ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ ΤΗΣ 15ης ΙΟΥΛΙΟΥ, Η ΕΙΣΒΟΛΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΣΧΕΔΙΩΝ
Από τα ελληνοκυπριακα σχέδια και τις δυνάμεις που είχαν επωμιστεί την υλοποίηση τους δινόταν η εντύπωση ότι μπορούσε να αντιμετωπιστεί η τουρκική εισβολή, στην περίπτωση που η προδοσία δεν μετέβαλε άρδην τις προϋποθέσεις εφαρμογής των σχεδίων. Και αυτό συνέβη εξαιτίας του χουντικής έμπνευσης πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου, που έφερε αντιμέτωπους μακαριακους (υποστηρικτές του νόμιμου Κύπριου ηγέτη, αρχιεπισκόπου Μακαρίου, που διέφυγε στο εξωτερικό) και πραξικοπηματίες (υποστηρικτές της χούντας της Αθήνας, που τότε τελούσε υπό τον ταξίαρχο Δημήτριο Ιωαννίδη).
Η κατάσταση στην ελληνική πλευρά περιπλέχθηκε ανεπανόρθωτα όταν ορισμένες δυνάμεις από εκείνες που είχαν ρόλο στο αμυντικό όπως οι μονάδες καταδρομών και τεθωρακισμένων (η 23η Επιλαρχία Αρμάτων έπαιξε κυρίαρχο ρόλο στην επιτυχία του πραξικοπήματος, ενώ και το μοναδικό μηχανοκίνητο τάγμα, το 286ο, μετακινήθηκε από την έδρα του στην Κοκκινοτριμιθιά προς τη Λευκωσία), μεταφέρθηκαν από τους κινηματίες αξιωματικούς (ταξίαρχος Μιχαήλ Γεωργίτσης, συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Κομπόκης κ.λπ.) στην πρωτεύουσα Λευκωσία, προκειμένου να συμβάλουν στην επικράτηση του κινήματος.
Οι θέσεις τους όμως έμειναν αφύλακτες ή ελάχιστα φυλασσόμενες, πάντως ιδιαίτερα ευάλωτες. Επιπλέον, μετά το πραξικόπημα, η ατμόσφαιρα ανάμεσα στους στρατευμένους μόνο ικανοποιητική δεν ήταν. Αυτή ήταν η κατάσταση των Ελληνοκυπρίων όταν εκδηλώθηκε η τουρκική επίθεση, τα ξημερώματα της 20ής Ιουλίου 1974. Παρ' ότι είχαν γίνει γνωστές οι τουρκικές κινήσεις, το Αρχηγείο της Εθνικής Φρουράς (μετά την αντικατάσταση του αντιστράτηγου Ντενίση, χρέη αρχηγού εκτελούσε ο πραξικοπηματίας ταξίαρχος Μιχαήλ Γεωργίτσης) δεν έδωσε το σήμα του συναγερμού, ακολουθώντας τυφλά τις εντολές της χούντας των Αθηνών για «αυτοσυγκράτηση». Οι τουρκικοί αεροπορικοί βομβαρδισμοί, που ξεκίνησαν στις 4.45 το πρωί, βρήκαν τους στρατιώτες της Εθνικής Φρουράς να κοιμούνται στα στρατόπεδα τους. Τα πρώτα αεραγήματα πάτησαν το κυπριακό έδαφος στις 06.05, στην περιοχή της Αγύρτας, ενώ την ίδια ώρα, η ναυτική δύναμη αναζητούσε αιγιαλό αποβάσεως (!) γιατί ο προβλεπόμενος από τα σχέδια (Γλυκιώτισσα) κρίθηκε ακατάλληλος. Εκείνες τις κρίσιμες στιγμές, δύο ελληνοκυπριακές τορπιλάκατοι, έχοντας λάβει εντολή από το ναυτικό διοικητή (που δεν εφησύχαζε όπως ο συνάδελφος του της ξηράς...), προσέβαλαν τον τουρκικό στόλο αποβάσεως αλλά εξουδετερώθηκαν εγκαίρως (η Τ1, με κυβερνήτη το σημαιοφόρο Νικόλαο Βερίκιο, χτυπήθηκε από ρουκέτα αεροπλάνου, ενώ η Τ3, με κυβερνήτη τον Ελευθέριο Τσομάκη, επλήγη από πυρά αντιτορπιλικού λίγο πριν εξαπολύσει τις τορπίλες της). Οι εννέα νεκροί και πέντε τραυματίες των πληρωμάτων διέσωσαν με την αυτοθυσία τους την τιμή του ελληνοκυπριακού ναυτικού, το οποίο τουλάχιστον δεν παρακολουθούσε άπραγο αλλά προσπάθησε να αντιμετωπίσει αμέσως τους εισβολείς. Τελικά, οι πρώτοι 1.500 Τούρκοι πεζοναύτες αποβιβάστηκαν στο Πεντεμίλι στις 07.15, μία ώρα και 45 λεπτά αργότερα από τον προβλεπόμενο χρόνο.
Παρ' όλα αυτά, μέχρι τότε δεν είχαν βληθεί ούτε από τα πυροβόλα της 198ης Πυροβολαρχίας Ορεινού Πυροβολικού που βρισκόταν παραταγμένη στο ύψωμα Προφήτης Ηλίας ούτε από κάποιο φορητό όπλο, χαρακτηριστικό δείγμα της αποδιοργάνωσης και της σύγχυσης των Ελληνοκυπρίων. Τις επόμενες ώρες οι Τούρκοι προσπαθούσαν να εδραιωθούν και να ενισχύσουν τις μονάδες τους (αποβιβάστηκαν αρχικά το 50ό Σύνταγμα Πεζικού, το 6ο Τάγμα Πεζοναυτών, μια ίλη αρμάτων Μ47 ή Μ48 και μια μοίρα πεδινού πυροβολικού), ενώ η ηγεσία της Εθνικής Φρουράς, έστω και αργοπορημένα, κατάφερε να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιο της για την αντιμετώπιση της εισβολής. Σύμφωνα με αυτό, τα τάγματα 251 και 286 (μηχανοκίνητο) κινήθηκαν εναντίον των αποβιβασθέντων στο Πεντεμίλι, ενώ η ΕΛΔΥΚ μαζί με άλλα τάγματα της Εθνικής Φρουράς επιτέθηκαν το βράδυ της 20ής Ιουλίου εναντίον του μεγάλου τουρκικού θυλάκου. Και στις δύο επιθέσεις υπήρξαν δυσκολίες: το μεν 286ο Τάγμα, που είχε βρεθεί εκτός θέσης του λόγω της συμμετοχής του στο πραξικόπημα το οποίο προηγήθηκε, προσεβλήθη από την εχθρική αεροπορία και ακινητοποιήθηκε κοντά στο χωριό Κοντεμένος, ενώ ο διοικητής του, Γεώργιος Μπούτος, τραυματίστηκε σοβαρά και υπέκυψε αργότερα στα τραύματα του. Μόνο το 251ο ΤΠ (διοικητής Παύλος Κουρούπης) κατάφερε να συγκεντρώσει δύο λόχους (1ος Τυφεκιοφόρων και λόχος υποστήριξης) και τέσσερα άρματα μάχης και να πλησιάσει τους αποβιβασθέντες, τους οποίους προσέβαλε με δραστικά πυρά, εμποδίζοντας τους να ενωθούν με τους Τουρκοκυπρίους του θυλάκου Λευκωσίας. Οι εισβολείς δεν καταστράφηκαν λόγω του συσχετισμού δυνάμεων, αλλά υπέστησαν τόσο μεγάλες απώλειες που αναγκάστηκαν από επιτιθέμενοι να γίνουν αμυνόμενοι. Στα απομονωμένα μέρη της μάχης, κατά τις επιθέσεις τους οι Ελληνοκύπριοι πίεσαν πολύ τους αμυνόμενους Τουρκοκύπριους και πέτυχαν να καταλάβουν μερικούς θυλάκους, αλλά δεν κατόρθωσαν να εξαλείψουν την άμυνα εντός του κεντρικού θυλάκου.
Στην Αμμόχωστο οι Τουρκοκύπριοι κλείστηκαν εντός του φρουρίου της πόλης, ενώ στην Πάφο ο θύλακος εξαλείφθηκε με την αποφασιστική συμβολή του ελληνικού αρματαγωγού Λέσβος. Το πλοίο είχε αναχωρήσει για να μεταφέρει όσους είχαν απολυθεί στην Ελλάδα, όμως ο κυβερνήτης του,πλωτάρχης Ελευθέριος Χανδρινός, αντιλήφθηκε την κατάσταση και επέστρεψε στο λιμάνι, όπου αποβίβασε τους στρατιώτες. Στη συνέχεια συνεννοήθηκε με τις μονάδες που επιχειρούσαν την εκκαθάριση του τουρκοκυπριακού θυλάκου, τις οποίες υποστήριξε με δραστικά πυρά από τα πολυβόλα του σκάφους. Οι αποκλεισμένοι, βαλλόμενοι από παντού, παραδόθηκαν. Στη θάλασσα, ανοιχτά της Πάφου εκτυλίχθηκε και ένα δράμα. Η τουρκική διοίκηση, μαθαίνοντας για την παρουσία ελληνικού πολεμικού πλοίου, έστειλε τρία αντιτορπιλικά για να το αντιμετωπίσουν, ενώ ταυτόχρονα κατέφταναν και τουρκικά μαχητικά, τα οποία δεν περίμεναν να βρίσκονται εκεί φίλια πολεμικά πλοία. Συνεπώς, εξέλαβαν τα αντιτορπιλικά ως ελληνικά και τους επιτέθηκαν. Το αποτέλεσμα της ενδοτουρκικής αυτής αεροναυμαχίας ήταν να βυθιστεί το αντιτορπιλικό Κοτζάτεπε (18.10 της 21ης Ιουλίου) και να καταρριφθούν δύο αεροσκάφη. Και ενώ αυτά τα τραγελαφικά συνέβαιναν στην Κύπρο, στον εναέριο χώρο του Αιγαίου συναντήθηκαν και αναμετρήθηκαν (κοντά στη Σκύρο) τρία ελληνικά μαχητικά Ρ-5 με δύο τουρκικά Ρ-102. Τα ελληνικά κατέρριψαν ένα Ρ-102 και ανάγκασαν το άλλο σε βιαστική υποχώρηση, που κατέληξε σε αναγκαστική προσγείωση και καταστροφή, στο αεροδρόμιο της Σμύρνης.
Οι συγκρούσεις όμως συνεχίζονταν στο όμορφο νησί της Αφροδίτης, όπου, παρά τις τοπικές ελληνοκυπριακές επιτυχίες, η καταλυτική αεροπορική υπεροχή και η διαρκής, ανεμπόδιστη ενίσχυση των Τούρκων διά θαλάσσης οδήγησαν στην ήττα των Ελληνοκυπρίων. Οι εισβολείς εκκαθάρισαν πλήρως την πόλη της Κυρήνειας και συνενώθηκαν με τους υπερασπιστές του κεντρικού θυλάκου στον Άγιο Ιλαρίωνα. Στις 22 Ιουλίου συμφωνήθηκε εκεχειρία και οι εχθροπραξίες κατάπαυσαν, με τους δύο αντιπάλους να μένουν στις θέσεις που βρίσκονταν, αναμένοντας τις εξελίξεις που είχαν ξεκινήσει στο διπλωματικό πεδίο. Εξετάζοντας την πρώτη φάση της εισβολής («Αττίλας Ι»), μπορούμε εύκολα να διαπιστώσουμε ότι το πολεμικό σχέδιο της Εθνικής Φρουράς ήταν αρκετά καλά μελετημένο και, αν οι Ελληνοκύπριοι εφάρμοζαν τα σχέδια όπως ακριβώς είχαν και όχι όπως μεταβλήθηκαν λόγω του πραξικοπήματος, θα απέκρουαν τους εισβολείς.
Αν οι Ελληνοκύπριοι επιστρατεύονταν κανονικά, έστω και τη νύχτα της 19ης προς την 20ή Ιουλίου, θα προλάβαιναν κατά πάσα πιθανότητα να επανδρώσουν πολλές θέσεις μάχης, καθόσον οι αποστάσεις στο νησί είναι μικρές. Σε αυτή τη περίπτωση που οι θέσεις θα ήταν ισχυρά επανδρωμένες, προφανώς τα πυρά θα ήταν καταιγιστικότερα και κατά συνέπεια φονικότερα. Έχοντας στο νου τους μια τέτοια, ομαλή πορεία των πραγμάτων, πολλοί από τους μεταγενέστερους συγγραφείς υποστήριξαν την άποψη ότι αν οι συνθήκες άμυνας στην ακτή της Κυρήνειας ήταν οι προβλεπόμενες από το ελληνοκυπριακό σχέδιο, τότε το πιθανότερο είναι ότι ολόκληρο το τουρκικό σχέδιο απόβασης μπορούσε να ανατραπεί. Ένας εκ των συγγραφέων αυτών, ο ταξίαρχος ε.α. Δημήτριος Χάτζος, διοικητής του 361ου ΤΠ κατά την εισβολή, σχολιάζοντας τις ελληνοκυπριακές δυνατότητες άμυνας σε συνδυασμό με το εχθρικό σχέδιο εκστρατείας, σημειώνει στο βιβλίο του (α' έκδοση 1995): «[...] πρόκειται για ένα τυπικό σχέδιο αποβάσεως (Σ.τ.Σ.: το τουρκικό), συνάμα δε και άτολμο, που κάτω από κανονικές συνθήκες αντιμετωπίσεως του δεν έχει καμιά πιθανότητα επιτυχίας [...]». Εξετάζοντας αναλυτικότερα την τακτική κατάσταση που είχε διαμορφωθεί την 20ή Ιουλίου και τις αμέσως επόμενες μέρες, μπορούμε εύκολα να συμφωνήσουμε με την άποψη του ταξίαρχου. Είναι γεγονός αναμφισβήτητο σήμερα (και από Έλληνες και από Τούρκους ειδικούς) ότι το τουρκικό ναυτικό, ανεξαρτήτως των προθέσεων της ηγεσίας του και των σχεδίων που είχε καταρτίσει, απέτυχε στην επιχείρηση πραγματοποίησης της απόβασης σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διασπορά.
Αντίθετα, τα διαφορετικά τμήματα (τάγματα πεζικού, μηχανοκίνητα, άρματα μάχης, μονάδες υποστήριξης κ.λπ.) αποβιβάστηκαν και εξακολούθησαν να αποβιβάζονται σε ένα μόνο αιγιαλό, με αποτέλεσμα να προκληθούν έντονος συνωστισμός και σύγχυση για μεγάλο διάστημα. Ήταν χαρακτηριστικό ότι επί αρκετή ώρα είχαν διακοπεί οι επικοινωνίες μεταξύ επίγειων και θαλάσσιων δυνάμεων και η ανώτατη πολιτικοστρατιωτική τουρκική ηγεσία στην Άγκυρα δεν μπορούσε να μάθει τι ακριβώς συνέβαινε. Υπό αυτές τις συνθήκες, επί της ακτής, οι διάφοροι αξιωματικοί αναρωτιόνταν τι έπρεπε να γίνει και επικράτησε απραξία για μεγάλο διάστημα. Εξετάζοντας εκ των υστέρων τα γεγονότα αυτά και προσπαθώντας να εξαγάγουν χρήσιμα συμπεράσματα για τους στρατούς τους, οι στρατιωτικοί ειδήμονες των δύο πλευρών αλλά και τρίτοι, ειδικοί επί των αποβατικών επιχειρήσεων (οι οποίες είναι από τις δυσκολότερες στρατιωτικές επιχειρήσεις διεθνώς), εκτιμούν ότι παρόμοιο σφάλμα είναι ικανό να ανατρέψει τα σχέδια, να οδηγήσει στην καταστροφή της αποβιβαζόμενης δύναμης και, τελικά, στην αποτυχία όλης της επιχείρησης.
Από όλα τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι, αν οι συνθήκες άμυνας στην ακτή ήταν οι προβλεπόμενες από το ελληνοκυπριακο σχέδιο, το τουρκικό επιχειρησιακό σφάλμα μπορούσε να αποβεί μοιραίο. Ευτυχώς όμως για τους Τούρκους και ατυχώς για τους Ελληνοκυπρίους, η κατάσταση δεν ήταν όπως οριζόταν στο σχέδιο αλλά πολύ διαφορετική, οπότε οι απουσίες λειτούργησαν υπέρ τους, με αποτέλεσμα να καταστεί εφικτή η υπέρβαση των λαθών, καθώς και η επιτυχής αντιμετώπιση των δυσκολιών. Ο ταξίαρχος Χάτζος είναι σε αυτό κατηγορηματικός: «[...] την επιτυχία τελικά θα την εξασφαλίσουν: α) Η ανυπαρξία τμημάτων της Εθνοφρουράς εγκατεστημένων αμυντικά στις ακτές της Κυρήνειας, β) Η μη εκμετάλλευση της νύκτας 19 προς 20 Ιουλίου, για την προώθηση τμημάτων μας προς την περιοχή αποβάσεως και τη λήψη μέτρων διασποράς ιδία των μονάδων πυροβολικού, γ) Η ανυπαρξία Ναυτικού και Αεροπορικού Δυναμικού από μέρους της Εθνική Φρουράς [...]». Παίρνοντας ως αφετηρία την τελευταία επισήμανση, δεν μπορούμε παρά να αναρωτηθούμε αν υπήρχε τρόπος να αντιμετωπιστεί η τουρκική εισβολή με πρόσθετες δυνάμεις που θα διέθετε η Ελλάδα.
Η προοπτική αυτή προϋπέθετε βέβαια την παρουσία στην ελληνική μητρόπολη μιας εθνικής ηγεσίας, που θα ήταν άξια της αποστολής της και θα στεκόταν στο ύψος των περιστάσεων. Κάτι τέτοιο όχι μόνο δεν υπήρχε στην Αθήνα τον Ιούλιο 1974, αλλά, αντίθετα, κυριαρχούσαν η στενοκεφαλιά, η ανοησία, η ανευθυνότητα και οι μηχανορραφίες. Εν πάση περιπτώσει, η ηγεσία που υπήρχε, μέσα από έναν κυκεώνα αλληλοσυγκρουόμενων αποφάσεων-αναιρέσεων και παλιμβουλιών, δρομολόγησε τελικά προς τη μαχόμενη Κύπρο τρεις κατηγορίες δυνάμεων: Κατ' αρχάς, διατέθηκε μια μοίρα αεροσκαφών που στάθμευαν στην Κρήτη, στη συνέχεια το Ναυτικό Επιτελείο (αρχηγός ο αντιναύαρχος Πέτρος Αραπάκης) απέστειλε δύο υποβρύχια (από τα οκτώ συνολικά που διέθετε η χώρα) και τελικά αποφασίστηκε η μεταφορά μοίρας καταδρομέων με μεταγωγικά αεροσκάφη από την Κρήτη (επιχείρηση «Νίκη»).
Η αποστολή αεροπλάνων ναυάγησε πολύ γρήγορα. Αρχικά είχε σχεδιαστεί να χρησιμοποιηθούν τα 18-22 νέα αεροσκάφη της Πολεμικής Αεροπορίας (Ρ-4Ε Phantom που είχαν φτάσει τον Απρίλιο 1974, ενώ αντίστοιχα η Τουρκία είχε παραλάβει λιγότερα από 10), τα οποία ήταν ανώτερα από κάθε εχθρικό τύπο, αλλά μια σειρά περίεργων βλαβών-ατυχημάτων οδήγησε στη μετριοπαθέστερη εκδοχή της αποστολής των παλαιών (και με περιορισμένες δυνατότητες) F-84. Τελικά, και αυτή η σκέψη εγκαταλείφθηκε στις 21 Ιουλίου (έπειτα από παρέμβαση του στρατηγού Φαίδωνα Γκιζίκη) ως αναποτελεσματική, αφού και η τουρκική αεροπορία χρησιμοποιούσε παρόμοιους τύπους αλλά σε μεγαλύτερους αριθμούς. Αναμενόμενη συνέπεια της ελληνικής απουσίας ήταν το γεγονός ότι η τουρκική αεροπορία (από τα 290 συνολικά μαχητικά, τουλάχιστον 75 είχαν διατεθεί στην επιχείρηση) κυριάρχησε πάνω από τους κυπριακούς ουρανούς και οργίασε στην κυριολεξία, βομβαρδίζοντας ανεμπόδιστα οτιδήποτε, κάνοντας χρήση ακόμη και βομβών ναπάλμ, στρατιωτικούς και πολιτικούς στόχους (ψυχιατρικό νοσοκομείο κ.λπ.)
. Τα δύο υποβρύχια (σύγχρονα, γερμανικής κατασκευής τύπου 209) που σκεφτόταν να στείλει το ναυτικό, τα οποία βρίσκονταν από τις 19 Ιουλίου στα νερά της Ρόδου, θα μπορούσαν να συνεισφέρουν πολλά, προσβάλλοντας τις θαλάσσιες επικοινωνίες των Τούρκων μεταξύ της ηπειρωτικής (τουρκικής ενδοχώρας στη Μικρά Ασία) και της κυπριακής ακτής αλλά από τις 22 Ιουλίου και έπειτα. Στις 21 ανακλήθηκαν με (επαίσχυντη) εντολή του ίδιου του αρχηγού ΓΕΕΘΑ, στρατηγού Γρηγόριου Μπονάνου, που δεν επιθυμούσε την κλιμάκωση της σύρραξης με τους γείτονες. Όπως όμως έγινε γνωστό εκ των υστέρων, φαίνεται ότι η πλεύση τους παρεμποδίστηκε από αμερικανικές ναυτικές μονάδες (του 6ου Στόλου) που μάλλον είχαν εντολή να αποκλείσουν την ευρύτερη περιοχή. Από τις τρεις αποσπασματικές κινήσεις που κατάφερε να σκεφτεί η χούντα των Αθηνών, οργανώθηκε και ολοκληρώθηκε τελικά με επιτυχία μόνο η τρίτη, που θεωρούνταν και δευτερεύουσα, η αεροπορική μεταφορά της 1ης Μοίρας Καταδρομών από την Κρήτη στη Λευκωσία (επιχείρηση «Νίκη»). Οι πολεμιστές αυτοί, παρά το αρχικό ατύχημα τους (τη νύχτα της 21ης προς 22α Ιουλίου, βλήθηκαν από φίλια πυρά των μονάδων της Εθνικής Φρουράς που προστάτεψαν το αεροδρόμιο, λόγω ανεπαρκούς συντονισμού Αθήνας-Λευκωσίας) και τις απώλειες που υπέστησαν (31 νεκροί μέσα στο αεροσκάφος που τους μετέφερε, συν το πλήρωμα του από τέσσερις αεροπόρους), αναπτύχθηκαν στην περιοχή του αεροδρομίου και κατάφεραν να το κρατήσουν υπό ελληνικό έλεγχο, μέχρι την εκεχειρία (22 Ιουλίου).
Το ερώτημα που παραμένει είναι αν, παρά την τουρκική τοπική επιτυχία στην Κυρήνεια, ήταν δυνατόν οι Ελληνοκύπριοι να αντεπεξέλθουν με επιτυχία και να ανατρέψουν μια φαινομενικά παγιωμένη κατάσταση. Αν δηλαδή οι δυνάμεις που προέρχονταν από την Ελλάδα θα μπορούσαν να μεταβάλουν προς όφελος τους την κατάσταση. Η απάντηση σε αυτό μπορεί να συναχθεί σχετικά εύκολα, γνωρίζοντας πόσο λεπτή και ριψοκίνδυνη είναι μια αποβατική επιχείρηση, ιδιαίτερα μάλιστα όταν εκείνος που την πραγματοποιεί δεν διαθέτει πληθώρα μέσων και επιλογών. Οι τουρκικές μονάδες αντιμετώπιζαν μια τέτοια κατάσταση. Είχαν πετύχει το προγεφύρωμα μεταξύ Τουρκίας και κατεχόμενου τμήματος της Κύπρου, όμως αυτό δεν ήταν ούτε απρόσβλητο ούτε ευχερώς προστατεύσιμο. Αντίθετα, οι ναυτικές μονάδες που πηγαινοέρχονταν μεταφέροντας άνδρες και υλικό μπορούσαν εύκολα να πληγούν από έναν τολμηρό αντίπαλο που θα έφερνε εκεί τα υποβρύχια του. Κάτι τέτοιο δεν πραγματοποιήθηκε λόγω της ατολμίας του Έλληνα αρχηγού ενόπλων δυνάμεων και της μεροληπτικής παρέμβασης των Αμερικανών.
Πέραν της θαλάσσιας συγκοινωνίας, οι Έλληνες θα μπορούσαν χρησιμοποιώντας αεροπλάνα να πλήξουν είτε τις δυνάμεις που είχαν αποβιβαστεί είτε τα πλοία που μετέφεραν ενισχύσεις, αποκόπτοντας τη ροή εφοδίων. Η περίπτωση αυτή θα ήταν κατά πάσα πιθανότητα η πιο αποτελεσματική, γιατί η τουρκική κυριαρχία στον αέρα, με δεδομένη την ελληνική ποιοτική υπεροχή (και σε πιλότους και σε αεροσκάφη) ήταν κάτι αμφισβητούμενο. Το πόσο υπολόγιζαν οι Τούρκοι ηγέτες την πιθανή δράση της ελληνικής αεροπορίας φαίνεται από τις δηλώσεις ανακούφισης στις οποίες προέβησαν λίγο χρόνο μετά τη μάχη (Οκτώβριο 1974). Έτσι, ο Τούρκος υπουργός Άμυνας, Ασίκ, και ο αρχηγός της αεροπορίας, πτέραρχος Αλπκαγιά, με αφοπλιστική ειλικρίνεια είπαν: «Σε περίπτωση κατά την οποία η ελληνική αεροπορία προσέβαλε τον αποβατικό στόλο, ο τουρκικός στρατός θα εγκατέλειπε την Κύπρο». Στο ίδιο πλαίσιο, ο διοικητής της 39ης Μεραρχίας, που έκανε την απόβαση, δήλωσε: «Η μεγαλύτερη ανησυχία μας ήταν η αποτυχία του πρώτου κύματος των αποβατικών μας δυνάμεων με επέμβαση των αεροπορικών και ναυτικών δυνάμεων του εχθρού. Η Εθνική Φρουρά δεν είχε δυνατή αεροπορία και ναυτικό. Όμως, μπορούσε να ενισχυθεί από την Ελλάδα». Και οι Έλληνες εμπειρογνώμονες όμως συμμερίζονται την ίδια άποψη. Χαρακτηριστικά, κάνοντας μια ανακεφαλαίωση της όλης μάχης στην παραλία, ο ταξίαρχος Χάτζος συμπεραίνει: «[...] αν διετίθεντο στην περιοχή από πλευράς ημετέρων οι Μονάδες οι προορισμένες για την άμυνα των ακτών Κυρήνειας, μικρό αρματικό δυναμικό (10-15 άρματα), καθώς και μικρό αεροπορικό δυναμικό, όχι για την απόκτηση υπεροχής, αλλά για την παρενόχλησητων ανενόχλητα δρώντων τουρκικών πλοίων και αεροσκαφών, η μάχη αναμφισβήτητα θα είχε κερδηθεί από την Εθνική φρουρά [...]».
Από τα παραπάνω συμπεραίνεται ότι μόνο η Ελλάδα μπορούσε να μεταβάλει το δυσμενές σκηνικό και να αποτρέψει όσα εξελίσσονταν στην κυπριακή ακτή, με μια δυναμική ενέργεια της, κατά προτίμηση με τη χρήση της αεροπορίας. Η Ελλάδα όμως του Ιουλίου του 1974, παρ' ότι βρισκόταν σε καλή κατάσταση από άποψη δυνάμεων (120.000 άνδρες κατανεμημένοι σε 24 μεγάλες μονάδες, με 750 άρματα μάχης, εκ των οποίων τα 50 υπερσύγχρονα γαλλικά ΑΜΧ-30), δεν θέλησε να πράξει κάτι ανάλογο και βέβαια πλήρωσε (και πληρώνει) τις συνέπειες... Το επόμενο ερώτημα είναι αν τυχόν μια ελληνική εμπλοκή, έστω και με τα περιορισμένα μέσα που διατέθηκαν από την Αθήνα (μια μοίρα μαχητικών αεροπλάνων και μια μοίρα καταδρομέων), θα μπορούσε να επηρεάσει την εξέλιξη της σύγκρουσης, η οποία πλέον είχε μεταφερθεί και εξελισσόταν στο εσωτερικό του νησιού, στα δύο άκρα του θυλάκου Λευκωσίας-Τέμπλου. Αν δηλαδή, τις επόμενες μέρες μετά τη σταθεροποίηση και την επέκταση του τουρκικού προγεφυρώματος, ήταν δυνατόν να διατηρηθούν τα εδάφη που είχαν καταλάβει κατά την εισβολή. Σημειώνουμε ότι την ηγεσία πλέον στην Ελλάδα είχε αναλάβει πολιτική κυβέρνηση υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή (από το πρωί της 24ης Ιουλίου). Το στρατιωτικό δυναμικό της χώρας είχε κινητοποιηθεί έπειτα από επιστράτευση που πραγματοποιήθηκε μεν πρόχειρα, αλλά απέδωσε ανθρώπινο δυναμικό περισσότερο από το αναμενόμενο!
Εκτός από τις επιχειρήσεις κοντά στην ακτή, σκληρές συγκρούσεις έγιναν και περιμετρικά των τουρκοκυπριακών θυλάκων. Υπήρχαν συνολικά δέκα τέτοιοι, διάσπαρτοι σε όλο το νησί, με ισχυρότερο αυτόν στο κέντρο μεταξύ της Λευκωσίας και του χωριού Τέμπλος στα βόρεια (ελάχιστα μακριά από τις ακτές). Εναντίον αυτού του θυλάκου ιδιαίτερα εξόρμησαν, σύμφωνα με τα σχέδια ελληνοκυπριακές, μονάδες αλλά με αρκετά μειωμένη τη δύναμη τους και χωρίς επαρκή συντονισμό. Παρά τις δυσκολίες (αναλογία επιτιθέμενων Ελληνοκυπρίων-αμυνόμενων Τουρκοκυπρίων και Τούρκων αλεξιπτωτιστών 1/6), οι άνδρες της ΕΛΔΥΚ, οι εθνοφρουροί και οι καταδρομείς πολέμησαν γενναία και κατά τη δεύτερη νυχτερινή τους επίθεση έφτασαν έως το κύριο σημείο της άμυνας, το χωριό Κιόνελι, όπου όμως καθηλώθηκαν έχοντας εξαντλήσει τις ήδη περιορισμένες δυνατότητες τους. Ομοίως, ανατολικότερα, στον άλλο ισχυρό θύλακο, του Πενταδάκτυλου, οι Ελληνοκύπριοι καταδρομείς που είχαν μεταφερθεί στην πρωτεύουσα για το πραξικόπημα και την 20ή Ιουλίου μετακινήθηκαν εν μέσω τουρκικής αεροπορικής κυριαρχίας στις θέσεις τους, για να επιτεθούν τη νύχτα της 20ής προς 21η εναντίον των εχθρών που στο μεταξύ είχαν ενισχυθεί. Οι ορμητικοί καταδρομείς πέτυχαν να καταλάβουν το ύψωμα Κοτζάκαγια και τα Πετρομούθια, αλλά τα εγκατέλειψαν την επομένη, με εντολή του (πραξικοπηματία) διοικητή των μονάδων καταδρομών, συνταγματάρχη Κωνσταντίνου Κομπόκη, αφού οι επιχειρήσεις στο σύνολο τους είχαν αποτύχει.
Από τη συνολική θεώρηση των πραγμάτων και εξετάζοντας όσα προβλέπονταν στα σχέδια της Εθνικής Φρουράς, ο συγγραφέας του αναλυτικότερου μέχρι στιγμής βιβλίου για τη μάχη,ταξίαρχος ε.α. Γεώργιος Σέργης, σημειώνει: «[...] Το 331 ο Τάγμα Επιστρατεύσεως του Τρικώμου εστασίασε προ της Κυρήνειας, κινούμενο προς το προγεφύρωμα, και επέστρεψε στην έδρα του. Το 326 ο ΤΕ της Κυρήνειας δεν συγκροτήθηκε λόγω του πραξικοπήματος, ενώ το 306ο ΤΕ, το οποίο θα ενεργούσε με τα προηγούμενα τάγματα κατά του προγεφυρώματος από την Κυρήνεια, έφθασε στο προγεφύρωμα με σημαντική καθυστέρηση. Από Νότου θα ενεργούσε κατά του προγεφυρώματος το τάγμα Πανταζή, αλλά έπεσε σε εχθρικό κλοιό και διελύθη [...]». Έπειτα από την περιγραφή της σύγχυσης, της αναβλητικότητας και εν γένει της κακής διεξαγωγής των επιχειρήσεων εκ μέρους της αιφνιδιασμένης και προβληματισμένης ελληνοκυπριακής ηγεσίας (των πραξικοπηματιών), καταλήγει συμπερασματικά: «Η διάταξη όμως των μονάδων της (Σ.τ.Σ.: της Εθνικής Φρουράς) στην περιοχή αποβάσεως και οι αδυναμίες της αποβατικής δυνάμεως αποκάλυψαν ότι το σχέδιο άμυνας της Κύπρου είχε πολύ μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας, εάν εφαρμοζόταν εγκαίρως, ώστε η Εθνική Φρουρά να περιμένει την απόβαση με το δάχτυλο στην σκανδάλη».
Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η άποψη του τότε διοικητή του 361ου Τάγματος, Δημήτριου Χάτζου, που εκτιμά ότι:«[...] διάφορη θα ήταν η τελική έκβαση των επιχειρήσεων, εάν η επιθετική ενέργεια του 399ου ΤΠ δεν εβράδυνε τόσο, εξ αιτίας της ανορθόδοξου δράσεως των Τουρκοκυπρίων. Διότι, η αποτυχία αυτή ανέστειλε την προπαρασκευασμένη επίθεση της 34ης Μοίρας Καταδρομών, η οποία στο πλαίσιο του ίδιου Σχεδίου ενεργούσα, ήταν ενταλμένη να επιτεθεί στις 11 το βράδυ από την περιοχή Δικώμου προς το τουρκοκυπριακό χωριό Αγύρτα. Και για να επεκτείνουμε τις συνέπειες θα πούμε ότι η κατάσταση αυτή των 399ου ΤΠ και 34ης Μοίρας Καταδρομών, επέδρασε καταλυτικά στην δεξιώτερα ενεργούσα 32η Μοίρα Καταδρομών, που κι αυτής η αποστολή ήταν να επιτεθεί στις 11 το βράδυ, ταυτόχρονα με την 34η ΜΚ, πάνω στον Πενταδάκτυλο, για την κατάληψη του Ανατολικού Τμήματος της διαβάσεως Αγύρτας (Μπογάζι). Η Μοίρα αυτή επιτέθηκε στην ώρα της. Ανέτρεψε με θυελλώδη ενέργεια τους Τούρκους και κατέλαβε τον πρώτο της αντικειμενικό σκοπό, αλλά από την αδράνεια των μονάδων αριστερά της υποχρεώθηκε να τον εγκαταλείψει και να αναστραφεί προς τα πίσω [...]». Με αυτές τις απόψεις των Ελλήνων αξιωματικών εναρμονίζεται πλήρως η άποψη του Τούρκου ομαδάρχη των αλεξιπτωτιστών που πολέμησαν στον θύλακο. Δήλωσε, λοιπόν, αργότερα ο Μαχμούτ Ρενάς: «Η πρώτη φάση της εισβολής στην Κύπρο, που ονομάζεται "Πρώτη Επέμβαση",τελείωσε με φιάσκο. Οι επικεφαλής της επιχείρησης έκαναν σφάλματα τακτικής, τα οποία δεν απαντώνται σε κανένα στρατό του κόσμου. Αν η Ελλάδα είχε τότε επιχειρήσει να απαντήσει με στρατιωτική επέμβαση, πιστέψτε με, όχι μόνο δε θα είχε καταλάβει ο τουρκικός στρατός το μισό νησί, αλλά επιπλέον θα είχε τεράστιες απώλειες.
Η "επιτυχία" τους στηρίζεται στο ότι δεν υπήρξε οργανωμένη αντίσταση από την πλευρά των Ελλήνων [...]». Ανακεφαλαιώνοντας τα παραπάνω, καταλήγουμε στο συμπέρασμα που φαίνεται να συνιστά καθολική εκτίμηση: Αν οι Ελληνοκύπριοι είχαν έγκαιρα πάρει τα προβλεπόμενα από το σχέδιο άμυνας μέτρα και οι μονάδες τους, ανεπηρέαστες από το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου, βρίσκονταν στις θέσεις τους και υλοποιούσαν τις αποστολές τους, τότε η τουρκική απόβαση-εισβολή θα είχε αποτύχει και οι Τουρκοκύπριοι θα είχαν έντονα συμπιεστεί στον κεντρικό εσωτερικό θύλακο. Με αυτό ως δεδομένο, γίνεται προφανές ότι η ανώτατη τουρκική πολιτικοστρατιωτική ηγεσία θα βρισκόταν μπροστά σε κρίσιμο δίλημμα: Να εμπλέξει πολύ περισσότερες δυνάμεις της σε ένα αβέβαιο μέτωπο, διακινδυνεύοντας τη γενίκευση της σύρραξης με την Ελλάδα, ή να αναδιπλωθεί και ταπεινωμένη να ζητήσει διαπραγματεύσεις. Στην πρώτη περίπτωση, αν η Τουρκία επέλεγε το δρόμο της κλιμάκωσης, φαίνεται απίθανο η Ελλάδα, έχοντας υπέρ της την πρώτη επιτυχία και επιστρατευμένο το στρατό της, να μην παρενέβαινε αποφασιστικότερα. Στη δεύτερη περίπτωση, αν η Τουρκία επέλεγε την ειρηνική διευθέτηση, πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι οι διάφοροι νατοϊκοί σύμμαχοι, προπάντων Αμερικανοί και Άγγλοι, υπό τη σκέπη των οποίων φαίνεται ότι πραγματοποιήθηκε η εισβολή, θα έπαιζαν καταλυτικό ρόλο.
ΑΤΤΙΛΑΣ ΙΙ [14-16 Αυγούστου 1974]
Με την κατάπαυση του πυρός δεν σταμάτησαν ολοκληρωτικά και οι επιχειρήσεις, όπως φαντάζονταν οι αφελείς Αθήνα και Λευκωσία. Και ενώ το ελληνικό οχηματαγωγό Ρέθυμνο, που μετέφερε ενισχύσεις στην Κύπρο και βρισκόταν κοντά σε αυτή, διατάχθηκε να επιστρέψει (23.00 της 22ας Ιουλίου) και να αποβιβάσει τα τμήματα στη Ρόδο, την ίδια περίπου ώρα (βράδυ 22ας προς 23η Ιουλίου) ισχυρή τουρκική δύναμη προσέβαλε αιφνιδιαστικά το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ στη Λευκωσία, ενώ παράλληλα άλλη τουρκική δύναμη κινήθηκε προς το αεροδρόμιο που είχε διατηρηθεί σε ελληνικά χέρια.
Έπειτα από σύγκρουση μερικών ωρών, οι Έλληνες στρατιώτες απέκρουσαν την επίθεση στο στρατόπεδο, ενώ δεν πραγματοποιήθηκε τελικά επίθεση στο αεροδρόμιο. Το βράδυ της 23 ης Ιουλίου, κατά την κίνηση αναδίπλωσης της ελληνοκυπριακής 181 ης Μοίρας Πεδινού Πυροβολικού, ενώ περνούσε από τη διάβαση Μπελαπάις επί του Πενταδάκτυλου, δέχτηκε την επίθεση τουρκικών δυνάμεων και, μη δυνάμενη να ταχθεί και να πολεμήσει, καταστράφηκε, προσθέτοντας πολλούς αγνοούμενους στους ελληνοκυπριακούς καταλόγους. Οι πολιτικές εξελίξεις το ίδιο βράδυ στην Ελλάδα (πτώση χούντας συνταγματαρχών και επαναφορά της δημοκρατίας με την άφιξη του Κωνσταντίνου Καραμανλή, το πρωί της 24ης) είχαν ως αποτέλεσμα οι δόλιες αυτές ενέργειες να μην έχουν συνέπειες. Το ίδιο έγινε και όταν στις 6 Αυγούστου τουρκικά τμήματα επέκτειναν το κατεχόμενο έδαφος, καταλαμβάνοντας τον Καραβά και τη Λάπηθο.
Η αποτυχία των διαπραγματεύσεων στη Γενεύη, κατά τους Τούρκους, οδήγησε στην ανανέωση της επίθεσης τους, το πρωί της 14ης Αυγούστου 1974. Κατά τις επιχειρήσεις αυτής της φάσης («Αττίλας II», όπως ονομάστηκαν) και οι δύο αντίπαλοι διέθεταν το σύνολο των δυνάμεων τους. Οι μεν Τούρκοι, ολόκληρο το 6ο Σώμα Στρατού με τις συμπληρωματικές μονάδες τεθωρακισμένων, καταδρομών και στρατοχωροφυλάκων συν τα τάγματα των Τουρκοκυπρίων, οι δε Ελληνοκύπριοι επιστρατευμένη (αν και όχι πλήρως) την Εθνική Φρουρά, με νέο διοικητή τον υποστράτηγο Ευθύμιο Καραγιάννη.
Οι τελευταίοι, επιστρατευμένοι πλέον, είχαν διαταχθεί σε δύο ανώτερες τακτικές διοικήσεις, στη δυτική (συνταγματάρχης Χαράλαμπος Χίος) και στην ανατολική (αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνος Ζαρκάδας), με μια ενδιάμεση ζώνη, στην πόλη της Λευκωσίας. Η υποχρέωση κάλυψης ενός κατά πολύ ευρύτερου μετώπου από το προβλεπόμενο, με τις περιορισμένες δυνάμεις της Εθνοφρουράς, της ΕΛΔΥΚ και της 1ης Μοίρας Ελλήνων Καταδρομών, ανάγκασε την ελληνοκυπριακή διοίκηση να διασπείρει τις μονάδες της, με συνέπεια να μην καλύπτει επαρκώς το σύνολο του μετώπου. Στην πρώτη φάση τμήματα της 39ης Τουρκικής Μεραρχίας, που ήταν συγκεντρωμένη βόρεια της Λευκωσίας, επιτέθηκαν προς ανατολάς και πίεσαν πολύ τους ταγμένους πρόχειρα Ελληνοκυπρίους. Στις 10.30 π.μ. μηχανοκίνητα τμήματα της 39ης Μεραρχίας διέσπασαν την αμυντική γραμμή στην αδύναμη περιοχή της, στο χωριό Μία Μηλιά και προήλασαν στην πεδιάδα της Μεσαορίας με κατεύθυνση προς την Αμμόχωστο. Τα ακολούθησαν μονάδες της 28ης Μεραρχίας, οι οποίες όμως κινήθηκαν νότια, με κατεύθυνση προς τη Λάρνακα. Οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις (της 1ης Ανώτερης Τακτικής Διοίκησης υπό τον αντισυνταγματάρχη Κωνσταντίνο Ζαρκάδα) διέκοψαν την επαφή με τους επιτιθέμενους και συμπτύχθηκαν νότια. Τα πρώτα τουρκικά άρματα έφτασαν βόρεια της Αμμοχώστου στις 14.00 της επόμενης ημέρας (15ης Αυγούστου) και στη συνέχεια συνενώθηκαν με τους μαχόμενους Τουρκοκυπρίους στον εκεί θύλακο. Η ελληνοκυπριακή διοίκηση όμως (Κ. Ζαρκάδας), εκτιμώντας ότι ήταν αδύνατη η διατήρηση της πόλης, είχε ζητήσει και είχε λάβει την άδεια από το νέο αρχηγό ΓΕΕΦ, υποστράτηγο Ευθύμιο Καραγιάννη, να συμπτυχθεί νοτιότερα, συνεπώς, η πόλη έπεσε ολόκληρη, αμαχητί, στα χέρια των Τούρκων.
Τα τμήματα της 28ης Τουρκικής Μεραρχίας, προελαύνοντας νότια χωρίς να συναντούν αντίσταση, έσπερναν τον πανικό στους Ελληνοκύπριους κατοίκους, οι οποίοι εγκατέλειψαν τη Λάρνακα. Τα ελληνοκυπριακά τμήματα (6ο Τακτικό Συγκρότημα Λάρνακας), συμπτυσσόμενα, είχαν σταματήσει αρχικά στα υψώματα γύρω από το χωριό Τρούλλοι, αλλά αργότερα τα εγκατέλειψαν και συμπτύχθηκαν προς τη Λεμεσό. Μόνο η ψυχραιμία του ταγματάρχη Κυριάκου Διονυσιάδη, διευθυντή του 3ου Επιτελικού Γραφείου, έσωσε την κατάσταση. Αυτός, μαζί με 20 εθελοντές, πήγαν στους Τρούλλους, διαπίστωσαν ότι οι εισβολείς βρίσκονταν ακόμα μακριά και προχώρησαν μέχρι που τους συνάντησαν. Εκεί, σταμάτησαν και οι μεν και οι δε, και έκτοτε τα μέρη εκείνα αποτελούν τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ τους. Μέσα στη σύγχυση που επικράτησε στις ελληνοκυπριακές γραμμές, εγκαταλείφθηκε αναίσχυντα στους εισβολείς η ναυτική βάση Χρυσούλη, όπου οι Τούρκοι βρήκαν τη σημαία της βάσης και 30-40 τορπίλες.
Προηγουμένως, είχαν καταστραφεί οι δύο τορπιλάκατοι και η ακταιωρός Λεβέντης, προκειμένου να μην πέσουν στα χέρια των κατακτητών, παρ' ότι υπήρχε η δυνατότητα να πλεύσουν αλλού και να σωθούν. Στα δυτικά του κεντρικού θυλάκου εξόρμησε η συγκεντρωμένη στο χωριό Άγιος Ερμόλαος ταξιαρχία καταδρομών. Η επίθεση της πραγματοποιήθηκε εναντίον των δυνάμεων του ελληνοκυπριακού 11ου Τακτικού Συγκροτήματος, που δεν κατάφεραν να συγκρατήσουν την εχθρική ενέργεια την οποία υποστήριζε η αεροπορία. Οι Ελληνοκύπριοι συμπτύχθηκαν νοτιοδυτικά, αφήνοντας την περιοχή της Μόρφου στους εισβολείς. Οι Τούρκοι την πρώτη μέρα κατέλαβαν το χώρο ανάμεσα στα χωριά Αγριδάκι-Κοντεμένος-Αγία Μαρίνα-Αγιος ΒασίλειοςΤερόλακκος. Στις 16 Αυγούστου διεύρυναν τον κατακτημένο χώρο τόσο προς βόρεια (Μύρτου, Καρπασία, ακρωτήριο Κορμακίτης) όσο και δυτικά (Μόρφου, Φιλιά, Κάτω Ζώδια), ενώ οι Ελληνοκύπριοι είχαν ταχθεί στην τοποθεσία άμυνας. Οι Τούρκοι αρκέστηκαν να καταλάβουν το απόγευμα το χωριό Λιμνίτης, όπου υπήρχε μικρός τουρκοκυπριακός θύλακος, χωρίς να επιχειρήσουν προσβολή των αμυντικών γραμμών. Η περιοχή Μόρφου που είχαν καταλάβει κατοικούνταν κυρίως από Ελληνοκυπρίους, οι οποίοι έφευγαν με ό,τι μέσο είχαν προς τα δυτικά ή τα νότια.
Στον κεντρικό τομέα, δηλαδή στην πόλη της Λευκωσίας και τα εκατέρωθεν περίχωρα της, οι τουρκικές δυνάμεις επιτέθηκαν με άρματα μάχης εναντίον του στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ που υποστήριζε την αμυντική γραμμή. Εκεί επί τρεις μέρες δόθηκε σκληρότατη μάχη με τους Έλληνες (τρεις λόχους της ΕΛΔΥΚ), οι οποίοι τελικά εγκατέλειψαν το στρατόπεδο λόγω της ισχυρής πίεσης των υπέρτερων τουρκικών τμημάτων (16 Αυγούστου). Σκληρή μάχη έγινε και στη συνοικία του Αγίου Παύλου, δυτικά του φρουρίου της πόλης, όπου αμύνθηκαν με πείσμα οι άνδρες του 336ου ΤΕ υπό τη διοίκηση του ταγματάρχη Δημήτρη Αλευρομάγειρου, καταφέρνοντας τελικά να διατηρήσουν την περιοχή υπό τον έλεγχο τους. Η νέα εκεχειρία βρήκε τους εισβολείς να κατέχουν το 38% της έκτασης του νησιού (εκ των υστέρων έγινε γνωστό ότι σκόπευαν να καταλάβουν το 34%) και 200.000 περίπου Ελληνοκυπρίους να έχουν εγκαταλείψει τα σπίτια και τις περιουσίες τους και να έχουν καταφύγει ως πρόσφυγες στα νότια. Μετά την ανταλλαγή των αιχμαλώτων αναδείχθηκε και το θέμα των αγνοουμένων: 1.619 Ελληνοκύπριοι κάθε ηλικίας και Έλληνες στρατιωτικοί αγνοούνταν. Μεταγενέστερες μαρτυρίες Τούρκων, πρώην στρατιωτών, κάνουν λόγο για ομαδικές εκτελέσεις, όχι πάντα από τα τουρκικά στρατεύματα, αλλά και από κάποιους Τουρκοκυπρίους άτακτους.
Διαπραγματεύσεις το διάστημα 1974-1980.
Η δραματική τροπή των γεγονότων μετά το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου προκάλεσε και την πτώση της χούντας της Αθήνας. Ο Κ. Καραμανλής επέστρεψε και ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας, έχοντας να αντιμετωπίσει την εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση στην Κύπρο. Η εισβολή και η κατοχή τμήματος της Κύπρου από τα τουρκικά στρατεύματα είχε ως αποτέλεσμα την ύπαρξη νεκρών, αγνοουμένων, εγκλωβισμένων, δεκάδων χιλιάδων προσφύγων, οικονομική κατάρρευση κ.ά. Στις 30 Νοεμβρίου-1 Δεκεμβρίου πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα σύσκεψη μεταξύ των ηγετών της Ελλάδας και της ελληνοκυπριακής κοινότητας, στην οποία αποκλείστηκε ο πόλεμος για την αποκατάσταση της ανεξαρτησίας και της κυριαρχίας της Κύπρου και αποφασίστηκε η επιδίωξη έναρξης διακοινοτικών συνομιλιών στη βάση μιας πολυπεριφερειακής ομοσπονδίας.
Kurt Waldheim |
Κουρτ Βαλντχάιμ
Ο διακοινοτικός διάλογος ξεκίνησε στη Βιέννη στις 31 Μαρτίου του 1977 και οδηγήθηκε σε αδιέξοδο, γιατί, ενώ η ελληνοκυπριακή πλευρά παρουσίασε τις θέσεις της, η τουρκοκυπριακή δεν υπέβαλε τις δικές της. Η στασιμότητα ανησύχησε τις ΗΠΑ, καθώς επιδίωκαν την πρόοδο στο Κυπριακό, ώστε να αρθεί το εμπάργκο πώλησης όπλων στην Τουρκία από το Κογκρέσο, καθώς διέβλεπαν αναθέρμανση των τουρκοσοβιετικών σχέσεων. Εν τω μεταξύ, στις 3 Αυγούστου του 1977 πέθανε ο Μακάριος και την προεδρία ανέλαβε ο Σπύρος Κυπριανού, πρόεδρος του Δημοκρατικού Κόμματος (ΔΗΚΟ), ο οποίος παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι τις εκλογές του 1993.Ο Denktas προέβη σε μια κίνηση διευκόλυνσης των ΗΠΑ, με το να ανακοινώσει στις 22 Μαΐου του 1978 ότι σημαντικός αριθμός Ελληνοκυπρίων μπορούσαν να επιστρέψουν στα Βαρώσια με την επανέναρξη ουσιαστικών συνομιλιών για το Κυπριακό. Τελικά, στις 25 Ιουλίου του 1978 η Γερουσία ψήφισε υπέρ της άρσης του εμπάργκο και το Κογκρέσο ακολούθησε την 1η Αυγούστου του 1978. Το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου παρουσιάστηκε μια πρόταση 12 σημείων από τη Βρετανία, τις ΗΠΑ και τον Καναδά, στο πλαίσιο της συμφωνίας του 1977. Η ελληνοκυπριακή πλευρά την απέρριψε. Με νέα πρωτοβουλία του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ το Μάιο του 1979 επιτεύχθηκε δεύτερη συμφωνία υψηλού επιπέδου, αλλά, έπειτα από λίγο, στο γύρο συνομιλιών στη Λευκωσία επήλθε διαφωνία μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Το καλοκαίρι του 1980, εκ νέου ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ έφερε στο τραπέζι των συνομιλιών μια ενδιάμεση συμφωνία, επιδιώκοντας την επιστροφή των Βαρωσίων, την άρση του οικονομικού εμπάργκο στους Τουρκοκυπρίους και την επαναλειουργία του αεροδρομίου της Λευκωσίας. Οι δύο πλευρές διαφώνησαν ως προς την ερμηνεία του όρου «διζωνικότητα». Οι Τουρκοκύπριοι τον ερμήνευσαν ως συνομοσπονδία και ζήτησαν να έχει κάθε τμήμα του κράτους τη δική του κυριαρχία, ενώ οι Ελληνοκύπριοι επέμειναν ότι η κυριαρχία έπρεπε να παραμείνει στην αρμοδιότητα της κεντρικής κυβέρνησης.
ΣΧΟΛΙΟ : Γιώργος Φραγκούλης17 Ιουλίου 2014 - 10:02 π.μ.
Ο αρχιεπίσκοπος, ωστόσο, δεν έμεινε με σταυρωμένα χέ¬ρια. Αφού πείστηκε ότι η Εθνοφρουρά και η ΕΛΔΥΚ ήταν φωλεές χουντικών στελεχών που επεδίωκαν, μέσο της πολιτι¬κής της ΕΟΚΑ-Β', να προχωρήσουν στο αμερικανικό σχέδιο της διπλής ένωσης, το οποίο είχε ενστερνιστεί και ο Ιωαννί-δης, έθεσε εκτός νόμου την οργάνωση αυτή στις 24.3.74. Οπότε οι συνωμότες θα προχωρήσουν στο πραξικόπημα για την εξόντωση του Μακαρίου.
Επιστολή προς Γκιζίκη
Ο Μακάριος αφήνοντας πλέον τις ατραπούς της κλειστής διπλωματίας, απηύθυνε την ιστορική επιστολή του καταπέλτη προς τον «Πρόεδρο της Δημοκρατίας» της χούντας Φαίδωνα Γκιζίκη. Ιδού το ιστορικό εκείνο κείμενο:
«Εν Λευκωσία τη 2α Ιουλίου 1974 Κύριε Πρόεδρε,
Μετά βαθείας θλίψεως είμαι υποχρεωμένος να εκθέσω προς υμάς ωρισμένας απαραδέκτους εν Κύπρω κατα¬στάσεις και γεγονότα, δια τα οποία θεωρώ υπεύθυνον την ελληνικήν κυβέρνησιν.
Από λαθραίας αφίξεως εις Κύπρον του στρατηγού Γρίβα, κατά Σεπτέμβριον του 1971, εκυκλοφόρουν φήμαι και υπήρχον βάσιμοι ενδείξεις, ότι ούτος ήλθεν εις Κύπρον κατά προτροπήν και ενθάρρυνσιν ωρισμένων εν Αθήναις κύκλων. Βέβαιον πάντως είναι ότι ο Γρίβας από των πρώτων ημερών της ενταύθα αφίξεώς του είχεν επαφήν μετά υπηρετούντων εις την Εθνικήν Φρουράν αξιωματικών εξ Ελλάδος, παρά των οποίων έτυχε βοη¬θείας και συμπαραστάσεως εις την προσπάθειάν του να σχηματίσει παράνομον οργάνωσιν και να αγωνισθεί δή¬θεν δια την Ένωσιν. Και κατήρτισε την εγκληματικήν οργάνωσιν "ΕΟΚΑ-Β'", η οποία κατέστη αιτία και πηγή πολλών δεινών δια την Κύπρον. Γνωστή είναι η δράσις της οργανώσεως αυτής, η οποία υπό πατριωτικόν μανδύαν και ενωτικήν συνθηματολόγησιν διέπραξε πολιτι¬κάς δολοφονίας και πολλά άλλα εγκλήματα.
Η στελεχουμένη και ελεγχομένη υπό Ελλήνων αξιωματικών Εθνική Φρουρά υπήρξεν εξ αρχής ο εις έμψυχον και άψυχον υλικόν κυριώτερος τροφοδότης της "ΕΟΚΑ-Β'", της οποίας τα μέλη και οι υποστηρικταί έλαβον τον εύφημον τίτλον και αυτοαπεκλήθησαν "ενωτικοί" και "ενωτική παράταξις".
Πολλάκις διηρωτήθην διατί μία παράνομος και επι¬ζήμιος εθνικώς οργάνωσις, η οποία επιφέρει διαιρέσεις και διχόνοιας, διανοίγει ρήγματα εις το εσωτερικόν μας μέτωπον και οδηγεί τον κυπριακόν Ελληνισμόν προς εμφύλιον σπαραγμόν, υποστηρίζεται υπό Ελλήνων αξιωμα¬τικών. Και πλειστάκις επίσης διηρωτήθην κατά πόσον η τοιαύτη υποστήριξις τυγχάνει της εγκρίσεως της ελληνι¬κής κυβερνήσεως. Έκαμα διαφόρους σκέψεις και υποθε¬τικούς συλλογισμούς διά να εύρω λογικήν απάντησιν εις τας απορίας και τα ερωτήματα μου. Ουδεμία απάντησις υπό οιασδήποτε προϋποθέσεις και συλλογισμούς, ήτο δυνατόν να στηριχθεί επί λογικής βάσεως. Αλλ' αδιάψευστον πραγματικότητα αποτελεί η υποστήριξις της "ΕΟΚΑ-Β'" υπό Ελλήνων αξιωματικών. Τα εις διαφό¬ρους περιοχάς της νήσου στρατόπεδα της Εθνικής Φρου¬ράς και οι πλησίον αυτών χώροι κατακοσμούνται με συνθήματα υπέρ του Γρίβα και της "ΕΟΚΑ-Β'" ως και με συνθήματα κατά της κυπριακής κυβερνήσεως και ιδιαιτέρως κατ' εμού. Εντός των στρατοπέδων της Εθνικής Φρουράς απροκάλυπτος πολλάκις είναι η υπό Ελλήνων αξιωματικών προπαγάνδα υπέρ της "ΕΟΚΑ-Β'". Γνω¬στόν και αδιάψευστον είναι επίσης το γεγονός, ότι ο αντιπολιτευόμενος και υποστηρίζων την εγκληματικήν δρα¬στηριότητα της "ΕΟΚΑ-Β'" κυπριακός Τύπος, έχων πηγήν χρηματοδοτήσεως τας Αθήνας, λαμβάνει καθοδήγησιν και γραμμήν από τους υπευθύνους του 2ου Επιτελικού Γραφείου και του εν Κύπρω κλιμακίου της Ελληνι¬κής Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΚΥΠ). [συνέχεια]
Είναι αληθές, ότι, οσάκις διεβιβάζοντο υπ' εμού παράπο¬να προς την ελληνικήν κυβέρνησιν διά την στάσιν και συμπεριφοράν ωρισμένων αξιωματικών είχον την απάντησιν ότι δεν έπρεπε να διστάζω όπως καταγγέλλω αυτούς ονομαστικώς και αναφέρω τας συγκεκριμένας κατ' αυτών κατηγορίας, δια να ανακαλώνται εκ Κύπρου. Εις μίαν μόνον περίπτωσιν έπραξα τούτο. Μου είναι δυσάρεστον το τοιούτον έργον. Αλλά και το κακόν δεν θεραπεύεται δια της κατ' αυτόν τον τρόπον αντιμε¬τωπίσεως του. Σημασίαν έχει η εκρίζωσις και πρόληψις του κακού και ουχί απλώς η αντιμετώπισις των εκ τούτου επιπτώ¬σεων.
Λυπούμαι να είπω, κύριε πρόεδρε, ότι η ρίζα του κακού είναι πολύ βαθεία και φθάνει μέχρις Αθηνών. Εκείθεν τροφο¬δοτείται και εκείθεν συντηρείται και απλούται αναπτυσσόμενον το δένδρον του κακού, του οποίου τους πικρούς καρπούς γεύεται σήμερον ο κυπριακός Ελληνισμός. Και δια να είμαι απολύτως σαφής, λέγω ότι στελέχη του στρατιωτικού καθεστώτος της Ελλάδος υποστηρίζουν και κατευθύνουν την δρα¬στηριότητα της τρομοκρατικής οργανώσεως "ΕΟΚΑ-Β'". Εν¬τεύθεν εξηγείται και η ανάμιξις Ελλήνων αξιωματικών της Εθνικής Φρουράς εις την παρανομίαν, την συνωμοσίαν και εις άλλας απαραδέκτους καταστάσεις. Περί της ενοχής κύκλων του στρατιωτικού καθεστώτος καταμαρτυρούν έγγραφα, τα οποία ευρέθησαν προσφάτως εις την κατοχήν ιθυνόντων στελεχών της "ΕΟΚΑ-Β'". Εκ του Εθνικού Κέντρου απεστέλλοντο αφθόνως χρήματα δια την συντήρησιν της οργανώ¬σεως, εδίδοντο εντολαί δια την αρχηγίαν μετά τον θάνατον του Γρίβα και την ανάκλησιν του μετ' αυτού ελθόντος εις Κύπρον ταγματάρχου Καρούσου, γενικώς δε εξ Αθηνών κατηυθύνοντο τα πάντα. Η γνησιότης των εγγράφων τούτων δεν είναι δυνατόν να τεθεί εν αμφιβόλω, διότι και τα δακτυλογρα¬φημένα εξ αυτών έχουν διορθώσεις δια χειρός γενομένας και γνωστός είναι ο γραφικός χαρακτήρας του γράψαντος. Ενδει¬κτικώς επισυνάπτω εν τοιούτον έγγραφον.
Είχον πάντοτε ως αρχήν και επανειλημμένως εδήλωσα ό¬τι η συνεργασία μου μετά της εκάστοτε Ελληνικής Κυβερνή¬σεως αποτελεί δι' εμέ εθνικόν καθήκον. Το εθνικόν συμφέρον υπαγορεύει την αρμονικήν και στενήν συνεργασίαν Αθηνών και Λευκωσίας. Οιαδήποτε και αν ήτο η Κυβέρνησις της Ελ¬λάδος, ήτο δι' εμέ η Κυβέρνησις της Μητρός Πατρίδος και έπρεπε να συνεργάζωμαι μετ' αυτής. Δεν δύναμαι να είπω ότι τρέφω ιδιαιτέραν συμπάθειαν προς στρατιωτικά καθεστώτα και μάλιστα εις την Ελλάδα, την χώραν, η οποία εγέννησε και ελίκνισε την δημοκρατίαν. Αλλά και εις αυτήν την περίπτωσιν δεν παρεξέκλινα της αρχής μου περί συνεργασίας. Αντιλαμ¬βάνεσθε, όμως, κύριε Πρόεδρε, τας θλιβεράς σκέψεις, αι οποίαι βασανιστικώς με απασχολούν κατόπιν της διαπιστώ¬σεως ότι άνθρωποι της κυβερνήσεως της Ελλάδος εξυφαίνουν αδιαλείπτως κατ' εμού συνωμοσίας και, όπερ το χειρότερον, διαιρούν και εξωθούν τον Κυπριακόν Ελληνισμόν εις την δι' αλληλοσπαραγμού καταστροφήν.
Ουχί άπαξ μέχρι τούδε ησθάνθην, και είς τινας περιπτώ¬σεις σχεδόν εψηλάφησα, εκτεινομένην αοράτως εξ Αθηνών χείρα, αναζητούσαν προς αφανισμόν την ανθρωπίνην ύπαρξίν μου. Χάριν, όμως, εθνικής σκοπιμότητος ετήρησα σιγήν. Και αυτό ακόμη το πονηρόν πνεύμα, υπό του οποίου εκυριεύθησαν οι τρεις καθαιρεθέντες Κύπριοι Μητροπολίται, οι μεγάλην κρίσιν προκαλέσαντες εν τη Εκκλησία, είχε πηγήν εκπορεύσεώς του τας Αθήνας. Ουδέν, όμως, εν προκειμένω είπον. Σκέπτομαι μόνον και διαλογίζομαι προς τι πάντα ταύτα. Θα εξηκολούθουν δε να τηρώ σιγήν περί της ευθύνης και του ρό¬λου της Ελληνικής Κυβερνήσεως εις το σημερινόν δράμα της Κύπρου, εάν επί της σκηνής του δράματος ήμην ο μόνος πάσχων..
Αλλ' η συγκάλυψις και η σιωπή δεν επιτρέπονται, ό¬ταν πάσχει ολόκληρος ο Κυπριακός Ελληνισμός, όταν Έλλη¬νες αξιωματικοί της Εθνικής Φρουράς κατά προτροπήν εξ Αθηνών υποστηρίζουν την "ΕΟΚΑ-Β'", εις εγκληματικήν δραστηριότητα, περιλαμβάνουσαν πολιτικάς δολοφονίας και γενικώς αποσκοπούσαν εις την διάλυσιν του κράτους.Εις την προσπάθειαν διαλύσεως της κρατικής υποστά¬σεως της Κύπρου μεγάλη είναι η ευθύνη της Ελληνικής Κυ¬βερνήσεως. Το Κυπριακόν κράτος πρέπει να διαλυθεί μόνον εις περίπτωσιν Ενώσεως. Μη καθισταμένης όμως εφικτής της Ενώσεως επιβάλλεται η ισχυροποίησις της κρατικής υποστά¬σεως της Κύπρου. Η Ελληνική Κυβέρνησις δια της όλης στά¬σεως της έναντι του θέματος της Εθνικής Φρουράς ασκεί καταλυτικήν πολιτικήν επί του κυπριακού κράτους.
Προ μηνών το εξ Ελλήνων αξιωματικών αποτελούμενον Γενικόν Επιτελείον της Εθνικής Φρουράς υπέβαλεν εις την Κυπριακήν Κυβέρνησιν προς έγκρισιν κατάλογον υποψη¬φίων δοκίμων εφέδρων αξιωματικών, οίτινες θα εφοίτων εις ει¬δικήν σχολήν δια να υπηρετήσουν ακολούθως κατά την διάρκειαν της στρατιωτικής θητείας των ως αξιωματικοί. Εκ του υποβληθέντος καταλόγου δεν ενεκρίθησαν υπό του υπουργι¬κού συμβουλίου πεντήκοντα επτά εκ των υποψηφίων. Ειδοποιήθη περί τούτου γραπτώς το Γενικόν Επιτελείον.
Παρά ταύτα, κατόπιν οδηγιών εξ Αθηνών, το Επιτελείον ουδόλως έλαβεν υπ' όψιν την απόφασιν του Υπουργικού Συμ¬βουλίου, έχοντος βάσει νόμου το απόλυτον δικαίωμα διορισμού αξιωματικών της Εθνικής Φρουράς. Ενεργόν ασυδότως και αυθαιρέτως το Γενικόν Επιτελείον κατεπάτησε νόμους, περιεφρόνησε την απόφασιν της Κυπριακής Κυβερνήσεως και ενέγραψεν εις την Σχολήν Αξιωματικών τους μη εγκριθέν¬τος υποψηφίους.
Απολύτως απαράδεκτον θεωρώ την τοιαύτην στάσιν του εκ της Ελληνικής Κυβερνήσεως εξαρτωμένου Γενικού Επιτε¬λείου της Εθνικής Φρουράς. Η Εθνική Φρουρά είναι όργανον του Κυπριακού κράτους και υπ' αυτού πρέπει να ελέγχεται και ουχί εξ Αθηνών. Η θεωρία περί ενιαίου αμυντικού χώρου Ελλάδος - Κύπρου έχει την συναισθηματικήν πλευράν της. Αλλ' εν τη πραγματικότητι διάφορος είναι η κατάστασις. Η Εθνική Φρουρά, ως έχουν σήμερον η σύνθεσις και η στελέχωσίς της, εξετράπη του σκοπού της και κατέστη εκτροφείον παρανόμων, κέντρων συνωμοσιών κατά του κράτους και πηγή τροφοδοσίας της "ΕΟΚΑ-Β'".
Αρκεί να λεχθεί, ότι κατά την προσφάτως ενταθείσαν τρομοκρατικήν δραστηριότητα της "ΕΟΚΑ-Β'", αυτοκίνητα της Εθνικής Φρουράς μετέφερον οπλισμόν και μετεκίνουν εν ασφάλεια μέλη της Οργανώσεως, των οποίων επέκειτο η σύλληψις. Και διά την εκτροπήν αυτήν της Εθνικής Φρουράς απόλυτον την ευθύνην έχουν Έλληνες αξιωματικοί, μερικοί των οποίων είναι από ποδών μέχρι κεφαλής αναμεμιγμένοι και συμμέτοχοι εις την δραστηριότητα της "ΕΟΚΑ Β'". Και εις τούτο ευθύνης άμοιρον δεν είναι το Εθνικόν Κέντρον.
Ηδύνατο η ελληνική κυβέρνησις δι' απλού νεύματος της να θέσει τέρμα εις την θλιβεράν αυτήν κατάστασιν. Ηδύνατο το Εθνικόν Κέντρον να διατάξει τον τερματισμόν της βίας και της τρομοκρατίας υπό της "ΕΟΚΑ-Β'", διότι εξ Αθηνών αν¬τλεί η οργάνωσις τα μέσα συντηρήσεως και την δύναμίν της, ως εγγράφως μαρτυρούν τεκμήρια και αποδείξεις. Δεν έπραξεν, όμως, τούτο η Ελληνική κυβέρνησις.
Ως ένδειξιν μιας ανεπίτρεπτου καταστάσεως σημειώ εν¬ταύθα παρενθετικώς, ότι και εις Αθήνας ανεγράφησαν προ¬σφάτως συνθήματα κατ' εμού και υπέρ της "ΕΟΚΑ-Β'" εις τους τοίχους ναών και άλλων κτιρίων, συμπεριλαμβανομένου και του κτιρίου της Κυπριακής Πρεσβείας. Και η Ελληνική κυβέρνησις, καίτοι γνωρίζει τους δράστας, ουδενός επεδίωξε την σύλληψιν και την τιμωρίαν ανεχομένη κατ' αυτόν τον τρόπον προπαγάνδαν υπέρ της "ΕΟΚΑ-Β'".
Πολλά έχω να είπω, κύριε Πρόεδρε, αλλά δεν νομίζω ότι πρέπει να μακρηγορήσω περισσότερον. Και δια να καταλήξω, διαβιβάζω ότι η υπό Ελλήνων αξιωματικών στελεχουμένη Εθνική Φρουρά, της οποίας το κατάντημα εκλόνισε την προς αυτήν εμπιστοσύνην του Κυπριακού λαού, θα αναδιαρθρωθεί επί νέας βάσεως. Εμείωσα την στρατιωτικήν θητείαν διά να ελαττωθεί η οροφή της Εθνικής Φρουράς και το μέγεθος του κακού. Πιθανώς, να παρατηρηθεί, ότι η ελάττωσις της δυνά¬μεως της Εθνικής Φρουράς, λόγω συντμήσεως της στρατιωτι¬κής θητείας, δεν καθιστά αυτήν ικανήν να ανταποκριθεί εις την αποστολήν της εν περιπτώσει εθνικού κινδύνου.Δια λόγους, τους οποίους δεν επιθυμώ ενταύθα να εκθέ¬σω, δεν συμμερίζομαι αυτήν την άποψιν. Και θα παρεκάλουν όπως ανακληθούν οι στελεχούντες την Εθνικήν Φρουράν αξιωματικοί εξ Ελλάδος. Η παραμονή των εις την Εθνικήν Φρουράν και η υπ' αυτών διοίκησίς της θα είναι επιζήμιος εις τας σχέσεις Αθηνών και Λευκωσίας. Θα ήμην, εν τούτοις, ευ¬τυχής, εάν ηθέλατε να αποστείλητε εις Κύπρον περί τους εκα¬τόν αξιωματικούς ως εκπαιδευτάς και στρατιωτικούς συμβού¬λους, δια να βοηθήσουν εις την αναδιοργάνωσιν και αναδιάρ¬θρωση» των ενόπλων δυνάμεων της Κύπρου.
Ελπίζω, εν τω μεταξύ, να εδόθησαν εντολαί εξ Αθηνών εις την "ΕΟΚΑ-Β'", όπως τερματίσει την δραστηριότητα της, καίτοι, εφ' όσον αύτη δεν διαλύεται οριστικώς, δεν αποκλείε¬ται νέον κύμα βίας και δολοφονιών.
Θλίβομαι, κύριε Πρόεδρε, διότι ευρέθην εις την ανάγκην να είπω πολλά δυσάρεστα δια να περιγράψω εις αδράς γραμμάς με γλώσσαν ωμής ειλικρίνειας την από μακρού υφισταμένην εν Κύπρω αξιοθρήνητον κατάστασιν. Τούτο, όμως, επι¬βάλλει το εθνικόν συμφέρον, το οποίον έχω πάντοτε γνώμονα όλων των ενεργειών μου.
Δεν επιθυμώ διακοπήν της συνεργασίας μου μετά της ελ¬ληνικής κυβερνήσεως. Δέον, όμως, να ληφθεί υπ' όψιν ότι δεν είμαι διορισμένος νομάρχης ή τοποτηρητής εν Κύπρω της ελληνικής κυβερνήσεως αλλ' εκλεγμένος ηγέτης μεγάλου τμή¬ματος του Ελληνισμού και απαιτώ ανάλογον προς εμέ συμπεριφοράν του Εθνικού Κέντρου.
Το περιεχόμενον της παρούσης δεν είναι απόρρητον.
Μετ' εγκαρδίων ευχών Ο Κύπρου Μακάριος»
Τάσος Βουρνάς, Ιστορία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδος, τόμος ΣΤ', 2007, σελίδες 272-279].
Οχτώ μήνες κρατάει η βασιλεία του Ιωαννίδη, από την 25η Νοεμβρίου 1973 (περίπου μια βδομάδα μετά την εισβολή των τανκς στο Πολυτεχνείο), μέχρι το πραξικόπημα της ΕΟΚΑ Β κατά του Μακαρίου την 15η Ιουλίου 1974 και την εισβολή των τούρκικων τανκς στην Κύπρο. Τώρα καταλαβαίνουμε γιατί οι Αμερικανοί τρενάρουν το πέρασμα της εξουσίας στον Καραμανλή. Θέλουν πρώτα να «λύσουν» το πρόβλημα της Κύπρου που είχε αρχίσει να το «λύνει» ο Καραμανλής με τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, αλλά το άφησε ανολοκλήρωτο λόγω της παρεμβολής του Γ. Παπανδρέου. Οι Αμερικανοί δε φαντάζονταν ότι θα συναντήσουν τόσες δυσκολίες εδώ, ώστε να αναγκαστούν να καταφύγουν στην προδοσία του Ιωαννίδη, που σχεδόν είπε στους Τούρκους: ορίστε, περάστε καρντάσια. Τι εσείς, τι εμείς. Έτσι κι αλλιώς και οι δυο είμαστε τσιράκια των Αμερικανών.
Μέσα σε λίγες βδομάδες, αντιστάσεως μη ούσης, η Τουρκία επιβάλλει διά πυρός και σιδήρου την εξουσία της, περίπου στο μισό νησί. Η διχοτόμηση, το μεγάλο όνειρο του ΝΑΤΟ, είναι μια ντε φάκτο πραγματικότητα, που στις μέρες μας γίνεται και ντε γιούρε. Τα καλά αργούν να γίνουν.
Μόλις γίνεται γνωστή η απόβαση των Τούρκων στην Κύπρο, στην Ελλάδα κηρύσσεται επιστράτευση. Χαμός. Χάνει η μάνα το παιδί και ο φαντάρος τη μονάδα όπου πρέπει να παρουσιαστεί. Κι αν τη βρει κατά τύχην, δε βρίσκει τίποτα μέσα. Ούτε αρβύλες, ούτε κουραμάνα - αλλά ούτε όπλα. Χαμός, σας λέω. Είναι τέτοιο το αλαλούμ, που οι Τούρκοι εύκολα καταλαβαίνουν πως με τέτοιον εφεδρικό στρατό, όχι την Πόλη και την Αγια Σοφιά δεν παίρνουμε, αλλά ούτε απ' την άλλη μεριά της συνοριακής γέφυρας του 'Εβρου δεν περνούμε. Σε μια μονάδα επιστράτων τα κιβώτια αντί για άρβυλα, έχουν λαστιχένια παπούτσια του τένις! Κάποιοι είχαν μπερδέψει τα κιβώτια, και αντί να στείλουν στη στρατιωτική αποθήκη στρατιωτικά παπούτσια, έστειλαν αθλητικά. Τέτοια οργάνωση ο ελληνικός στρατός! Φαντάζεστε έναν στρατό να τρέχει στη μάχη με παπούτσια του τένις; Αν δεν το φαντάζεστε, δεν δικαιούστε να απορείτε γιατί οι Τούρκοι εισέβαλαν στην Κύπρο δυο φορές απανωτά.
Γιατί δεν υπήρχαν όπλα στις στρατιωτικές αποθήκες; Μα, διότι τα είχαν πουλήσει οι χουνταίοι σε αφρικανικές χώρες. Σε μια αποθήκη τα κιβώτια είχαν πάνω πάνω μια στρώση όπλα κι από κάτω πέτρες. Άρα εδώ δεν έγινε λάθος, όπως με τα παπούτσια του τένις. Προφανώς οι χουνταίοι ήθελαν να κάνουν πετροπόλεμο με τους Τούρκους καθώς και με κάθε άλλον προαιώνιο εχθρό της ενδόξου Ελλάδος, που συνεχίζει να ζει στη λίθινη εποχή, οχι μόνο από στρατιωτικής απόψεως. Και να σκεφτείς ότι ο Παπαδόπουλος έλεγε τις πρώτες μέρες της δικτατορίας: «Κάθε θυσία είναι αναγκαία, προκειμένου να έχωμεν αξιόμαχον στρατόν, διά να υπεράσπιση εν ώρα εθνικής ανάγκης το πάτριον έδαφος».
Οχτώ μέρες μετά το πραξικόπημα της Κύπρου και την τουρκική εισβολή, η χούντα πέφτει και ο Καραμανλής σηκώνεται απ' το Παρίσι και έρχεται στην Ελλάδα σηκωτός στα χέρια. Όλοι τον υποδέχονται μετά βαΐων και κλάδων, σαν ελευθερωτή. Και ο προσωρινός πρόεδρος της δημοκρατίας στρατηγός Γκιζίκης του παραδίδει την εξουσία στο πιάτο στις 23 Ιουλίου.
[Βασίλης Ραφαηλίδης, Ιστορία κωμικοτραγική του νεοελληνικού κράτους 1830-1974, έκδοση ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΠΡΩΤΟΣ, 2010, σελίδες 437-438].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Oσα δημοσιεύματα δεν έχουν την υπογραφή μας αντιπροσωπεύουν την προσωπική γνώμη των συγγραφέων τους και όχι την δική μας.Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις,, ή απειλές.