«Σκότωσε με τζιαι μένα. Τι να την κάμω τη ζωή»;
Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια της Δέσποινας Κοζάκου μπροστά στη θέα του άψυχου σώματος του συζύγου της Κώστα Κοζάκου ο οποίος πυροβολήθηκε από Τούρκο στρατιώτη.Από το δικό της πόδι ανάβλυζε ζεστό το αίμα επίσης από σφαίρα που δέχτηκε. Τούρκος αξιωματικός ο οποίος έφτασε στο σημείο αντέδρασε μεν έντονα για τις ενέργειες των στρατιωτών (οι οποίοι είχαν σκοτώσει επίσης τα αδέλφια Γιώργο Δράκο 16 ετών, Νίκο Δράκο 13 ετών καθώς και τη μητέρα τους) και ύστερα έδωσε οδηγίες σε στρατιώτη να πυροβολήσει τη Δέσποινα Κοζάκου.
Η περιγραφή δεν ανήκει σε κάποιο συγγενή της οικογένειας Κοζάκου αλλά στον αδελφό των δύο ανηλίκων Σάββα Δράκο όπως του μετέφερε τα δεδομένα ο πατέρας του ο οποίος ήταν ο μοναδικός που επιβίωσε της σφαγής. Δεν κρατούσαν όπλα, δεν ήταν στρατιώτες, δεν κινδύνευε κανείς από την παρουσία τους.
Ο Κώστας και η Δέσποινα Κοζάκου άφησαν πίσω τους εννέα παιδιά τον Μιχάλη, τη Σταυρούλα, την Ελλάδα, τον Δημήτρη, την Ευγενία, την Ανδρούλα, τη Γιώτα, η Σώτη και τη Γεωργία, oι οποίοι τους περίμεναν μέχρι πρόσφατα, οπόταν αναγνωρίστηκαν τα λείψανά τους και τους έθαψαν όπως άρμοζε. Απουσίαζε μόνο ο Δημήτρης ο οποίος απεβίωσε μ’ ένα παράπονο για το γεγονός ότι δεν αξιώθηκε να βρει έστω και τα λείψανα των γονιών του.
Μέλη των δύο οικογενειών (Κοζάκου και Δράκου) συναντήθηκαν στην προσπάθειά τους να φτάσουν στο χωριό Φτέρυχα με την ελπίδα ότι θα διασώζονταν από τους Τούρκους εισβολείς, αλλά δεν τα κατάφεραν.
Ο Χρίστος Δράκος, πατέρας των δύο ανηλίκων καθώς και τα παιδιά του Κώστας και Δέσποινα Κοζάκου τα οποία για καλή τους τύχη προπορεύονταν των υπολοίπων, διασώθηκαν αλλά συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν σε κάποιο σπίτι και έκτοτε δεν είχαν επαφή με τα υπόλοιπα μέλη των οικογενειών τους.
Εντοπίστηκαν την ημέρα της εισβολής από τον Γρηγόρη Σατράκη συγχωριανό της οικογένειας του Χρίστου Δράκου που ήταν ο τελευταίος που τους είδε.
Όταν τα παιδιά της οικογένειας Κοζάκου έφτασαν στις ελεύθερες περιοχές ανέμεναν ότι οι γονείς τους θα επέστρεφαν μαζί με άλλους αιχμαλώτους. Στους επικήδειους που εκφωνήθηκαν τα παιδιά τους περιέγραψαν τη στιγμή της αναμονής και της προσδοκίας:
«Θυμάμαι με πόση αγωνία πηγαίναμε στην Ξενοδοχειακή Σχολή όταν γύριζαν οι Ελληνοκύπριοι αιχμάλωτοι και αναμέναμε και το δικό σας γυρισμό. Τελικά δεν γυρίσατε ποτέ»!
Και νάμαστε εδώ σήμερα παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα, συγγενείς, φίλοι και χωριανοί για να σας απευθύνουμε το στερνό αντίο.
Τα παιδιά του Κώστα και της Δέσποινας Κοζάκου έζησαν τον δικό τους Γολγοθά και όταν έφτασε η ώρα του ύστατου αποχαιρετισμού δεν επιθυμούσαν πολλούς χαιρετισμούς από χείλη αρμοδίων. Ίσως επειδή όταν είχαν ανάγκη συμπαράστασης η ανταπόκριση δεν ήταν η αναμενόμενη υπό τις περιστάσεις.
Και οι μνήμες των παιδιών που μεγάλωσαν πια, ζωντάνεψαν στο τελευταίο αντάμωμα πριν ο Κώστας και η Δέσποινα οδηγηθούν στην τελευταία τους κατοικία:
«Αμέτρητες μέρες, ατέλειωτοι χειμώνες, πολλά πικρά καλοκαιριά...».
«Αυτόπτες μάρτυρες της δολοφονίας σας μας είπαν πως οι Τούρκοι στρατιώτες σας σκότωσαν εν ψυχρώ».
Και οι αναμνήσεις συνεχίζονται και ανακαλούν την εικόνα του πατέρα ο οποίος ήταν νέος και υγιής και υπήρχε πάντα η ελπίδα πως ίσως η σφαίρα να μην κατάφερε να τον σκοτώσει ή ότι η μητέρα που είχε τραυματιστεί στο πόδι θα κατάφερνε πιο εύκολα να βοηθήσει τους υπόλοιπους τραυματίες.
«Όλοι εμείς τα εννέα παιδιά σας, οι γαμπροί, οι νύμφες και τα εγγόνια σας αναμέναμε τον γυρισμό σας. Πιστεύαμε πως δε γίνεται, κάποτε θα ξαναρχόσασταν κοντά μας. Μας αγαπούσατε τόσο πολύ, μας φροντίζατε πάντα τόσο στοργικά, ήσασταν για εμάς και ήμαστε και εμείς για εσάς η ψυχή και η πνοή σας».
Και τα εγγόνια ρωτούσαν «που είναι ο παππούς Κοζάκος και η γιαγιά η Δέσποινα»; Και «γιατί τους σκότωσαν οι Τούρκοι» και «γιατί δεν μπορούμε να πάμε στο πατρικό μας σπίτι στον Καραβά»;
Και τα παιδιά των Κοζάκων, έχοντας πλέον δικά τους παιδιά και εγγόνια, προσπαθούσαν να τους εξηγήσουν τα ανεξήγητα και το άδικο που βρήκε την οικογένεια.
Και η ζωή συνεχίστηκε και χρόνο με το χρόνο, μέρα με τη μέρα, όπως θυμούνται τα παιδιά, η οικογένεια των Κοζάκων μεγάλωνε αλλά έλειπαν αυτοί που την δημιούργησαν. Απόντες σωματικά αλλά πάντα παρόντες στη σκέψη των παιδιών σε εκδηλώσεις αρραβώνων, γάμων, βαπτίσεων.
Λένε πως ο χρόνος απαλύνει τις πληγές αλλά για τα παιδιά ο χρόνος ήταν, όπως τον ένιωθαν τα ίδια, μαχαίρι που λάβωνε τις πιο όμορφες στιγμές της ζωής τους.
Και τα παιδιά υποσχέθηκαν πως ένα άσβεστο καντήλι θα ανάβει και θα δείχνει το δρόμο πότε προς τον Καραβά και πότε προς τον παράδεισο. Καλή αντάμωση.
πηγη: http://www.philenews.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Oσα δημοσιεύματα δεν έχουν την υπογραφή μας αντιπροσωπεύουν την προσωπική γνώμη των συγγραφέων τους και όχι την δική μας.Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις,, ή απειλές.