έφυγε και σαν λιοντάρια, που
χτυπιούνται ύπουλα, αγριέψαμε. Το κατεστραμμένο σχεδόν στρατόπεδο, ο
εχθρός, που είχαμε πλέον απέναντι, αλλά και στον ουρανό, και μας
χτυπούσε ύπουλα με τόσο μεγάλες βόμβες, ναι μεν έκανε τον καθένα από μας
να φοβάται για τη ζωή του, αλλά ξεσκέπασε και τα γονίδια των προγόνων
μας. Μεταμορφωθήκαμε σε πληγωμένα λιοντάρια. Ακούγαμε τις διαταγές των
αξιωματικών και υπαξιωματικών, βοηθούσαμε ο ένας τον άλλο».
«Οι άγνωστοι στρατιώτες της ΕΛ.ΔΥ.Κ.» του Αθανασίου
Χρυσάφη.
*Από ακώλυτη αποβίβαση των Τούρκων στο Πέντε Μίλι
5. Πέντε Μίλι Κυρήνειας, 20 Ιουλίου 1974.
«Στον χώρο της αποβάσεως, στο Πεντεμίλι της Κυρήνειας,
εκτός από την συμμετοχή των Ελλήνων Αξιωματικών στην άμυνα έδρασαν και
οι άνδρες της ΕΛ.ΔΥ.Κ.
Ο Κύπριος ανθυπολοχαγός Ανδρέας Φράγκου αφηγείται
τα ακόλουθα: «Εις το τμήμα μας επικρατούσε χάος. Παραμείναμε
ταμπουρωμένοι σε διάφορες περιοχές και βλέπαμε από απόσταση 100 μέτρων
στρατιώτες να κινούνται, χωρίς να γνωρίζουμε αν ήταν δικοί μας ή
Τούρκοι. Και χωρίς να είμαστε σίγουροι δεν μπορούσαμε, βέβαια να
πυροβολούμε. Στις 4.30 του Σαββάτου πλησίασαν τρία δικά μας άρματα, των
οποίων ηγείτο κάποιος υπολοχαγός της ΕΛ.ΔΥ.Κ.
Την ώρα που περνούσαν από
κοντά μας, ο υπολοχαγός μας φώναξε: «Μη φοβάστε παιδιά. Θα τους ρίξουμε
στη θάλασσα τους παλιότουρκους». Δεν τους ξαναείδαμε. Λίγο πιο κάτω τους
κτύπησαν τα τουρκικά αεροπλάνα...».
*Δεξιά, το ύψωμα Κοτζά Καγιά στο όρος Πενταδάκτυλο
«Πεθαίνοντας στην Κύπρο» του Σπύρου Παπαγεωργίου.
6. Ύψωμα Κοτζά Καγιά του Πενταδάκτυλου, νύχτα 20 προς 21 Ιουλίου 1974.
«Προχωρούμε με προφύλαξη και αφού φθάνουμε σχεδόν στην
κορυφή μένουμε στο αντέρεισμα που είναι οι Τούρκοι. Ολόκληρη η πλευρά
είναι γεμάτη πολυβολεία και χαρακώματα. Ο λοχαγός διατάζει να γίνει
αιφνιδιαστική επίθεση, γιατί κάθε φυλάκιο είχε τουλάχιστον 5 άνδρες.
Ετοιμαστήκαμε και μόλις ο λοχαγός φώναξε «έφοδο», ορμήσαμε προς τα
πολυβολεία, πυροβολώντας στις θυρίδες, ρίχνοντας χειροβομβίδες και
φωνάζοντας «αέρα».
Οι Τούρκοι άρχισαν να βγαίνουν από τα πολυβολεία
τρέχοντας δεξιά και αριστερά σαν τα ποντίκια που τρέχουν στις φάκες.
Άλλοι πετάνε τα όπλα τους και άλλοι φωνάζουν ότι θέλουν να παραδοθούν.
Το ύψωμα Κοτζάκαγια είχε πια καταληφθή. Όλος ο λόχος κάνει μια γενική
εκκαθάριση στα πολυβολεία και στα χαρακώματα και παίρνουμε θέση μάχης.
Ποτέ όλοι μαζί δεν έχουμε νιώσει τόση χαρά, όσο αυτή τη στιγμή, που
έχουμε καταλάβει το ύψωμα, χωρίς ένα δικό μας θύμα».
Από το ημερολόγιο του Καταδρομέα Λοχία Γιάννη Στεφάνου.
*Ο υπολοχαγός Σταύρος Μπένος
7. Μάλεμε, 21 Ιουλίου 1974.
«Στις μονάδες των καταδρομών επικρατούσε μια
διαφορετική, από το υπόλοιπο στράτευμα των πεζών, νοοτροπία, που ήθελε
τον επικεφαλής [ηγέτη] να είναι τόσο πολύ κοντά στους στρατιώτες του,
όσο μια μάνα με το γιο της.
Ο καταδρομέας δεν πολεμά για την πατρίδα και
τα ιδανικά της έτσι απλά, αλλά για την πατρίδα και τα ιδανικά που
εκπροσωπεί ο αρχηγός του. Αυτή τη νοοτροπία την ήξερε πολύ καλά ο
υπολοχαγός Σταύρος Μπένος σαν γύρισε κοντά στους άνδρες του και άρχισε
να αδειάζει το φόρτο του «σακίδιο» από περιττά, όπως ήταν η αλλαξιά και
οι κονσέρβες, γεμίζοντας το με 13 χειροβομβίδες και 300 σφαίρες για το
πιστόλι και το αυτόματο όπλο του.
«Την τροφοδοσία μας θα την αναλάβει το
Γενικό Επιτελείο της Εθνοφρουράς της Κύπρου [ ΓΕΕΦ ]», είπε καθώς
γέμιζε το φόρτο του με τα πυρομαχικά. Στη στιγμή τον μιμήθηκαν και οι 30
καταδρομείς της διμοιρίας του, ενώ τα γέλια και ο ενθουσιασμός που
επικρατούσαν σ' ολόκληρο το στρατόπεδο ήταν κάτι το μοναδικό για τα
δεδομένα του στρατού».
«Οι πολεμιστές του ουρανού», Κύπρος 1974 του Ιωάννη Δ.
Κακολύρη.
*Το τουρκικό αντιτορπιλλικό "Κοτζάτεπε" σε καρτ ποστάλ με ιδιόχειρη
σημείωση του κυβερνήτη του Γκιουβέν ΄Ερκαγια.
8. Θαλάσσια περιοχή Δυτικά της Κύπρου, 21 Ιουλίου 1974.
"Πριν περάσουν 3-4 λεπτά άρχισε μια νέα επίθεση. Τώρα
ήταν πιο έντονη. Δύο ρουκέτες (Σ.Σ. τουρκικές) κατέστρεψαν τα ραντάρ και
τον ασύρματο του «Κοτζάτεπε» (τουρκικό αντιτορπιλλικό). Όλο το πλήρωμα
είχε μπει μέσα στο σκάφος και μόνο οι χειριστές των πυροβόλων βρίσκονταν
έξω. Το ραντάρ του «Αντάτεπε» είχε κτυπηθεί. Το «Τσακμάκ» είχε μικρές
ζημιές. Αμέσως άρχισαν να απομακρύνονται προς βορρά. Το «Κοτζάτεπε»
έπρεπε να τους ακολουθήσει, αλλά αυτό ήταν αδύνατον.
Μια ρουκέτα που
είχε πέσει από τον εξαεριστήρα είχε καταστρέψει το μηχανοστάσιο. Στο
«Αντάτεπε» έφθασε η πρώτη αναφορά από το «Κοτζάτεπε». Η αίθουσα
επιχειρήσεων, το ραντάρ και ορισμένοι ασύρματοι είχαν καταστραφεί.
Οι
επιθέσεις συνεχίζονταν με διαλείμματα 3 ή 4 λεπτών. Το ένα σμήνος έφευγε
και ακολουθούσε το άλλο. Δέκα λεπτά μετά την έναρξη της επιθέσεως το
πυροβόλο της πλώρης δέχτηκε ένα σοβαρό πλήγμα. Από εκείνη τη στιγμή το
«Κοτζάτεπε» έμοιαζε με πληγωμένο θηρίο. Ήταν πια ανυπεράσπιστο σ' όλες
τις επόμενες επιθέσεις και χωρίς να έχει τη δυνατότητα να κινηθεί. Στη
διάρκεια των επιθέσεων που κράτησαν μισή ώρα, είχε δεχτεί δύο πλήγματα,
που στάθηκαν αποφασιστικά. Τα αεριωθούμενα, που αντιλήφθηκαν ότι το
«Κοτζάτεπε» ήταν βαριά χτυπημένο, εγκατέλειψαν τα άλλα δύο πολεμικά, που
εξακολουθούσαν να αποσύρονται προς βορρά, και συνέχιζαν να το
βομβαρδίζουν επίμονα. Μέσα στο πλοίο γινόταν χαλασμός. Έπεσαν ακόμη δύο
ρουκέτες και άρχισε η πυρκαγιά".
«Απόφαση-Απόβαση» του Τούρκου δημοσιογράφου Μεχμέτ Αλή
Μπιράντ.
*Ο Αθανάσιος Ζαφειρίου εναποθέτει λουλούδια στους τάφους των πεσόντων
9. Αεροδρόμιο Λευκωσίας, νύκτα 21 προς 22 Ιουλίου 1974.
«Ξαφνικά μας κτύπησε αντιαεροπορικό. Θα ήταν μεσάνυκτα.
Πρώτα νιώσαμε ένα συγκλονιστικό τράνταγμα και το αεροσκάφος άρχισε να
παλαντζάρη. Πριν καταλάβουμε τι έγινε άρχισαν να το τυλίγουν οι φλόγες.
Κοίταξα το πάτωμα. Ήταν διάτρητο! Μας είχε πετύχει και μάλιστα καίρια.
Είχα ακουμπήσει τα πόδια μου πάνω σε κάτι ξύλινα κιβώτια, που περιείχαν
πυρομαχικά. Τα είδα να παίρνουν φωτιά. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα ότι όλα
τελείωσαν...
Δίπλα μου οι περισσότεροι συνάδελφοι, κτυπημένοι από τα
βλήματα βογγούσαν. Εν τω μεταξύ η φωτιά μεγάλωνε. Η φόρμα παραλλαγής που
φορούσα είχε ήδη ανάψει. Πάνω από το κεφάλι μου μια εστία φωτιάς μου
έκαιγε τα μαλλιά. Κτυπούσα το ένα χέρι μου με το άλλο προσπαθώντας να
σβήσω τη φωτιά που με έκαιγε. Και το αεροσκάφος ήταν φανερό ότι είχε
μείνει ακυβέρνητο. Σηκώθηκα όρθιος, γιατί το κάθισμα που καθόμουν είχε
πάρει φωτιά.
Ξανάπεσα, όμως, γιατί το αεροσκάφος πήγαινε σαν τρελό...Δεν
ξέρω πως μου ήρθε εκείνη τη στιγμή και με όσες δυνάμεις μου έμειναν,
σύρθηκα μέχρι την πόρτα εξόδου του αεροσκάφους. Ίσως να ήταν και
κτυπημένη. Πάντως βρήκα τη δύναμη και την άνοιξα. Το επόμενο
δευτερόλεπτο βρέθηκα στο κενό. 165 μέτρα πιο πέρα το αεροσκάφος
καρφώθηκε στη γη μαζί με τους 32 συντρόφους μου, μα εγώ δε το είδα».
Αφήγηση του μοναδικού διασωθέντος από την κατάρριψη του
αεροσκάφους Καταδρομέα Αθανασίου Ζαφειρίου.
*Αιχμάλωτοι των Τούρκων
10. Αγύρτα, Βόρεια Λευκωσίας, 22 Ιουλίου 1974.
«Μετά την αιχμαλωσία μου εις Άγιον Γεώργιον Κυρήνειας,
ήτοι την τρίτην ημέραν της τουρκικής εισβολής, μας μετέφεραν εις Αγύρταν
και από εκεί μας έβαλαν μέσα σε μια μάνδρα, συνολικά 153 πρόσωπα. Το
δύσκολο ήταν ότι η μάνδρα, που εχρησιμοποιείτο για πρόβατα , ήταν πολύ
μικρή και δεν μας χωρούσε και μας ανάγκαζαν να κοιμώμαστε ο ένας επάνω
στον άλλο. Η τροφή μας ήταν ένα κομμάτι ψωμί, σχεδόν αντίδωρο, και δύο
ελιές την ημέρα. Το πιο δύσκολο ήταν ότι μας έβγαλαν τα στρατιωτικά
ρούχα και τα φόρεσαν αυτοί και μας άφησαν με τα εσώρουχα. Και σαν να μην
έφθανε αυτό, ήρθε και η κακοποίησις αργότερα.
Με κτηνώδη τρόπο μας
έδεσαν τα μάτια, για να μη βλέπωμε, συνάμα χέρια και πόδια».
Αφήγηση του Λοχαγού Ανδρέα Φωτιάδη, από την Απόβαση του
Αναστασίου Γ. Μούσκου.
11. Κυθρέα, Βορειο-ανατολικά Λευκωσίας. Μαρτυρία Σ.Κ. 49 ετών.
«Μας έβγαλαν στο δρόμο, μας ηρεύνησαν και μας επήραν όλα
τα χρήματά μας και χρυσαφικά ως και ωρολόγια. Κατόπιν πήραν σχοινί και
έδεσαν τους άνδρες και τους έσερναν. Μετά πήραν τις δύο κόρες μου 24ων
και 19 ετών και την αδελφότεχνην του ανδρός μου και τες εβίασαν. Εκάστην
κοπέλα την εβίασαν τρεις Τούρκοι στρατιώτες εκ Τουρκίας».
Ι.Κ.Μαζαράκη- Αινιάν, «Μαρτυρίες από την Κύπρο».
12. Κύπρος, Αύγουστος 1974.
«Ώσπου μια ημέρα εμφανίσθηκε εκεί στη γραμμή επαφής ένας
ηλικιωμένος άνδρας. Είχε ένα πρόσωπο έντονα και πρόωρα ρυτιδιασμένο,
θλιμμένο, πικρό. Μια φιγούρα τραγική με μια ψυχή αλιτάνευτη,
δηλητηριασμένη. Μια τυφλή ύπαρξη, που δεν δείχνει να εννοή πέρα από το
σκοτάδι τι θα μπορούσε να είναι μια αυριανή ημέρα λαμπρή, χωρίς πόνο και
μακριά από όποια συγγένεια και εξοικείωση με την απόγνωση, που
προσφέρει η ιδέα του μηδέν. Πλησίασε τον Μάχο με μια αξιοπρέπεια και
συνάμα χαρακτηριστική σεμνότητα. Τέτοια σεμνότητα είναι το ίδιον των
ανωτέρων ανθρώπων.
Παρακάλεσε τον Μάχο να του επιτρέψη να πλησιάσει στη
γραμμή και με τις διόπτρες να παρατηρήση το σπίτι του, που ήταν ένα
χιλιόμετρο μακρύτερα και τώρα πλέον κάτω από τον τουρκικό στρατιωτικό
έλεγχο. Δεν μπορούσε να πλησιάση περισσότερο. Μέχρις εκεί! Κοίταζε
επίμονα το σπίτι του. Ένας κόμπος ανεβοκατέβαινε στον λαιμό του. Έκλαιγε
βουβά. Γύρισε προς τον Μάχο. Του μίλησε με σβυσμένη φωνή.
-Ζητώ να με συγχωρήσετε κύριε Υπολοχαγέ. Ήθελα να ιδώ το
σπίτι μου και να συνδυάσω την εικόνα του σπιτιού με την εικόνα του γιου
μου, που τον μεγάλωσα εκεί. Τώρα πια δεν μπορώ να τον ξαναδώ. Ήταν
στρατιώτης. Σκοτώθηκε εκεί πάνω στην Κερύνεια".
«1974-
Οι αδικαίωτοι» του Υποστρατήγου ε.α. Κωνσταντίνου
Αργυρόπουλου.
( Ο Υπολοχαγός Μάχος κατά την εισβολή).
*Ο λοχαγός Σταυριανάκος Σωτήριος
13. Στρατόπεδο ΕΛΔΥΚ, 15-16 Αυγούστου 1974. Μαρτυρία Λοχία Διονυσίου
Πλέσσα.
«Τότε ακούμε τον Λοχαγό Σταυριανάκο μέσα από το όρυγμά
του, να μας φωνάζει:
-Ρε!! Είμαστε άντρες;
-Ναι!! Απαντούμε όλοι μαζί.
Και διατάζει ΕΦΟΔΟ. Εμείς είμαστε 33 άτομα. Βάλαμε
ξιφολόγχη, βγήκαμε έξω και τους κυνηγήσαμε σε μια ευθεία, ένα επίπεδο.
Κάποιοι από τους Τούρκους κατάφεραν να περάσουν το δρόμο και φύγανε προς
τον Γερόλακο. Οι περισσότεροι όμως, περίπου 100, κρύφτηκαν πίσω από ένα
υδραγωγείο. Βγάζανε το κεφάλι σιγά- σιγά και προσπαθούσαν να περάσουν
το δρόμο. Αν περνούσαν, γλύτωναν. Κάποια στιγμή επιχείρησαν να βγουν
όλοι μαζί, οπότε βάλαμε τα πολυβόλα και τους θερίσαμε. Μας ανέβασε το
ηθικό αυτή η εξέλιξη.
Μας συγκίνησε ότι το γεγονός αυτό έτυχε την ημέρα
της Παναγίας, όπως και το γεγονός ότι την ημέρα εκείνη, δεν είχαμε καμιά
απώλεια. Τα βράδυα δεν κοιμόμασταν. Το πρωί προσπαθούσαμε να κοιμηθούμε
με βάρδιες, αν δεν γίνονταν μάχες. Με τον Λοχαγό μου μιλούσαμε συχνά.
Εγώ ήμουν ο παλιός λοχίας της διμοιρίας και οπωσδήποτε στον πόλεμο
δένεσαι. Ο Λοχαγός Σταυριανάκος θυμάμαι ότι μας είπε κάποια στιγμή:
-Εμείς θα μείνουμε εδώ. Είμαστε Έλληνες!
Ακόμη και αν τα
τανκς περάσουν, θα περάσουν από πάνω μας και εμείς θα κτυπήσουμς το
πεζικό, που θάρχεται από πίσω. Ήταν και η τελευταία συζήτηση, που είχα
με τον Λοχαγό μου. Στις 16 Αυγούστου τα ξημερώματα άρχισαν να μας
βομβαρδίζουν τα αεροπλάνα. Το μεγάλο μας παράπονο ήταν ότι δεν είχαμε
βοήθεια, είχαμε απομονωθεί.
Η επίθεση ήταν οργανωμένη και οι Τούρκοι
αυτή τη φορά διέθεταν γύρω στα 200 άρματα σε μια έκταση 10 χιλιομέτρων.
Το πρωί, γύρω στις 11.00 φθάσανε κοντά μας και τότε ακούω τον φίλο μου
τον Μάριο τον Βαλακάκη, να μου φωνάζει:
-Σάκη, ο Λοχαγός μας ο Σταυριανάκος σκοτώθηκε.
Ο Μάριος Βαλακάκης σκοτώθηκε και εκείνος λίγο αργότερα
και δεν μπόρεσε να μου πει τις λεπτομέρειες».
«Οι 1619 αγνοούμενοι του 1974», του Ιωάννη Γ. Βαρνάκου.
14. Περιοχή Λευκωσίας, 15 Αυγούστου 1974.
«Επικοινωνούσαμε με τους διπλανούς συμπολεμιστές μας με
φωνές και αυτό μας έδινε θάρρος. Το ΠΑΟ (Πυροβόλο άνευ οπισθοδρόμησης)
των 106 χιλιοστών, που ήταν πάνω σε ένα τζιπάκι καμουφλαρισμένο ήρθε σε
τέτοια θέση, που το έβλεπα να ρίχνει στα άρματα και να το χειρίζονται 3
Ελληνοκύπριοι αμούστακα παιδάκια. Ήταν τόσο το θάρρος αυτών των
αμούστακων φαντάρων. Γέμιζαν το ΠΑΟ και έριχναν με τόσο μίσος στα άρματα
των Τούρκων, που γέμισα με θαυμασμό γι' αυτά τα παιδιά. Όταν έρχονταν
τα αεροπλάνα άφηναν το τζιπάκι και ξάπλωναν κάτω σε τρύπες και ξανά από
την αρχή να ρίχνουν στα άρματα! Κάποτε αυτούς τους ήρωες Κύπριους
Έλληνες θάθελα να τους συναντήσω και να τους συγχαρώ".
«Οι άγνωστοι στρατιώτες της ΕΛ.ΔΥ.Κ.» του Αθανασίου
Χρυσάφη.
15. Πυρόι, Νοτιοανατολικά Λευκωσίας,17 Αυγούστου 1974.
«Ο ανθυπολοχαγός Αλαμπρίτης, αποκομμένος από
οποιονδήποτε προϊστάμενο και υπακούοντας στις επιταγές της συνειδήσεώς
του και μόνον, περιερχόταν αδιακόπως στις θέσεις των ανδρών του, έδινε
οδηγίες, εμψύχωνε τους μαχητές και ξεκαθάριζε τη θέση του: «Ενόσω έχουμε
σφαίρες, δεν φεύγει κανένας από το χωριό».
Τελικά περί τη 18.00 ώρα και
αφού πείσθηκε ότι το Πυρόι δεν πέφτει με την πεζούρα μόνη της, ο εχθρός
εμφάνισε προ του χωριού άρματα μάχης. Η διμοιρία δεν είχε αντιαρματικό
όπλο. Προ της νέας καταστάσεως και προ του κινδύνου να γραδώσουν μέσα
στο χωριό και να τους πάρουν σβάρνα τα άρματα ο ανθυπολοχαγός αποφάσισε
την απαγκίστρωση και σύμπτυξη της διμοιρίας. Δεν είχε άλλη επιλογή. Η
σύμπτυξη έγινε με σχέδιο και τάξη. Η διμοιρία δεν είχε καμμίαν απώλεια.
Απίστευτο!"
Αντιστράτηγος ε.α Κωνσταντίνος Πατιαλιάκας
Copy the BEST Traders and Make Money : http://bit.ly/fxzulu
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Oσα δημοσιεύματα δεν έχουν την υπογραφή μας αντιπροσωπεύουν την προσωπική γνώμη των συγγραφέων τους και όχι την δική μας.Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις,, ή απειλές.