Συγκρότηση- Πραξικόπημα-και Τουρκική εισβολή
(Υπό Αντιναυάρχου ΠΝ ε.α. Σήφη Μανουσογιαννάκη)
Το Κυπριακό πρόβλημα έχει ρίζες τόσο βαθιές και σύνθετες ώστε μια τεράστια βιβλιογραφία να συνοδεύει κάθε φάση της εξέλιξης του είτε σε πολιτικό επίπεδο, είτε σε διπλωματικό, είτε σε στρατιωτικό. Προκειμένου να γίνει αντιληπτή η συγκρότηση και η δράση ενός επιμέρους τομέα όπως του Κυπριακού Ναυτικού κρίνεται απαραίτητη μια σύντομη ιστορική αναδρομή στα γεγονότα και στις εμπλεκόμενες δυνάμεις που τα διαμόρφωσαν έτσι ώστε να γίνουν κατανοητές οι ενέργειες όλων εκείνων που εκόντες άκοντες έπαιξαν κάποιο ρόλο σ’ αυτά.
Μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο οι Κύπριοι υπό την ηγεσία του Αρχ. Μακαρίου απαίτησαν την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα με νομική και πολιτική βάση την αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών. Η διακήρυξη αυτή εκδόθηκε από την Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών τον Νοέμβριο του 1950. Κατ αυτήν « ένας λαός που τελεί σε μόνιμη σχέση με συγκεκριμένο εδαφικό χώρο έχει το δικαίωμα να διαμορφώνει την πολιτειακή του υπόσταση με δημοκρατικό πολίτευμα και διακριτές τις εξουσίες του». Το 1950 διοργανώθηκε Πανκύπριο δημοψήφισμα για την ένωση με την Ελλάδα. Υπέγραψαν υπέρ της ένωσης το 97,5% μεταξύ των οποίων και μεμονωμένοι Τουρκοκύπριοι. Οι Άγγλοι πρότειναν στους Κυπρίους νέο σχέδιο Συντάγματος το οποίο τους παραχωρούσε μια μορφή «Διοικητικής Αυτονομίας». Οι Κύπριοι το απέρριψαν γιατί τους στερούσε το άμεσο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Τον Δεκέμβριο του 1952 νέο ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ ζητούσε από τα κράτη μέλη του να «προαγάγουν το δικαίωμα των λαών για αυτοδιάθεση και να διευκολύνουν την άσκηση του δικαιώματος τούτου στα εδάφη που είχαν υπό την διοίκηση τους με την διενέργεια δημοψηφίσματος»
Το 1953 επιχειρήθηκε από τον Αρχ. Μακάριο η εγγραφή για συζήτηση του Κυπριακού στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Η Ελληνική κυβέρνηση δεν υποστήριξε τις προσπάθειες του. Ένα χρόνο μετά το 1954 η κυβέρνηση του Αλεξ. Παπάγου κατέθεσε την πρώτη προσφυγή για το Κυπριακό στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Παρά ταύτα η Αγγλία αδιαφόρησε για τις αποφάσεις του ΟΗΕ και δια στόματος του Υφυπουργού Αποικιών Χένρυ Χόπκινσον δήλωνε στις 28-7-1954 πως « ορισμένες περιοχές μέσα στην Κοινοπολιτεία λόγω των ιδιαζουσών συνθηκών δεν μπορούν να περιμένουν ότι θα ήταν ποτέ δυνατόν να καταστούν πλήρως ανεξάρτητες….».[1]
Την 1η Απριλίου 1955 άρχισε επίσημα ο ένοπλος απελευθερωτικός αντιαποικιακός αγώνας της ΕΟΚΑ με στόχο την Αυτοδιάθεση-Ένωση. Πολιτικός αρχηγός του αγώνα ο Μακάριος και στρατιωτικός ο Γ. Γρίβας-Διγενής. Κατά την διάρκεια του τετράχρονου αγώνα ο οποίος έλαβε παλλαϊκό χαρακτήρα υπήρξαν στιγμές απαράμιλλης ανδρείας και ηρωισμού των Κυπρίων που προκάλεσαν διεθνή θαυμασμό.
Μέσα σε αυτό το κλίμα και κυρίως υπό την πίεση που άσκησε ο ξεσηκωμός του Κυπριακού λαού και η ένοπλη δράση της ΕΟΚΑ η Αγγλική διπλωματία προώθησε την λύση της ανεξαρτησίας της Κύπρου με μειωμένη εθνική κυριαρχία. Μετά την απομάκρυνση της από την Ιορδανία, το Ιράκ, και τη διώρυγα του Σουέζ η Κύπρος παρέμενε η μόνη της αποικία στην Μ.Ανατολή και αγωνιζόταν να μην την χάσει. Σαν μέσο για την επίτευξη του στόχου της χρησιμοποίησε τους Τουρκοκυπρίους αναβαθμίζοντας τον ρόλο τους. Γνώριζε βέβαια ότι οι Τουρκοκύπριοι ελέγχονταν από την Τουρκία την οποία με αυτόν τον τρόπο καθιστούσε μέρος του προβλήματος παρά το γεγονός ότι με την Συνθήκη της Λοζάνης του 1923 η Τουρκία είχε απεμπολήσει κάθε δικαίωμα της στο νησί.
Οι ΗΠΑ που από το 1957 είχαν ενεργή ανάμιξη στο Κυπριακό προωθούσαν λύσεις που θα ήταν κοινά αποδεκτές τόσο από την Ελλάδα όσο και από την Τουρκία. Αυτό δήλωνε η άποψη « λύση στα πλαίσια του ΝΑΤΟ». Η βασική τους επιδίωξη ήταν να αποκλείσουν κάθε πιθανότητα ένοπλης σύρραξης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και να αποκλείσουν την πιθανότητα διολίσθησης της Κύπρου προς τον Σοβιετικό συνασπισμό.[2]
Το 1956 η Τουρκική κυβέρνηση καθόρισε τους στρατηγικούς της στόχους για το Κυπριακό. Ανέθεσε στον καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου Νιχάτ Ερίμ την εκπόνηση σχεδίου για την επανάκτηση της Κύπρου. Το σχέδιο που συνέταξε ο Νιχάτ Ερίμ περιελάμβανε τις ακόλουθες πέντε βασικές αρχές που παρατίθενται κατωτέρω γιατί αποτελούν έκτοτε τις Τουρκικές πάγιες θέσεις για την Κύπρο.
Οι διεκδικήσεις στην Κύπρο θα πρέπει να στηρίζονται σε πολιτικούς λόγους χωρίς να διαταράσσονται οι σχέσεις με την Μεγάλη Βρετανία.
Στο νησί υπάρχουν δύο διαφορετικές κοινότητες η κάθε μία από τις οποίες έχει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Η λύση θα αποφασισθεί με διαφορετικά δημοψηφίσματα.
Η αρχή της αυτοδιάθεσης θα πρέπει να εφαρμοσθεί με την μετακίνηση Ελληνικού πληθυσμού για να υπάγονται στην διοίκηση της επιθυμίας τους αλλά και για να μην καταπατούνται τα δικαιώματα της Τουρκικής κοινότητας που είναι μειοψηφία και να διασφαλίζεται επίσης η ασφάλεια της Τουρκίας.
Η Τουρκία θα πρέπει να καθορίσει την ασφαλέστερη μορφή διχοτόμησης, λαμβάνοντας υπ όψιν τα οικονομικά και στρατιωτικά της συμφέροντα καθώς και τα συμφέροντα των Τουρκοκυπρίων. Στην ασφάλεια της περιοχής που θα παραχωρηθεί στους Ρωμιούς της Κύπρου θα πρέπει να συμμετέχει και η Τουρκία γιατί το θέμα σχετίζεται τόσον με την ασφάλεια της ίδιας όσον και με αυτή της Μ.Ανατολής
Πρέπει να επιδιωχθεί η ελεύθερη μετάβαση Τούρκων προς την Κύπρο. Υπό την προϋπόθεση ότι θα λάβουμε τα μέτρα μας το σύνολο του Τουρκικού πληθυσμού μπορεί να αυξηθεί στο ποσοστό που ανερχόταν επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τότε δεν θα ανησυχούμε για την έκβαση του δημοψηφίσματος που θα γίνει είτε για τον καθορισμό του συνόλου της νήσου είτε για τη διχοτόμηση.[3]
Για επίτευξη των ανωτέρω θέσεων ιδρύθηκε το 1957 στο Γενικό Επιτελείο της Τουρκίας η OHD ( Διεύθυνση Ειδικού Πολέμου) στην οποία ανατέθηκε η συγκρότηση στην Κύπρο της ΤΜΤ ( Τουρκικής Οργάνωσης Αντίστασης). Σκοπός της ήταν ο απόλυτος πολιτικός και στρατιωτικός έλεγχος της Τουρκοκυπριακής κοινότητας από την Άγκυρα, ώστε να αποτελέσει αφ ενός πολιτικό φορέα των επιδιώξεων της, και αφ ετέρου ένα σημαντικό αντίβαρο έναντι της ΕΟΚΑ. Στόχος της ήταν να αριθμεί περί τους 10.000 μαχητές μέχρι το 1960.[4]
Στην Ελλάδα από την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου καμιά κυβέρνηση δεν είδε την Τουρκία ως εθνικό κίνδυνο. Μέσα στο έντονα μετεμφιλιακοπολεμικό κλίμα που επικρατούσε και της αυξημένης πολιτικής επιρροής των ΗΠΑ στις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις φόβους προκαλούσε ο κομμουνιστικός κίνδυνος από βορρά και το Κυπριακό εθεωρείτο σαν πονοκέφαλος που δηλητηρίαζε τις φιλικές και συμμαχικές σχέσεις με τους δυτικούς εταίρους. Οι Ελληνικές κυβερνήσεις επιζητούσαν την Ένωση ως λύση του Κυπριακού προκειμένου να μην γίνει η Κύπρος, Κούβα. «Το δίλημμα είναι: Νατοποίηση ή Κούβα» έγραφε ο Γεώργιος Παπανδρέου προ της επισκέψεως του στην Αμερική στον Πρόεδρο Τζόνσον. Και λέγοντας νατοποίηση εννοούσε την Ένωση με την Ελλάδα.[5]
Τον Σεπτέμβριο 1955, μετά από πρόσκληση της Αγγλίας, η Ελλάδα και η Τουρκία έλαβαν μέρος σε τριμερή διάσκεψη για τι Κυπριακό στο Λονδίνο. Ήταν η πρώτη επίσημη εμπλοκή της Τουρκίας στο Κυπριακό γεγονός που θεωρήθηκε ως μεγάλη διπλωματική επιτυχία για την Τουρκία και αποτυχία για την Ελλάδα αφού καθιστούσε τους Τούρκους ισότιμους συνομιλητές.
Τον Φεβρουάριο του 1959 οι κυβερνήσεις της Αγγλίας της Ελλάδας και της Τουρκίας προσυπέγραψαν στην Ζυρίχη την συμφωνία παραχώρησης ανεξαρτησίας στην Κύπρο. Η Συμφωνία επικυρώθηκε στο Λονδίνο τον ίδιο μήνα με την συμμετοχή και των εκπροσώπων της Ελληνοκυπριακής και Τουρκοκυπριακής κοινότητας της Κύπρου. Στις 13-12-1959 εξελέγη Πρόεδρος της δημοκρατίας ο Αρχ. Μακάριος και Αντιπρόεδρος ο Φ. Κιουτσούκ. Στις 16-8-1960 τέθηκε σε εφαρμογή το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και στις 31-7-1960 έγιναν οι πρώτες βουλευτικές εκλογές. Η Κυπριακή Δημοκρατία αναγνωρίσθηκε ως ανεξάρτητο κράτος από το σύνολο των χωρών και έγινε αποδεκτή ως πλήρες μέλος του ΟΗΕ.[6]
Οι Άγγλοι είχαν επιτύχει τον στρατηγικό τους στόχο, δηλαδή την άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων στο 3% του Κυπριακού εδάφους και την συμμετοχή τους στις Κυπριακές εξελίξεις ως εγγυήτρια δύναμη.
Οι Τούρκοι δεν τον είχαν επιτύχει. Δεν είχαν επιτύχει ούτε την διχοτόμηση, ούτε τον γεωγραφικό διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων. Εξέλαβαν όμως τις Συνθήκες ως ένα ενδιάμεσο στάδιο που αργότερα θα μπορούσαν να τροποποιήσουν ώστε να επιτύχουν το επιθυμητό για αυτούς αποτέλεσμα στα πλαίσια των στόχων που είχαν καθορίσει. Για το λόγο αυτό κάτω από την καθοδήγηση της Άγκυρας οι Τουρκοκύπριοι έφεραν προσκόμματα στην ομαλή λειτουργία του Συντάγματος.
Οι Έλληνες δεν πέτυχαν την ένωση. Η ανεξαρτησία όμως και ο έλεγχος που θα ασκούσαν ως εγγυήτρια δύναμη πάνω στην Κυπριακή κυβέρνηση ικανοποιούσε προς το παρόν τις Ελληνικές κυβερνήσεις. Όχι όμως και τον λαό.
Η Κυπριακή κυβέρνηση είδε τις Συνθήκες ως ενδιάμεση λύση προς τον στόχο της Αυτοδιάθεσης, και πίστευε ότι θα μπορούσε να τις ανατρέψει μέσω του ΟΗΕ και του Κινήματος των Αδεσμεύτων προς τους οποίους στράφηκε ο Μακάριος, ο οποίος είχε δει, ότι οι Συμφωνίες αυτές δεν θα ευδοκιμούσαν και θα απέβαιναν εκ των πραγμάτων ανενεργές. Η δυναμική μειοψηφία των Γριβικών δεν δέχθηκε τις Συμφωνίες.
Η περίοδος από τον Νοέμβριο του 1963 που ο Μακάριος έθεσε το θέμα της αναθεώρησης του Συντάγματος μέχρι το 1974 που πραγματοποιήθηκε το πραξικόπημα εναντίον του είναι η πλέον δραματική στην πορεία του Κυπριακού προβλήματος. Περιλαμβάνει προσπάθειες των Τουρκοκυπρίων για δημιουργία αυτόνομων θυλάκων εντός του Κυπριακού εδάφους, εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της Εθν. Φρουράς εναντίον των Τουρκοκυπρίων (γεγονότα Κοφίνου), χάραξη της «πράσινης Γραμμής», επέμβαση της Τουρκικής αεροπορίας, απειλές των Τούρκων για απόβαση, υποβολή διχοτομικών σχεδίων για λύση, δημιουργία της ΕΟΚΑ Β, σχέδια ανατροπής του Μακαρίου, απόπειρα πραξικοπήματος το 1972, εκκλησιαστική κρίση, βομβιστικές επιθέσεις, δολοφονίες πολιτών, απαγωγές υπουργών, δολοφονίες υπουργών και απόπειρες εναντίον του ίδιου του Μακάριου. Ο Μακάριος στράφηκε προς την Σοβιετική Ένωση και τους Αδέσμευτους τόσο για πολιτική όσο και για στρατιωτική βοήθεια. Οι Αμερικανοί, το ΝΑΤΟ και η Ελλάδα φοβόντουσαν διολίσθηση του Μακαρίου προς το αποκαλούμενο «Σιδηρούν Παραπέτασμα».[7] Βρισκόμαστε στην καρδιά του Ψυχρού Πολέμου. Σε αντίθεση με τους Τούρκους και τους Τουρκοκύπριους η Ελληνικές κυβερνήσεις και η Κυπριακή ηγεσία σπάνια είχαν συναντίληψη και κοινή πολιτική. Στην Κύπρο την πλειοψηφία του λαού την ήλεγχε ο Μακάριος αλλά οι οπαδοί του Γρίβα (οι ενωτικοί) ήταν μεν μειοψηφία αλλά πολύ δυναμική. Στην Ελλάδα ο Μακάριος άρχισε να αμφισβητείται από τους πολιτικούς. Το κλίμα στην Κύπρο άρχισε να μεταβάλλεται και οι Έλληνες Αξιωματικοί ήταν πλέον επιθυμητοί στην Κύπρο μόνο από τη μειοψηφία των ενωτικών. Το «Εφεδρικό Σώμα» (στρατιωτική-αστυνομική οργάνωση) δημιούργημα του Μακαρίου, ασκούσε έντονες ψυχολογικές πιέσεις εναντίον των εξ Ελλάδας στρατιωτικών.
Στην περίοδο αυτή η πολιτική των ΗΠΑ υπήρξε σταθερά κατευναστική. Μέλημα τους η αποφυγή αποσταθεροποίησης της νοτιανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Η αποφυγή διολίσθησης της Κύπρου προς τον Σοβιετικό συνασπισμό και η αναζήτηση της λύσεως στα πλαίσια του ΝΑΤΟ. Είχαν ήδη αποτρέψει το 1964 μια απόπειρα Τουρκικής εισβολής, μια σύρραξη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας το 1967, και το 1972 μια απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον του Μακαρίου από την χούντα. Το 1974 τα πράγματα είχαν διαφοροποιηθεί. Ήταν η εποχή που ο Νίξον αντιμετώπιζε το σκάνδαλο Ουώτεργκειτ και στην ουσία ο Κίσινγκερ εφάρμοζε την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Μια πολιτική που χαρακτηρίστηκε σε σεμινάριο που έγινε το 1975 στην Ουάσιγκτον «με έλλειψη αφοσίωσης σε ένα σύστημα αξιών που ένα έθνος όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες έχει ευγενικά υπερασπιστεί τόσον καιρό».[8] Έχει αποδειχθεί πλέον από πολλούς ερευνητές η ανάμιξη του Στέιτ Ντιπάρτμεντ τόσο στην σχεδίαση του πραξικοπήματος όσον και στις εξελίξεις μετά από αυτό.
Η πολιτική της Αγγλίας υπήρξε ανάλογη εκείνης των ΗΠΑ, των οποίων ΗΠΑ η Αγγλία, είναι ένας πιστότατος ακόλουθος. Ύστερα από το πραξικόπημα η Βουλή των Κοινοτήτων διόρισε εξαμελή ειδική επιτροπή (Select Committee) για να εξετάσει την πολιτική της Βρετανικής κυβέρνησης σχετικά με τα γεγονότα του 1974 που αναφερόταν στο πραξικόπημα και την εισβολή. Στο βασικό της συμπέρασμα αναφέρει «Δεν υπάρχει λόγος αμφιβολίας ότι κατά την διάρκεια της επίσκεψης του στο Λονδίνο ο Ετζεβίτ εισηγήθηκε κοινή αγγλο-τουρκική επέμβαση….Η Βρετανία είχε το νομικό δικαίωμα να επέμβει, είχε την ηθική υποχρέωση να επέμβει είχε την στρατιωτική ικανότητα να επέμβει. Δεν επενέβει για λόγους που η κυβέρνηση αρνείται να δώσει……Πολιτικοί υπολογισμοί πρέπει να έπαιξαν τον ρόλο τους». Ένα περίπου χρόνο αργότερα ο Τούρκος πρόεδρος Κοροτούρκ δήλωσε σε δημοσιογράφους ότι οι Βρετανοί ενεθάρρυναν την Τουρκία να προχωρήσει στην εισβολή. Ο Κοροτούρκ έλεγε τον Μάιο 1975 ότι η Τουρκική πρόθεση ήταν να γίνει μια αναίμακτη επιχείρηση και γι’ αυτό έστειλαν τον πρωθυπουργό τους στο Λονδίνο. Όμως οι Βρετανοί απάντησαν ότι δεν μπορούσαν να βοηθήσουν με συμμετοχή τους στην επιχείρηση και οι Τούρκοι αν μπορούσαν ας προχωρούσαν μόνοι τους.[9]
Οι Ελληνικές κυβερνήσεις είχαν αρχίσει να συζητούν την Ένωση με παράλληλη παροχή εδαφικών ανταλλαγμάτων προς τους Τούρκους, προκειμένου να ικανοποιηθεί η απαίτηση τους για εξασφάλιση των νοτίων συνόρων τους (σχέδιο Άτσεσον). Η αρχική θέση στο σχέδιο και τις παραλλαγές του ήταν αρνητική. Στην συνέχεια ο Έλληνας Πρωθυπουργός Γ.Παπανδρέου διαφοροποίησε την θέση του από την οποία εκπορεύτηκε η περίφημη δήλωση του «όταν σου χαρίζουν μια πολυκατοικία μπορείς να δώσεις ένα διαμέρισμα», για να διατυπώσει αργότερα την τελική του θέση με την φράση «Η Ελλάς ουδέν ζητεί διατί να δώσει; Η Τουρκία ουδέν δίδει διατί να πάρει;».[10] Ο Κ.Μητσοτάκης σε επιστολή του στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ στις 14-7-2009 ανέφερε ότι το Υπουργικό Συμβούλιο στην Ελλάδα ομόφωνα είχε αποδεχτεί το σχέδιο Άτσεσον.[11] Οι παλινδρομήσεις αυτές εκλαμβάνονταν από τους Τούρκους ως παράθυρο προς την εκπλήρωση του δικού τους στόχου της διχοτόμησης. Οι Αμερικανοί διέβλεπαν ότι με λίγη πίεση οι Έλληνες θα δεχόταν την Ένωση και παράλληλα κάποιας μορφής διχοτόμηση. Σιγά-σιγά άρχισε να γίνεται πεποίθηση στις Ελληνικές κυβερνήσεις ότι το μόνο εμπόδιο για την εκπλήρωση των στόχων τους ήταν ο Μακάριος ο οποίος δεν δεχόταν τέτοιου είδους συμφωνίες. Το δικτατορικό καθεστώς στην Ελλάδα επέλεξε βιαιότερες λύσεις έναντι του Μακαρίου.[12]
Η σταθερή θέση του Μακαρίου ήταν Αυτοδιάθεση και Ένωση λέγοντας ότι η Ένωση διέρχεται μέσα από την ακηδεμόνευτη Ανεξαρτησία και ότι η επίλυση του Κυπριακού θα πρέπει να προκύψει μέσα από τις διαδικασίες και διακηρύξεις του ΟΗΕ. Το 1968 διαφοροποίησε την πολιτική του θέση με νέα που ήταν η επιδίωξη «του εφικτού και όχι του ευκταίου». Επανεξελέγη με ποσοστό 95,5%.
Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας του 1960 προέβλεπε την συγκρότηση Ενόπλων Δυνάμεων ικανών να εκτελέσουν χερσαίες, ναυτικές και αεροπορικές επιχειρήσεις. Αυτή η πρόνοια του Συντάγματος αποτέλεσε και την αιτία για την έναρξη των απαραίτητων διαδικασιών και ενεργειών ώστε να δημιουργηθεί το Κυπριακό Ναυτικό. Η ανάγκη έγινε επιτακτική ιδιαίτερα μετά τους βομβαρδισμούς της Τουρκικής αεροπορίας τον Αύγουστο του 1964 στα γεγονότα Μανσούρας-Κοκκίνων. Συστήθηκε το Ειδικό Μικτό Επιτελείο Κύπρου (ΕΜΕΚ) στο οποίο προίστατο ο Στρατηγός Γ.Γρίβας και συμμετείχαν εκπρόσωποι και των τριών κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων. Από το Πολεμικό Ναυτικό συμμετείχε ο Πλωτάρχης Γ.Δημητρόπουλος.
Ο Μακάριος αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα στην αγορά πολεμικού υλικού γιατί οι αγορές της Δύσης ήταν κλειστές για την Κύπρο. Για τον λόγο αυτό αποφάσισε την αγορά πολεμικού υλικού από την Σοβιετική Ένωση. Το κύριο υλικό για το Κυπριακό Ναυτικό που αγοράστηκε από την Σοβιετική Ένωση περιελάμβανε.[13]
1 Έξη Τορπιλακάτους.
2 Τριάντα έξη τορπίλες μάχης.
3 Τρείς τορπίλες γυμνασίων.
4 Τρείς αεροσυμπιεστές.
5 Υλικά εγκατάστασης συνεργείου τορπιλών.
6 Δύο φορεία τορπιλών.
7 Δύο σταθμούς ασυρμάτου VHF μετά μονάδων τροφοδότησης.
8 Ένα γερανοφόρο όχημα.
9 Ένα αυτοκίνητο μεταφοράς τορπιλών.
10 Εκατόν ογδόντα τόνους καυσίμων.
11 Αμοιβό υλικό μηχανολογικό, ηλεκτρολογικό, ηλεκτρονικό, ναυτιλίας, ελέγχου βλαβών, και πυροβολικού.
12 48.000 βλήματα των 14,5 χιλ.
13 Υλικό στρατωνισμού των έξη Τορπιλακάτων.
Το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό απέστειλε στην Κύπρο:
1 Πυροβόλα των 3,7’ ,40 χιλ. και 20χιλ.
2 Τέσσερα Καναδικά Radar τύπου Α/Α Νο 4 ΜΚ 6/2. Τα Radar ήταν τοποθετημένα εντός οχημάτων που μπορούσαν να ρυμουλκηθούν, ο εσωτερικός χώρος των οποίων ήταν διαμορφωμένος σε μικρό θάλαμο επιχειρήσεων. Είχαν εμβέλεια 50 ναυτικά μίλια.
3 Δύο παλαιά Γερμανικής ναυπήγησης του 1935 Παράκτια Περιπολικά που ενεργοποίησε στον Ναύσταθμο Σαλαμίνας. Τα πλοία αυτά είχαν αγορασθεί από τον Κύπριο επιχειρηματία Α.Λεβέντη και έλαβαν τα ονόματα Π/Π ΑΡΙΩΝ και Π/Π ΦΑΕΘΩΝ
Η Κυπριακή κυβέρνηση μετά από υπόδειξη των Ελλήνων Αξιωματικών προχώρησε στην επίταξη εκτάσεως στην περιοχή Μπογάζι πλησίον της Αμμοχώστου όπου βρίσκονταν εγκαταλειμμένες κτιριακές εγκαταστάσεις και ευκολίες φορτώσεως υλικών σε πλοία που μπορούσαν να παραβάλλουν σε μικρή προβλήτα. Το όλο συγκρότημα ανήκε στο παρελθόν στον επιχειρηματία Μποδοσάκη. Η έκταση αυτή αποτέλεσε την Υπηρεσία Διοικητικής Μέριμνας του Κυπριακού Ναυτικού και ονομάσθηκε Ναυτική Βάση Χρυσούλης (ΝΒΧ) προς τιμή του φονευθέντος Υπάρχου του Π/Π ΦΑΕΘΩΝ. Η όλη δημιουργία και λειτουργία της Βάσης για την υποστήριξη των Τ/Α ήταν έργο του Υποπλοιάρχου(Μ) Ε.Ξενιτίδη που ανέλαβε Διοικητής της. Από τα πρώτα μελήματα του ήταν η ανάπτυξη των απαραίτητων υποδομών μεταξύ Ναυτικής Διοίκησης Κύπρου (ΝΔΚ)- Ναυτικής Βάσης Χρυσούλης (ΝΒΧ)- Ν.Σταθμών –Ν.Κλιμακίων- Ν.Παρατηρητηρίων-Πλοίων ως και Πλοίων και Αεροσκαφών.
Οι άνδρες του προσωπικού παραλαβής περί τα 60 άτομα αφίχθησαν στην Κύπρο τον Οκτώβριο του 1964. Στις 7-10-1964 έφθασε στην Κύπρο ο έφεδρος Υποναύαρχος Γ.Καρβέλης ο οποίος στην συνέχεια μετέβη στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου από όπου παρέλαβε εκ μέρους της Κυπριακής κυβέρνησης το σύνολο του πολεμικού υλικού που ο Μακάριος αγόρασε από την Σοβιετική Ένωση. Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους αφίχθη στην Κύπρο ο Πλωτάρχης Γ.Δημητρόπουλος που ανέλαβε καθήκοντα Ναυτικού Διοικητού Κύπρου και επωμίσθηκε το δύσκολο έργο της οργανώσεως του Κυπριακού Ναυτικού ξεκινώντας σχεδόν από μηδενική βάση. Τον Ιανουάριο του 1965 άρχισε να καταφθάνει στην Κύπρο από την Αλεξάνδρεια το αγορασθέν πολεμικό υλικό, η παραλαβή του οποίου τελείωσε στο τέλος Φεβρουαρίου. Από εκεί και πέρα άρχισε η μεγάλη προσπάθεια ενεργοποιήσεως του υλικού, η σύντονος εκπαίδευση των πληρωμάτων των πλοίων, ο καθορισμός των αποστολών τους, και η επίτευξη του μέγιστου δυνατού επιχειρησιακού επιπέδου εκπαιδεύσεώς τους. Τούτο κατέστη δυνατόν με τις τεράστιες προσπάθειες που κατέβαλαν όλοι, και ιδιαίτερα ο Εφ. Υποπλοίαρχος Κ.Κονδύλης, οι Ανθυποπλοίαρχοι Ν.Μπέτσης, Ε.Ζαρόκωστας, Κ.Δημητριάδης, Ε.Καναβαριώτης, Γ.Δεμέστιχας, Α.Χρυσικόπουλος, Κ.Σουρμπάτης και Ι.Θεοφιλόπουλος οι οποίοι ανέλαβαν Κυβερνήτες των Τορπιλακάτων κατά την πρώτη περίοδο. Ήταν η εποχή της « δημιουργίας» και μάλιστα σε ένα περιβάλλον Κυπρίων ιδιαίτερα φιλικό προς τους «εξ Ελλάδος» που τους έβλεπαν ως προστάτες τους από τους Τούρκους. Στην αρχική του φάση το Κυπριακό Ναυτικό είχε συγκροτηθεί από τις δύο Ακταιωρούς τον ΦΑΕΘΩΝΑ και τον ΑΡΙΩΝΑ. Τα πληρώματα τους ήταν Έλληνες Αξιωματικοί, Υπαξιωματικοί και ναύτες.[14]
Την πρώτη πολεμική αποστολή του την ανέλαβε το Κυπριακό Ναυτικό στις 7 Αυγούστου του 1964 όταν τα ΠΠ ΑΡΙΩΝ και ΠΠ ΦΑΕΘΩΝ διατάχθηκαν να υποστηρίξουν με ναυτικό βομβαρδισμό τις επιχειρήσεις της Εθνικής Φρουράς εναντίον των Τουρκοκυπρίων στην περιοχή Μανσούρας-Κοκκίνων. Την επόμενη μέρα εκδηλώθηκε σφοδρή επίθεση της Τουρκικής αεροπορίας σε όλη την περιοχή της Τηλλυρίας.
Αφηγείται ο Κυβερνήτης του ΠΠ ΦΑΕΘΩΝ Ανθυποπλοίαρχος Δ.Μητσάτσος[15] : «ήρθαν τα αεροπλάνα και άρχισαν τις επιθέσεις……Η μάχη κράτησε πολλή ώρα…….Ρίξαμε ένα αεροπλάνο και χτυπήσαμε ένα άλλο………το καράβι δεν έστριβε κοίταξα στην τιμονιέρα και είδα ότι ο πηδαλιούχος είχε σκοτωθεί……Ένα αεροπλάνο που ερχόταν πολύ κοντά με το νερό δεν το είδε κανείς, έριξε μια ριπή και σκοτώθηκε ο Ύπαρχος ΣΕΑ/Μ Π.Χρυσούλης ο νοσοκόμος και ένας Κύπριος……..Τραυματίσθηκε κάποιος άλλος, οι σφαίρες πέρασαν μέσα από το χέρι μου……….Το έριξα στην παραλία και διέταξα εγκατάλειψη πλοίου…….Απο τους 23 μέσα στο πλοίο σκοτώθηκαν δύο Υπαξιωματικοί τέσσερις ναύτες και ο Κύπριος…..Είμαι ο μόνος επιζών Αξιωματικός ανάπηρος με κομμένο το δεξί χέρι». Σκοτώθηκαν ο Σημαιοφόρος Π.Χρυσούλης, οι Υποκελευστές Σ.Αγάθος, Ν.Πανάγος, και οι ναύτες Ν.Καπαδούκας, Ν.Νιάφας και Π.Θεοδωράτος. Τραυματίστηκαν ο Ανθυποπλοίαρχος Δ.Μητσάτσος, οι Υποκελευστές Δ.Ρεμουντάκης, Ι.Γιόκας και Κ.Κοφινάς κα οι ναύτες Α.Βλάχος, και Β.Τσιακάλης. Το ΠΠ ΑΡΙΩΝ με Κυβερνήτη τον Ανθυποπλοίαρχο Ν.Μπέτση συνέχισε τον βομβαρδισμό μέχρι τις απογευματινές ώρες που διατάχθηκε από την ΝΔΚ να απομακρυνθεί από την περιοχή των επιχειρήσεων.
Κατά το τέλος του πρώτου εξαμήνου 1965 το Κυπριακό Ναυτικό είχε τις ακόλουθες επιχειρησιακές δυνατότητες:[16]
1 Ανακοπή του ρεύματος εφοδιασμού των Τ/Κ από την Τουρκία.
2 Δυνατότητα αναγνωρίσεως κάθε εντοπιζόμενου στόχου με την συνεργασία RADAR, Παρατηρητηρίων, Π/Π ΛΕΒΕΝΤΗΣ (πρώην ΑΡΙΩΝ) και Τ/Α.
3 Προσβολή με αυξημένες πιθανότητες επιτυχίας αποβατικής δυνάμεως εισερχόμενης εντός των χωρικών υδάτων της Κύπρου με νυκτερινές τορπιλικές επιθέσεις των Τ/Α συνεργαζομένων με τα RADAR των Παρατηρητηρίων.
Το 1974, έτος των δραματικών γεγονότων στην Κύπρο, στο Κυπριακό Ναυτικό υπηρετούσαν είκοσι τρείς (23) Αξιωματικοί και εβδομήντα (70)
Υπαξιωματικοί πέραν των υπηρετούντων Ελλήνων και Κυπρίων ναυτών. Είχε την ακόλουθη δομή και στελέχωση:
1 ΝΑΥΤΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΥΠΡΟΥ (ΝΔΚ): Διοικητής Αντιπλοίαρχος Γ.Παπαγιάννης.
2 ΝΑΥΤΙΚΗ ΒΑΣΗ ΧΡΥΣΟΥΛΗ (ΝΒΧ)και ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΠΑΡΑΚΤΙΟΥ ΑΜΥΝΗΣ (ΔΠΑ): Διοικητής Αντιπλοίαρχος Α.Παπαδάκης. Στην ΝΒΧ υπαγόταν και ομάδα ΟΥΚ με Διοικητή τον Υποπλοίαρχο Σ.Γουλέα.
3 ΝΑΥΤΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ (ΝΣΚ): Διοικητής Υποπλοίαρχος Ε.Τσομάκης
4 ΝΑΥΤΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΠΑΦΟΥ (ΝΣΠ): Διοικητής Σημαιοφόρος ΣΕΑ/Μ Α.Παλαίστρος
5 Π/Π ΛΕΒΕΝΤΗΣ: Κυβερνήτης Υποπλοίαρχος Σ.Ταβλαρίδης.
6 Τ/Α-6: Κυβερνήτης Υποπλοίαρχος Ε.Τσαταλός.
7 Τ/Α-2: Κυβερνήτης Υποπλοίαρχος Α.Κανδαλέπας.
8 Τ/Α-3: Κυβερνήτης Υποπλοίαρχος Ε.Τσομάκης.
9 Τ/Α-4: Kυβερνήτης Υποπλοίαρχος Π.Δούκας.
10 Τ/Α-1: Κυβερνήτης Σημαιοφόρος ΣΕΑ/Μ Ν.Βερύκιος.
11 Τ/Α-5: Σε ακινησία στην ΝΒΧ
12 ΣΤΑΘΜΟΣ ΕΓΚΑΙΡΟΥ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΑΣΤΗΡ (ΣΕΠ ΑΣΤΗΡ): Διοικητής Σημαιοφόρος ΣΕΑ/Μ Δ.Πυρόβολος.
13 ΣΤΑΘΜΟΣ ΕΓΚΑΙΡΟΥ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΒΥΡΩΝ (ΣΕΠ ΒΥΡΩΝ): Διοικητής Σημαιοφόρος ΣΕΑ/Μ Α.Τρικοίλης.
14 ΣΤΑΘΜΟΣ ΕΓΚΑΙΡΟΥ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΓΑΛΗ (ΣΕΠ ΓΑΛΗ): Διοικητής Ανθυπασπιστής Σημ. Β.Μητρόπουλος.
15 ΣΤΑΘΜΟΣ ΕΓΚΑΙΡΟΥ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΔΟΞΑ (ΣΕΠ ΔΟΞΑ): Διοικητής Σημαιοφόρος ΣΕΑ/Μ Ε.Κομνηνός.
Διαβάστε ΕΔΩ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
ΕΔΩ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Oσα δημοσιεύματα δεν έχουν την υπογραφή μας αντιπροσωπεύουν την προσωπική γνώμη των συγγραφέων τους και όχι την δική μας.Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις,, ή απειλές.