ΑΤΤΙΛΑΣ 74 » Κέρδισαν τον πόλεμο οι Τούρκοι ..Ή τον έχασαν οι Έλληνες ; (Αναδρομή στα γεγονότα )
Στρατηγός Ντεμιρέλ *: «Αναρωτιέμαι σήμερα αν τότε εκείνη η ακτή είχε εμπόδια ή ήταν ναρκοθετημένη! Τι θα κάναμε; Ποια άλλη ακτή θα επιλέγαμε και θα ερευνούσαμε; Ήταν ποτέ δυνατόν αφού η επιχείρηση στην Κύπρο θα άρχιζε το πρωί της 20ης Ιουλίου,να ψάχναμε άλλη ακτή και να την ερευνούσαμε κιόλας; Υπήρχε επαρκής χρόνος;».
*Στρατηγός Μπεντρεντίν Ντεμιρέλ, διοικητής της 39ης Μεραρχίας Πεζικού του τουρκικού στρατού και πρωταγωνιστής της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, τον Ιούλιο του 1974.
Αυτή η παραδοχή από μόνη της δείχνει τον ερασιτεχνισμό με τον οποίο σχεδιάστηκε από τους Τούρκους η εισβολή. Παρόλο το γεγονός ότι αυτός ο σχεδιασμός γινόταν σε βάθος χρόνου, την ώρα «μηδέν» αποδείχτηκε ότι ήταν απόλυτα ερασιτεχνικός, πράγμα που δεν συνάδει σε καμία περίπτωση, με ένα στρατό και μία στρατιωτική ηγεσία, τόσο πολυδιαφημισμένων από το ΝΑΤΟ και τις Η.Π.Α., όπως είναι αυτός των Τούρκων!
Γνωρίζουν άραγε οι Νεοέλληνες ότι οι Τούρκοι σαν «σημάδι» του χώρου που θα πραγματοποιούσαν μια απόβαση, ξεκινώντας μια πολεμική επιχείρηση, είχαν μόνο μια παρακείμενη βραχονησίδα (την βραχονησίδα Καλαμούλια); Όμως βραχονησίδες υπήρχαν άφθονες στο ευρύ φάσμα της περιοχής που έγινε η απόβαση!
Ποιος πράγματι στρατός προχωρεί σε μια τόσο σημαντική απόβαση, η οποία θα καθορίσει σημαντικότατα πολιτικά θέματα για το μέλλον, χωρίς να διασφαλίσει την πλήρη γνώση του εδάφους της απόβασης και το ακριβές στίγμα της;
Από αφήγηση Τούρκου στρατιώτη του 2ου λόχου του 1ου Συντάγματος Πεζοναυτών που επέβαιναν σε αποβατικό σκάφος LCU, μαθαίνουμε ότι τα τούρκικα αποβατικά από λάθος τους αρχικά πήγαιναν να αποβιβασθούν στις βραχώδεις ακτές της Γλυκιώτισσας (όπου έδρευε το 251 Τ.Π. της Εθνικής Φρουράς υπό τον Αντισυνταγματάρχη ΠΖ Παύλο Κουρούπη)! Είναι γνωστό ότι στις ακτές της Γλυκιώτισσας υπάρχουν μόνο βράχοι και ύφαλοι και δεν ενδείκνυται σε καμιά περίπτωση για αποβατική ενέργεια. Τέτοια γνώση του χώρου είχαν οι εισβολείς…
Μπορεί ο οποιοσδήποτε να φαντασθεί ποια θα ήταν μοίρα της αποβατικής δύναμης αν το Γ.Ε.Ε.Φ. (Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς) είχε διατάξει το «μουδιασμένο» από τα αντιφατικές εντολές και πληροφορίες 251 Τ.Π. της Γλυκιώτισσας να προωθηθεί, και να ταχθεί αμυντικά, στην παραλία της απόβασης από την πρώτη στιγμή που αυτή είχε γίνει αντιληπτή;
Πολλώ δε μάλλον αν το ΓΕΕΦ δεν είχε διατάξει το 281 Τ.Π., που έδρευε στην περιοχή των Πανάγρων (δυτικά της ακτής απόβασης των Τούρκων), να φύγει από την έδρα του (αφήνοντας εκεί μόνο την φρουρά του στρατοπέδου) και να σπεύσει προς καταδίωξη του Μακαρίου και των οπαδών του, στην Πάφο (παρόλο που ήταν ήδη γνωστό ότι ο Μακάριος ήδη από την 16η Ιουλίου, είχε διαφύγει μέσω Μάλτας, στην Αγγλία).
Στην ουσία η δυτική πλευρά του Πεντεμιλίου ήταν κυριολεκτικά αφύλακτη. Αν ήταν στην θέση του εκείνο το πρωί της 20ης Ιουλίου, το 281 Τ.Π., και δεν έκανε άσκοπες «βόλτες» στην κυπριακή επικράτεια, η πίεση κατά του προγεφυρώματος θα ήταν ασφυκτική και θα αποδιοργάνωνε την διαδικασία προσέγγισης των τούρκικων αποβατικών με ολέθρια για αυτούς αποτελέσματα.Διότι σημειωτέον οι Τούρκοι δεν κατάφεραν να αποβιβάσουν τον μεγάλο όγκο του 50ου Συντάγματος Πεζικού παρά μόνο μετά από περίπου 6 ώρες (είχε αρχικά σχεδιαστεί να γίνει στις 05.30 πμ, πάτησαν το πόδι τους τελικά στο Πεντεμίλι στις 07.15 πμ αλλά μόνο στις 13.00 μμ είχαν καταφέρει να αποβιβάσουν περίπου 3.000 άνδρες. Για αποβίβαση αρμάτων, ούτε κουβέντα να γίνεται!
Ο Aντισυνταγματάρχης (ΠΖ) Π. Κουρούπης (έως σήμερα αγνοούμενος φώτο ), διοικητής του 251 Τ.Π., έστειλε ότι είχε διαθέσιμο να αντιμετωπίσει το προγεφύρωμα από τα ανατολικά, αλλά η φυσική κάλυψη του χώρου απόβασης, η οποία απαιτούσε για το δραστικό σφυροκόπημά της, όπλα καμπύλης τροχιάς (τα οποία επίσης απαιτούσαν οπτική επαφή με τον στόχο για τον προκεχωρημένο παρατηρητή βολών), την προστάτευε από την επίθεση από τα ανατολικά.
Παρόλα ταύτα οι τουρκικές δυνάμεις καθηλώθηκαν από το πυρ των ελαφρών όπλων των Ελληνοκυπριακών Λόχων, στα οποία προστέθηκαν και οι βολές της 182 Μ.Π.Π. που έβαλε από τον Πενταδάκτυλο.
Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός, ότι αυτή η Μοίρα έδρασε χωρίς να περιμένει διαταγές από το ΓΕΕΦ ευθύς μόλις άρχισαν τα πυρά του 251 Τ.Π., με πρωτοβουλία του υποδιοικητή της Yπολοχαγού (ΠΒ) Γ. Αντωνακόπουλου (μετέπειτα Α/ΓΕΣ και Α/ΓΕΕΘΑ), ο οποίος εκείνη την δεδομένη στιγμή εκτελούσε χρέη διοικητού Μοίρας.
Δηλαδή ο υπολοχαγός τότε Αντωνακόπουλος, μόλις διαπίστωσε ότι οι Τούρκοι επιχειρούν απόβαση και οι διαθέσιμοι στην περιοχή λόχοι της Εθνοφρουράς επιχείρησαν να την αναχαιτίσουν, ενήργησε προς βοήθειά της και εκτέλεσε αυτά που είχε διδαχθεί στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων.
Αντίθετα με αυτόν, ο διοικητής της 198 Π.Ο.Π., ο οποίος θα μπορούσε επίσης να ανοίξει πυρ με τα πυροβόλα του κατά του προγεφυρώματος, από το ύψωμα του Προφήτη Ηλία στον Πενταδάκτυλο, αδράνησε…εν αναμονή διαταγών του ΓΕΕΦ, …ενώ οι Τούρκοι αποβιβάζονταν (τυπολατρεία, βλακεία, δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία, …προδοσία; Κανείς δεν μπορεί να πει)!
Παρόλα ταύτα, και μολονότι οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις ήταν απελπιστικά ισχνές απέναντι στον εισβολέα, κατόρθωσαν να καθηλώσουν το προγεφύρωμα σε ένα περιορισμένο χώρο μήκους 400μ περίπου και βάθους όχι πάνω από 200μ.
Η σύγχυση και ο πανικός επίσης των αποβατικών δυνάμεων ήταν τέτοιος, ώστε την νύχτα, τουρκικό αντιαρματικό βλήμα, έπληξε το πρόχειρο Κέντρο Επιχειρήσεων των Τούρκων, το οποίο ήταν εγκατεστημένο σε μία παραθαλάσσια βίλα του Πεντεμιλίου, σκοτώνοντας τον διοικητή τους, συνταγματάρχη Ιμπραήμ Καραογλάνογλου και τον επισμηναγό Φεχμί Ερτζάν.
Βέβαια οι Τούρκοι δεν παραδέχθηκαν ποτέ ότι οι αξιωματικοί τους σκοτώθηκαν από δικά τους πυρά, αλλά η μεταγενέστερη έρευνα απέδειξε από τον τύπο του αντιαρματικού από το οποίο εβλήθησαν, αλλά και την παντελή έλλειψη ελληνοκυπριακών δυνάμεων από δυσμάς –κατεύθυνση από την οποία εβλήθησαν, βάσει της γωνίας πρόσκρουσης του βλήματος– ότι η βολή έγινε από τουρκικές δυνάμεις οι οποίες εξέλαβαν την χρήση φακού και τις κινήσεις στην βίλα, ωσάν να προερχόταν από ελληνοκυπριακές δυνάμεις, που προσπαθούσαν να διεισδύσουν στο προγεφύρωμα, εκμεταλλευόμενες το σκοτάδι.
Συμπερασματικά μπορούμε πλέον σήμερα με όλα τα στοιχεία που υπάρχουν στα χέρια μας να πούμε ότι αν το ΓΕΕΦ είχε τάξει το 251 Τ.Π. αμυντικά από το βράδυ της 19ης προς 20η Ιουλίου στον χώρο που φαινόταν ότι θα γίνει η απόβαση (βάσει της πορείας του αποβατικού στόλου των Τούρκων –όπως κατεγράφη από τα ραντάρ του Αγίου Ανδρέα) ή τουλάχιστον το είχε θέσει σε επιφυλακή, και άλλες δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς είχαν αποσταλεί προληπτικά μέσω της διαβάσεως των Πανάγρων, στα δυτικά του Πεντεμιλίου -αποδεχόμενοι ότι το 281 Τ.Π. που έπρεπε να βρίσκεται εκεί, δεν είχε προλάβει να επιστρέψει από την Πάφο, μέσω Λευκωσίας– και με την συνδρομή των 182 Μ.Π.Π. και 198 Π.Ο.Π που θα τελούσαν σε κατάσταση επιφυλακής, τότε σίγουρα ο Τούρκος δεν θα είχε πατήσει το πόδι του στην Κύπρο!
Παρ’ όλο το γεγονός ότι τίποτα από αυτά δεν έγινε, δύο μόνο ελληνοκυπριακοί λόχοι του αν/χη Κουρούπη, έφραξαν τον δρόμο σε ένα ενισχυμένο σύνταγμα Τούρκων. Τους ανάγκασαν δε, να μην επιτύχουν τον αντικειμενικό τους σκοπό, που ήταν η άμεση κατάληψη της Κερύνειας και η διεύρυνση του προγεφυρώματος για την αποβίβαση των αρμάτων.
Παρ’ όλο το γεγονός ότι τίποτα από αυτά δεν έγινε, δύο μόνο ελληνοκυπριακοί λόχοι του αν/χη Κουρούπη, έφραξαν τον δρόμο σε ένα ενισχυμένο σύνταγμα Τούρκων. Τους ανάγκασαν δε, να μην επιτύχουν τον αντικειμενικό τους σκοπό, που ήταν η άμεση κατάληψη της Κερύνειας και η διεύρυνση του προγεφυρώματος για την αποβίβαση των αρμάτων.
Από πλευράς ελληνοκυπριακών όπλων, υπήρξε επίσης σύγχυση εξ’ αιτίας των αντιφατικών και κωμικά αλληλοσυγκρουόμενων διαταγών που έφθαναν στο ΓΕΕΦ από το Α/ΕΔ (Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων) στην Αθήνα, και από εκεί μεταβιβάζονταν στις Μονάδες.
Χάθηκε πολύτιμος χρόνος και σπαταλήθηκαν άδικα πολύτιμες δυνάμεις, σε στόχους μικρής ή δευτερεύουσας σημασίας, όπως ήταν οι επιθέσεις στους τουρκοκυπριακούς θύλακες νότια, ανατολικά και δυτικά του νησιού (π.χ. Αμμόχωστος, Πάφος κλπ), η επίθεση στον τουρκοκυπριακό θύλακα Λευκωσίας, κατά την οποία χάθηκαν πολύτιμα στελέχη της ΕΛΔΥΚ (όπως ο υπολοχαγός Σ. Τσώνος), είτε λόγω έλλειψης διορατικότητας και πρωτοβουλίας (με άλλες λέξεις λόγω εμφάνισης πλήρους στρατηγικής ανικανότητας), είτε κατ’ άλλους λόγω τυπολατρικής προσήλωσης στις εντολές του Α/ΕΔ της Αθήνας ορισμένων εκ των Επιτελών του ΓΕΕΦ και ειδικότερα του «ιωαννιδικού» ταξιάρχου Μ. Γεωργίτση, που εκείνη την περίοδο, αντικαθιστούσε τον Α/ΓΕΕΦ αντιστράτηγο Γ. Ντενίση (ο οποίος είχε ανακληθεί στην Αθήνα πριν από το πραξικόπημα, με διαταγή του αρχηγού Ενόπλων Δυνάμεων, επειδή δεν ήταν σίγουρος ότι ο Ντενίσης θα συμμορφωνόταν με τις διαταγές περί ανατροπής του Μακαρίου).
Με λίγα λόγια, αντί το ΓΕΕΦ, ευθύς μόλις έγινε αντιληπτό ότι επίκειται τουρκική απόβαση στην ευρύτερη περιοχή ανατολικά της Κερύνειας, να διατάξει πρώτον την διασπορά των μονάδων του, και δεύτερον την αποστολή ενισχύσεων ανατολικά και δυτικά του Πεντεμιλίου, πριν η τουρκική αεροπορία κάνει αισθητή την παρουσία της, παρέμεινε αδρανές μέχρι τις προ-μεσημβρινές ώρες της 20ής Ιουλίου.
Και όταν αποφάσισε να αντεπιτεθεί στο προγεφύρωμα, αυτό θα γινόταν με ισχνές δυνάμεις εναντίον ενός συντάγματος ενισχυμένης συνθέσεως. Όταν ακόμα μπορούσε να βοηθήσει τον Κουρούπη, δεν το έκανε, παρά αποφάσισε να διατάξει την ΕΛΔΥΚ χωρίς καθόλου υποστήριξη πυροβολικού να επιτεθεί στο Κιόνελι, μια επίθεση σε δευτερεύοντα στόχο εκείνη την δεδομένη στιγμή, η οποία ήταν καταδικασμένη από την αρχή σε αποτυχία, λόγω των μεγάλων αερομεταφερόμενων ενισχύσεων από πεζοναύτες που είχαν λάβει οι Τούρκοι του θύλακα κατά την διάρκεια της ημέρας και των ισχυρών οχυρωματικών έργων που προϋπήρχαν της εισβολής, τα οποία –δυστυχώς- είχαν κατασκευαστεί με ελληνοκυπριακό τσιμέντο!
Αποφάσισε τέλος να στείλει κάποιες δυνάμεις να αντεπιτεθούν στους Τούρκους κατά την διάρκεια της μέρας, όταν η τουρκική αεροπορία «αλώνιζε» τους κυπριακούς αιθέρες, με αποτέλεσμα μεγάλος μέρος αυτών των δυνάμεων να βληθούν καθ’ οδόν και να αποδεκατιστούν κυριολεκτικά, πριν προλάβουν να λάβουν μέρος στην μάχη.
Έτσι τραυματίστηκε θανάσιμα την 22η Ιουλίου στην διάβαση των Πανάγρων και ο ηρωικός αντισυνταγματάρχης Γ. Μπούτος του 286 Μ.Τ.Π., όταν έσπευδε με τα μηχανοκίνητα BTR-152V1 (ερπυστριοφόρα οχήματα σοβιετικής κατασκευής) του τάγματος του, να επιτεθεί εναντίον του προγεφυρώματος.
Οι συγγραφείς Σ. Βλάσσης και Γ. Σέργης, είναι σαφείς ως προς τα συμπεράσματά τους: αν το ΓΕΕΦ αντί να ασχοληθεί με δευτερεύοντες στόχους και εκκαθαρίσεις θυλάκων μικρής στρατηγικής σημασίας, είχε αποστείλει κάθε διαθέσιμη μονάδα στον χώρο του προγεφυρώματος –εκτός μέρους της δυνάμεως της ΕΛ.ΔΥ.Κ. (Ελληνικές Δυνάμεις Κύπρου) το οποίο θα έπρεπε να παραμείνει ως «φρουρά» της Λευκωσίας– οι Τούρκοι θα είχαν υποστεί μια τρομερά μεγάλη στρατιωτική ήττα.
Είναι σίγουρο ότι δεν θα είχαν ούτε καν προσπαθήσει να αποβιβάσουν το 2ο αποβατικό κύμα το οποίο θα έμενε στα πλοία, τα οποία αναγκαστικά θα έβαζαν κάποια στιγμή πλώρη για την Μερσίνα, εγκαταλείποντας το 1ο αποβατικό κύμα στην ακτή του Πεντεμιλίου, με τραγικά για αυτό αποτελέσματα!
Αυτή είναι η αλήθεια η οποία ενισχύεται από τον Τούρκο στρατηγό Μεντρεντίν Ντεμιρέλ, που στα απομνημονεύματα του αναφέρει ότι μέχρι και το βράδυ της 20ης περίμεναν με εξαιρετική αγωνία, την ελληνική αντεπίθεση η οποία δεν έγινε ποτέ.
Αυτό τους είχε καθηλώσει θανάσιμα στον χώρο της απόβασης και δεν τους άφηνε να διακινδυνεύσουν την επέκταση του προγεφυρώματος ούτε δυτικά προς Λάπηθο, αλλά ούτε και ανατολικά προς την Κερύνεια και την διάβαση της Αγύρτας (που θα τους ένωνε με τον θύλακα της Λευκωσίας, που ήταν και ο αντικειμενικός τους σκοπός).
Το τόλμησαν μόνο όταν αντελήφθησαν ότι η ελληνοκυπριακή στρατιωτική ηγεσία παρέμενε άτολμος θεατής των εξελίξεων και οι ευρισκόμενες στον δρόμο τους ελληνικές δυνάμεις ήταν τρομερά ισχνές και χωρίς υποστήριξη πυροβολικού ή αρμάτων.
Γιατί το έκανε αυτό όμως ο ταξίαρχος Γεωργίτσης;
Στο βιβλίο του Σ. Βλάσση, αναφέρεται ότι ο Μ. Γεωργίτσης ήταν πρόσφατα προαχθείς και τελούσε υπό μετάθεση στην Ελλάδα, αλλά λόγω του ότι ανήκε στον «κύκλο αξιωματικών του Ιωαννίδη» προτιμήθηκε αντί του ταξίαρχου Π. Γιαννακοδήμου (τότε επιτελάρχου), να αντικαταστήσει τον απόντα Α/ΓΕΕΦ.
Είναι ελάχιστοι αυτοί οι οποίοι αναφέρονται στις ηγετικές ικανότητες του εν λόγω αξιωματικού (ένας από αυτούς είναι ο ταξίαρχος Δ. Χάντζος, διοικητής 361 Τ.Π. στο βιβλίο του «Κύπρος ’74 – Γιατί δεν νικήσαμε», σελ.111).
Αλλά ακόμα και αν υπήρχαν αυτές, δεν τις εμφάνισε καθόλου κατά την διάρκεια των γεγονότων.
Πολλοί υποστηρίζουν -και μάλλον αυτό συνέβαινε- διότι ακολουθούσε πιστά τις εντολές και διαβεβαιώσεις του Α/ΕΔ της Αθήνας για «αυτοσυγκράτηση», διότι δήθεν οι Τούρκοι μπλοφάρουν και προσπάθησε να αντιδράσει μόνο όταν κατάλαβε επιτέλους ότι οι μονάδες του ΓΕΕΦ βομβαρδίζονται ανελέητα από τους Τούρκους!
Διαβάζοντας το βιβλίο του στρατηγού Ελ. Σταμάτη (λοχαγού τότε στην 31 Μοίρα των ΛΟΚ της Εθνικής Φρουράς) «Κύριοι πάτε για ύπνο!», καταλαβαίνει κανείς πόσο υπνωτισμένοι από το «Εθνικό Κέντρο» ήταν οι Επιτελείς του ΓΕΕΦ. Ο τίτλος του βιβλίου αποδίδεται σε φράση ταγματάρχη του Επιτελείου του ΓΕΕΦ, που ειπώθηκε το βράδυ της προηγουμένης της εισβολής (19ης προς 20η Ιουλίου) σε ανησυχούντες αξιωματικούς που είχαν αυτοβούλως κατακλείσει το κτήριο του ΓΕΕΦ για να λάβουν πληροφορίες και διαταγές, όταν τα ξένα κανάλια βοούσαν ότι οι Τούρκοι απέπλευσαν από Μερσίνα με πορεία προς την Κύπρο.
Σε τέτοια μακαριότητα ευρίσκετο το ΓΕΕΦ την παραμονή της εισβολής. Γιατί;
Όμως το Α/ΕΔ της Αθήνας από πού είχε αυτές τις διαβεβαιώσεις;
Διαβάζοντας το βιβλίο του «Στρατηγού της Καταστροφής» Γ. Μπονάνου (του σύγχρονου στρατηγού Χατζηανέστη της Μικρασίας), τότε αρχηγού Ενόπλων Δυνάμεων, με τίτλο «Η Αλήθεια», θα διαπιστώσει κανείς ότι οι στρατηγοί μας εκείνη την εποχή αν δεν ήταν προδότες, τότε σίγουρα ήταν ηλίθιοι!
Υποστηρίζει ο στρατηγός ότι οι Αμερικάνοι διαβεβαίωναν συνεχώς ότι οι Τούρκοι μπλοφάρουν ή ότι κάνουν άσκηση. Και ας πούμε ότι είναι όντως έτσι τουλάχιστον τις πρώτες ώρες της εκδήλωσης της κρίσης στην Κύπρο.
Γιατί όταν πλέον ήταν ξεκάθαρο ότι οι Τούρκοι ούτε μπλόφαραν, ούτε άσκηση έκαναν, οι αρχηγοί του Επιτελείου αντί να κάνουν την δουλειά τους ως στρατιωτικοί, αποφάσισαν να παίξουν τον ρόλο του πολιτικού και άρχισαν έναν αγώνα προσωπικών διαβουλεύσεων απευθείας με τους Αμερικάνους και μεταφοράς των ευθυνών από τον ένα αρχηγό Επιτελείου στον άλλο;
Γιατί όταν οι κατώτεροι αξιωματικοί της πρώτης γραμμής στην Κύπρο, ζητούσαν οδηγίες και διαταγές βλέποντας τους Τούρκους να αποβιβάζονται ή να τους βομβαρδίζουν, ο μεν Αραπάκης (Α/ΓΕΝ) διέταζε τα δύο «υποβρύχια τσέπης» τα οποία ευρίσκονταν σε πορεία προς τον χώρο της εισβολής για προσβολή του αποβατικού στόλου, να αλλάξουν πορεία προς Ρόδο, ο δε Παπανικολάου (Α/ΓΕΑ), να μην απογειωθούν τελικά τα Phantoms που σχετικά πρόσφατα είχε προμηθευτεί η Ελλάδα για να πλήξουν το προγεφύρωμα;
Ο ρόλος της αποστολής και των υποβρυχίων αλλά κύρια των Phantoms θα ήταν καταλυτικός για το μέλλον των επιχειρήσεων διότι αφ’ ενός μεν τα υποβρύχια διέθεταν τέτοιο εξοπλισμό (τηλεκατευθυνόμενες τορπίλες) που θα έστελναν στον πάτο της Κερυναϊκής θάλασσας, τον αποβατικό στόλο, χωρίς φόβο να εντοπιστούν από τα παλαιάς τεχνολογίας ανθυποβρυχιακά συστήματα των συνοδευτικών αντιτορπιλικών των Τούρκων, αφ’ ετέρου δε, τα αεροσκάφη μας θα ενίσχυαν το ηθικό των μαχόμενων ελληνοκυπριακών δυνάμεων, πλήττοντας κατά κύριο λόγο την αποβατική δύναμη, αλλά και θα αντιμετώπιζαν αποτελεσματικά την τουρκική αεροπορία η οποία υστερούσε ποιοτικά απέναντι στην ελληνική και ως προς τις δυνατότητες των αεροσκαφών αλλά και ως προς την εμπειρία των πιλότων.
Τέλος ο Α/ΓΕΣ Γαλατσάνος δεν τόλμησε να περάσει τον Έβρο με τις μονάδες της Θράκης του ταξίαρχου Οικονομάκου, επικαλούμενος τον από «βορρά κίνδυνο», που έντεχνα οι Αμερικάνοι είχαν αφήσει να διαρρεύσει μέσω στρατιωτικών ακολούθων του ΝΑΤΟ στην ελληνική πλευρά.
Ήταν τότε, που ο μετέπειτα «καραμανλικός» στρατηγός Α. Γκράτσιος, αναφώνησε το «καημένη Ελλάδα σε παραδίδουν στους Βουλγάρους!» και ο επίσης μετέπειτα «καραμανλικότερος του Καραμανλή» στρατηγός Ντάβος, είπε τη γνωστή φράση στον στρατηγό Παπαδάκη που ήταν έτοιμος με την Μεραρχία του να διαβεί τον Έβρο: «Που πας; ο εχθρός είναι στας Αθήνας!»
(από συνέντευξη του δοτού προέδρου της Κύπρου αμέσως μετά το πραξικόπημα και μέχρι την μεταπολίτευση στην Ελλάδα Νικ. Σαμψών, στην εφημερίδα «Ε.Τ.»).
Όλα αυτά τα κωμικοτραγικά έγιναν τότε και από τότε βασανίζουν και εμάς και αυτούς που τα έζησαν, είτε στην Κύπρο είτε στην Αθήνα.
Ποιά θα μπορούσε να ήταν η αντίδραση της Ελλάδας;
Έχουν ειπωθεί πολλά πάνω σε αυτό. Διαπιστώσεις που υπάρχουν από σχόλια διπλωματών χωρών μελών του ΝΑΤΟ δείχνουν ότι ο αμερικανικός παράγων έδινε μεγάλη σημασία στην αποφυγή της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης!
Για αυτό ο Σίσκο μέσω του πρέσβη Τάσκα, προσπαθούσε να καθησυχάσει τον Ιωαννίδη, ο οποίος με συνεχείς «λεονταρισμούς» προσπαθούσε να απεμπλακεί από την πλεκτάνη που ο ίδιος ο Κίσινγκερ του είχε στήσει.
Όταν έγινε αντιληπτό ότι υπό το βάρος της επικείμενης «τραγωδίας» στην Κύπρο το κλίμα δεν ήταν αναστρέψιμο, οι αρχηγοί των Επιτελείων με πρώτο από όλους τον Αραπάκη, παραμέρισαν τον Ιωαννίδη (τον οποίον μέχρι εκείνη την στιγμή υπάκουαν ως απλοί οπλίτες, παρόλο το γεγονός ότι όλοι τους ήταν ιεραρχικά ανώτεροί του) και άρχισαν οι ίδιοι απευθείας, να διαπραγματεύονται με τους Αμερικανούς, προετοιμάζοντας το έδαφος για την έλευση Καραμανλή.
Αξιοσημείωτο και εξαιρετικά αξιοπερίεργο είναι το γεγονός, ότι Αραπάκης και Παπανικολάου, όχι μόνο διατηρήθηκαν στις θέσεις τους από την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας της Μεταπολίτευσης, αλλά ούτε και όταν η Βουλή άνοιξε τον λεγόμενο «Φάκελο της Κύπρου», με δεδομένες τις ευθύνες τους, κανείς δεν τόλμησε να τους αγγίξει (ίσως γιατί οι ισχυροί «προστάτες» τους, βρίσκονταν πέρα από τον Ατλαντικό και τηρούσαν τον «λόγο τους» για ασυλία των αρχηγών, αν αυτοί εκτελούσαν τις εντολές τους, εκείνες τις σκοτεινές μέρες του καλοκαιριού του 1974).
Αν όμως ο Ιωαννίδης, παραμερίζοντας –όπως είχε κάνει πολλές φορές– τους επιτελείς, έδινε εντολή στις μονάδες του Έβρου να διασχίσουν τον ποταμό, εισερχόμενες συμβολικά στα τουρκικά εδάφη για 10-15 χλμ, θα δημιουργούσε τρομερό αντίκτυπο, αφ’ ενός μεν στους Τούρκους φέρνοντας τους μπροστά σε δύο μέτωπα (ένα στην Κύπρο και ένα στον Έβρο) και αφ’ ετέρου στους Αμερικάνους με ορατό πλέον κίνδυνο για γενικευμένη ελληνοτουρκική σύρραξη, και διέταζε ταυτόχρονα τα υποβρύχια που ευρίσκονταν σε πολύ κοντινή απόσταση από τα χωρικά ύδατα της Κύπρου, να πλήξουν την νηοπομπή που περίμενε να αποβιβασθεί στο Πεντεμίλι, τότε τα πράγματα στο νησί θα είχαν εξελιχθεί πολύ διαφορετικά.
Εδώ πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα το γεγονός, ότι το εύρος της ακτής της απόβασης, δεν επέτρεπε σε πολλά ταυτόχρονα αποβατικά να προσεγγίζουν την ακτή, οπότε η διαδικασία προσέγγισης τους ήταν σε «κύματα» ανά 2-3 αποβατικά και κατά συνέπεια απελπιστικά αργή (όπως παραδέχεται και ο Μεχμέτ Αλή Μπιράντ, στο βιβλίο του «Απόφαση-Απόβαση»), γεγονός που τα καθιστούσε σχεδόν ακίνητους στόχους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Oσα δημοσιεύματα δεν έχουν την υπογραφή μας αντιπροσωπεύουν την προσωπική γνώμη των συγγραφέων τους και όχι την δική μας.Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις,, ή απειλές.