Καθίσαμε και μιλήσαμε στο όμορφό τους σπίτι, όπου αυτός και η Λίλλη μού διηγήθηκαν την τραγική ιστορία του Ψυχιατρείου Αθαλάσσας
Μου τηλεφώνησε ένα πρωί όταν δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Πολίτης» το άρθρο μου για τον βομβαρδισμό του Ψυχιατρείου Αθαλάσσας και ακουγόταν αναστατωμένος. Ήθελε να διορθώσει κάτι: Ήταν πολύ σημαντικό για αυτόν να τονίσει ότι, όχι, δεν υπήρχαν αντιαεροπορικά όπλα στην οροφή του νοσοκομείου. Ήταν νοσηλευτής στο νοσοκομείο, όχι απλώς νοσηλευτής, αλλά κάποιος υπεύθυνος, ο οποίος εργαζόταν εκεί μαζί με τη γυναίκα του. Με προσκάλεσε, λοιπόν, στο σπίτι του για να μιλήσουμε με λεπτομέρειες. Τις επόμενες μέρες πήρα ένα ταξί και πήγα στο σπίτι του στην Αγλαντζιά για να συναντήσω τον Κύπρο Δημοσθένους και τη γυναίκα του Έλλη, ή μάλλον «Λίλλη» όπως τη φωνάζουν.Καθίσαμε και μιλήσαμε στο όμορφο τους σπίτι, όπου αυτός και η Λίλλη μού διηγήθηκαν την τραγική ιστορία του Ψυχιατρείου Αθαλάσσας – πως βομβαρδιζόταν από τουρκικά πολεμικά αεροπλάνα στις 20 Ιουλίου 1974 από τις 9 η ώρα περίπου το πρωί μέχρι τη 1:30 και πως πέθαναν 31 ασθενείς, πως άλλοι πληγώθηκαν, πως έπρεπε να μαζέψουν κομμάτια από σώματα αφού μια μεγάλη βόμβα έπεσε σε έναν από τους θαλάμους σκοτώνοντάς τους όλους και κατακομματιάζοντάς τους και πως τους έθαψαν στον κρατήρα που δημιουργήθηκε από τη βόμβα στη μέση του θαλάμου.
Ο Κύπρος Δημοσθένους γεννήθηκε το 1940 και είναι από τη Λευκωσία – έζησε όλη του τη ζωή στην περιοχή της Αγλαντζιάς, εκτός από τον περίοδο που πήγε στο Λονδίνο για να σπουδάσει. Είχε πέντε αδελφές και αυτός ήταν ο μόνος γιος της οικογένειας. Όταν αποφοίτησε από το γυμνάσιο το 1957, ένας φαρμακοποιός φίλος του του είχε πει να εισαχθεί στη νοσηλευτική, αφού τότε η κυβέρνηση πλήρωνε καλύτερους μισθούς από τον ιδιωτικό τομέα. Έτσι επέλεξε τη νοσηλευτική και το 1958 στάλθηκε στην Αγγλία για να σπουδάσει για τρία χρόνια στη νοσηλευτική σχολή. Έμεινε περισσότερο για να βγάλει κάποια λεφτά και να μπορέσει να επιστρέψει. Επέστρεψε στην Κύπρο το 1962. Με την επάνοδό του στην Κύπρο εργοδοτήθηκε στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Εκείνο τον καιρό το εν λόγω νοσοκομείο βρισκόταν δίπλα από το ξενοδοχείο Hilton και έμεινε εκεί μέχρι το 1964. Το 1964 κτίστηκε το Ψυχιατρείο Αθαλάσσας και μετακόμισαν εκεί τον Αύγουστο του 1964.
Μαζί με τον Κύπρο και τη Λίλλη Δημοσθένους
Μέχρι το 1974 οι ασθενείς προέρχονταν από όλες τις κοινότητες: Ελληνοκύπριοι, Τουρκοκύπριοι, Αρμένιοι και Μαρωνίτες νοσηλεύονταν στο ίδιο νοσοκομείο – είχαν περίπου 900 ασθενείς! Μέχρι το 1963 υπήρχαν επίσης Τουρκοκύπριοι νοσηλευτές με τους οποίους εργάζονταν μαζί, όμως μια μέρα μετά τις συγκρούσεις του Δεκεμβρίου του 1963 σταμάτησαν να δουλεύουν εκεί. Όμως, ο Δημοσθένους θυμάται ακόμα τους Djihan, Sarper, Lutfi, Baykan, Fikriye, Ayshe, Servet and Seval. Αυτοί ήταν οι νοσηλευτές που εργάζονταν μαζί τους.
Παρόλο που οι νοσηλευτές σταμάτησαν να πηγαίνουν στο νοσοκομείο, οι Τουρκοκύπριοι ασθενείς παρέμειναν στο νοσοκομείο μέχρι το 1974.
Όταν έγινε το πραξικόπημα ο Δημοσθένους έπρεπε να έχει πάσο για να μπορεί να ταξιδεύει αφού οι δρόμοι τότε ήταν επικίνδυνοι. Τα παιδιά του έπασχαν από ιλαρά, έτσι η γυναίκα του Λίλλη ήταν στο σπίτι, αλλά εκείνος έπρεπε να μείνει στο νοσοκομείο μέχρι την Παρασκευή στις 7 το βράδυ της 19ης Ιουλίου 1974, όταν πήγε στο σπίτι του για να δει την οικογένειά του.
Τους είδε και την επομένη επέστρεψε, στις 20 Ιουλίου 1974, αφού στις 5 το πρωί τον κάλεσαν από το νοσοκομείο οι επί καθήκοντι νοσηλευτές, οι οποίοι είχαν δει τουρκικά πολεμικά αεροπλάνα να κάνουν μανούβρες πάνω από το νοσοκομείο. Επειδή είχε σπουδάσει στην Αγγλία, ο Κύπρος Δημοσθένους είχε υψηλή θέση στο νοσοκομείο. Εκείνο τον καιρό είχαν περισσότερους από 500 ασθενείς. Οι περισσότεροι από τους ασθενείς τους ήταν ηλικιωμένοι και έμεναν στο νοσοκομείο για πολύ καιρό – ζούσαν ουσιαστικά στο νοσοκομείο.
«Θέλαμε να τους στείλουμε στο σπίτι στα χωριά τους, αλλά κάποιοι από αυτούς αρνούνταν αφού το νοσοκομείο είχε γίνει το σπίτι τους – ζούσαν εκεί για πολλά χρόνια και υπήρχαν πολλοί άνθρωποι σε αυτή την κατάσταση».
Κάποιες οικογένειες δεν ήθελαν τους δικούς τους ασθενείς τότε διότι δεν ήθελαν να αποδεχθούν ότι μια τέτοια πάθηση υπήρχε στις οικογένειές τους και δεν ήθελαν κανένας να το ξέρει. Έτσι κάποιοι ασθενείς δεν είχαν κάπου για να επιστρέψουν. Το νοσοκομείο ήταν επίσης ένα μέρος αποκατάστασης για αυτούς.
Έτσι, ο Κύπρος Δημοσθένους πήγε πίσω στο νοσοκομείο στις 5 το πρωί στις 20 Ιουλίου 1974. Όταν πήγε εκεί, είδε τα τουρκικά πολεμικά αεροπλάνα να έρχονται από την κατεύθυνση του Στροβόλου - Λατσιών προς το νοσοκομείο και να πετούν πάνω από το νοσοκομείο.
Θυμάται τι έγινε μετά:
«Στην αρχή είχα πει στους νοσηλευτές να μην βγάλουν τους ασθενείς από τους θαλάμους τους. Θέλαμε να τους κρατήσουμε ασφαλείς στους θαλάμους τους, αλλά πριν δώσω την εντολή αυτή, εφόσον οι πόρτες ήταν ανοικτές, κάποιοι ασθενείς βγήκαν έξω στην αυλή του νοσοκομείου. Οι νοσηλευτές προσπάθησαν να τους φέρουν μέσα. Στην αρχή τα τουρκικά πολεμικά αεροπλάνα πυροβολούσαν με αυτόματα όπλα. Έτσι πυροβολούσαν πριν να ξεκινήσει ο βομβαρδισμός.Είδα έναν από τους ασθενείς μας, έναν μεγαλόσωμο άντρα, να τον πυροβολούν από τα αεροπλάνα – είχε έξι ή εφτά πληγές από σφαίρες στην πλάτη του... Ενώ περπατούσε στην αυλή, τον πυροβόλησαν τα αεροπλάνα και έπεσε κάτω και πέθανε. Έτσι μαζέψαμε όλους τους ασθενείς μας στους θαλάμους και τους κλειδώσαμε για τη δική τους ασφάλεια.
Όταν δεν υπήρχε κανένας στην αυλή, τα τουρκικά πολεμικά αεροπλάνα άρχισαν να βομβαρδίζουν. Ο στόχος των βομβών ήταν οι θάλαμοι 35, 4 και 5. Αυτοί ήταν σε ξεχωριστά κτήρια. Ο θάλαμος 1 καταστράφηκε ολοσχερώς και όλοι οι ασθενείς μας που πέθαναν ήταν σε εκείνο τον θάλαμο. Εκεί πέθαναν περισσότεροι από 30 ασθενείς. Είχαν ρίξει μια πολύ μεγάλη βόμβα στο κέντρο του θαλάμου, η οποία κατάστρεψε τον θάλαμο. Ο θάλαμος 39 ήταν επίσης στόχος – αυτός ήταν θάλαμος γυναικών.
Τι μπορούσαμε να κάνουμε όταν ξεκίνησε ο βομβαρδισμός; Τίποτα. Προσπαθούσαμε μόνο να προστατεύσουμε τον εαυτό μας. Ήμουν έξω στη μέση της αυλής – υπήρχαν κάποιοι θάμνοι και έκατσα κάτω εκεί – αυτό ήταν γύρω στις 9. Όταν είχα πάει στο νοσοκομείο, είχα πει στους νοσηλευτές ότι θα ήμουν στον θάλαμο 35 και τους είχα επισημάνει: 'Μην αφήσετε τους ασθενείς να πάνε έξω'. Καθώς καθόμουν εκεί ένας από το προσωπικό είχε αρχίσει να φωνάζει στην αυλή 'Με σκότωσαν!' Έτσι σηκώθηκα και είδα τι είχε συμβεί.
Όταν τα τουρκικά πολεμικά αεροπλάνα άνοιξαν πυρ, ένα τούβλο από τον τοίχο που είχε κτυπηθεί έπεσε και κτύπησε το πόδι του ασθενούς και αιμορραγούσε. Νόμισε ότι είχε κτυπηθεί και φώναζε. Τον πήρα στους ώμους μου και τον πήγα για πρώτες βοήθειες από τους νοσηλευτές στον θάλαμο 11 που ήταν ο πιο απομακρυσμένος.
Ο Κύπρος Δημοσθένους μάς διηγείται την τραγική ιστορία του Νοσοκομείου Αθαλάσσας
Όταν βγήκα έξω ξεκίνησαν οι βομβαρδισμοί και κάθισα κάτω πίσω από κάποιους θάμνους. Δεν μπορούσα να κινηθώ δεξιά ή αριστερά. Έπρεπε να μείνω εκεί για δύο ώρες. Όταν ησύχασαν τα πράγματα και πήγα πίσω στο γραφείο μου, είδα μια μεγάλη τρύπα που ανοίχθηκε από μια βόμβα η οποία έπεσε εκεί που καθόμουν! Αν έμενα μέσα, σίγουρα θα πέθαινα.
Ο βομβαρδισμός σταμάτησε γύρω στη 1:30 το μεσημέρι. Όπως σου είχα πει, δεν υπήρχαν αντιαεροπορικά όπλα στην οροφή των θαλάμων – η οροφή είχε το σχήμα της οροφής σπιτιών και ήταν φτιαγμένη με αμίαντο. Και ενώ κτιζόταν το νοσοκομείο αυτό το 1964, είχαν βαφτεί κόκκινοι σταυροί πάνω σε αυτές τις οροφές έτσι ώστε να ήταν κατανοητό ότι αυτές ήταν οροφές νοσοκομείου. Όλα τα κτήρια του νοσοκομείου είχαν αυτούς τους κόκκινους σταυρούς πάνω στις οροφές τους.
Δεν υπήρχε ούτε και πολύ προσωπικό – σε κάθε θάλαμο υπήρχε ένας ή δύο νοσηλευτές και ήταν απασχολημένοι στην προσπάθεια να κρατήσουν τον κόσμο μέσα. Το στρατόπεδο Αθαλάσσας, στο πίσω μέρος του νοσοκομείου, ήταν σχεδόν άδειο διότι οι στρατιώτες είχαν σταλεί εδώ κι εκεί.
Φωτογραφία των Μπάμπη Αβδελόπουλου και Ανδρέα Κούτα από τον θάλαμο μετά τον βομβαρδισμό
Όταν σταμάτησε ο βομβαρδισμός, καθίσαμε για ακόμα λίγες ώρες και γύρω στις 3 το απόγευμα πήγαμε για να δούμε τις ζημιές που έγιναν στο νοσοκομείο. Είδαμε ότι ο θάλαμος 1 ήταν κατεστραμμένος ολοσχερώς. Υπήρχε ένας μεγάλος κρατήρας στο κέντρο του θαλάμου, που δημιουργήθηκε από τη βόμβα.
Η τρύπα ήταν τόσο ψηλή όσο ένα δωμάτιο – μας είπαν ότι αυτή ήταν μια μεγάλη βόμβα των 500 λιμπρών.
Πήραμε κάποιους ασθενείς και κάποιους νοσηλευτές και μαζί αρχίσαμε να μαζεύουμε τα κομμάτια των σωμάτων των ασθενών μας που είχαν κατακομματιαστεί από τη βόμβα. Σχεδόν όλοι είχαν πεθάνει σε αυτό τον βομβαρδισμό και τα σώματά τους κατακομματιάστηκαν. Μπορούσαμε να τους αναγνωρίσουμε μόνο από το κεφάλι τους. Ήταν ο μόνος τρόπος. 'Αυτό το κεφάλι ανήκει σε αυτό το άτομο και εκείνο το κεφάλι σε εκείνο το άτομο'. Έτσι κάναμε έναν κατάλογο των ατόμων που είχαν πεθάνει στον βομβαρδισμό. Είχαμε το δικό μας τμήμα πρώτων βοηθειών για να περιθάλψουμε τους τραυματισμένους. Μεταφέραμε τους τραυματισμένους ασθενείς σε θαλάμους δίπλα από τον δρόμο.
Οι θάλαμοι αυτοί δεν υπέστησαν ζημιές. Τα πολεμικά αεροπλάνα είχαν βομβαρδίσει τους θαλάμους στο πίσω μέρος, προς το δάσος. Υπήρχαν επτά θάλαμοι και δύο κτήρια γραφείων δίπλα από τον δρόμο, στο μπροστινό μέρος. Είχαμε επίσης και ένα θέατρο. Αυτά δεν είχαν βομβαρδιστεί – τα αεροπλάνα είχαν περάσει πάνω από αυτά και βομβάρδισαν τα κτήρια στο πίσω μέρος. Μεταφέραμε όλους τους ασθενείς στους μπροστινούς θαλάμους και περιθάλψαμε όλους τους τραυματισμένους σε έναν θάλαμο. Το μόνο άτομο που είχε πεθάνει στο νοσοκομείο και είχε θαφτεί αργότερα στη Λακατάμια ήταν ένας νοσηλευτής. Είχαμε δώσει το σώμα του στους συγγενείς του στη Λακατάμια. Όλους τους ασθενείς μας που είχαν πεθάνει στον βομβαρδισμό τούς θάψαμε στον κρατήρα της βόμβας έξω από τον θάλαμο 5. Τους έθαψα εγώ ο ίδιος. Πώς ένιωθα; Ένιωθα λύπη, αλλά τι να κάνω;
Για πολλά χρόνια κοιμόμουν και τους έβλεπα στα όνειρά μου. Ποτέ δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαινε στο νοσοκομείο μας. Μετά το γεγονός αυτό, εργάστηκα για ακόμα 23 χρόνια στο νοσοκομείο και αφυπηρέτησα το 1997. Μετά την αφυπηρέτηση ποτέ δεν μπήκα ξανά μέσα σε αυτό το νοσοκομείο, διότι δεν ήθελα να θυμούμαι αυτά που ζήσαμε εκεί το 1974... Τους είχαμε θάψει χωρίς θρησκευτική τελετή, χωρίς ιερέα ή οτιδήποτε. Μάζευα κομμάτια από σώματα και τα έβαζα στον κρατήρα. Τους τύλιγα σε σεντόνια και τους έθαβα στον κρατήρα.
Ήταν σαν να θάβαμε ζώα – ήταν φρικτό. Ήταν καλοκαίρι, η μυρωδιά ήταν αφόρητη, δεν μπορούσαμε ούτε να πλησιάσουμε – τους μαζεύαμε, τους τυλίγαμε σε σεντόνια και τους ρίχναμε στον κρατήρα. Είχαμε έναν ηλικιωμένο νοσηλευτή που πέθανε πριν από μερικά χρόνια. Είχε πάει στα Λατσιά και βρήκε κάποιον με σιοίρο (εκσκαφέας) για να έρθει και να βάλει χώμα πάνω από τους ανθρώπους που είχαμε θάψει. Ήταν φρικτό να θάβεις ανθρώπους χωρίς μια προσευχή. Είχαμε θάψει Τουρκοκύπριους, Ελληνοκύπριους, Αρμένιους μαζί σε εκείνον τον κρατήρα, άντρες και γυναίκες».
Η Λίλλη, η γυναίκα του Κύπρου, η οποία επίσης σπούδασε νοσηλευτική στην Αγγλία και επίσης δούλευε στο νοσοκομείο μέχρι την αφυπηρέτησή της, ανατρίχιαζε όταν ήταν καθήκον τη νύκτα και έπρεπε να περάσει δίπλα από αυτόν τον τόπο ταφής στην αυλή του νοσοκομείου.
«Ένιωθα παράξενα όταν περνούσα κοντά από αυτόν τον τόπο ταφής αφού ήξερα ότι εκεί είχαν θαφτεί άνθρωποι. Είπαμε σε πολλούς ανθρώπους πολλές φορές να κάνουν κάτι για αυτό, αλλά κανένας δεν ήρθε και κανένας δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον. Λυπούμαι πολύ που είχαν θαφτεί εκεί χωρίς καμία κηδεία και χωρίς καμία τελετή. Ο σύζυγός μου φύτεψε δέντρα γύρω από αυτό τον τόπο ταφής για να τους θυμόμαστε».
Ο Κύπρος λέει: «Οι ασθενείς μας ήταν η δεύτερή μας οικογένεια. Πέρασαν τόσα πολλά χρόνια από τότε που αφυπηρέτησα, αλλά αν πάω σε κάποιο χωριό ή αν υπήρχε κάποιος ηλικιωμένος ασθενής ερχόταν και με αγκάλιαζε και με φιλούσε και ήθελε να καθίσουμε μαζί και να πιούμε ή να φάμε κάτι. Μας αγαπούν διότι και αυτοί ήταν η οικογένειά μας. Όλοι οι ασθενείς μας ήταν έτσι μαζί μας. Διότι τους αγαπούσαμε. Όχι όπως είναι τώρα τα πράγματα, διότι οι άνθρωποι άλλαξαν. Εκείνο τον καιρό περνούσαμε περισσότερο χρόνο στο νοσοκομείο παρά στο σπίτι. Απλώς για να βοηθώ τους ασθενείς, εργαζόμουν τουλάχιστον δέκα ώρες αντί επτά. Όμως τώρα, δεν ξέρω, οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί».
Ευχαριστώ τον Κύπρο και τη Λίλλη Δημοσθένους που μου έδωσαν την ευκαιρία να διορθώσω και να μάθω τι πραγματικά συνέβη στο Ψυχιατρείο Αθαλάσσας. Ας ελπίσουμε ότι σύντομα θα γίνουν εκσκαφές και τα οστά 31 ασθενών –3 από αυτούς Τουρκοκύπριοι– που είχαν θαφτεί στον κρατήρα της βόμβας να εκταφούν έτσι ώστε να ταφούν με τον δέοντα τρόπο σε κατάλληλους τάφους. Ας αναπαυθούν όλοι εν ειρήνη.
Φωτογραφία Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων νοσηλευτών/ριών στο Ψυχιατρείο Λευκωσίας πριν το 1963
Πηγή: http://politis.com.cy
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Oσα δημοσιεύματα δεν έχουν την υπογραφή μας αντιπροσωπεύουν την προσωπική γνώμη των συγγραφέων τους και όχι την δική μας.Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις,, ή απειλές.