Όταν
περνώ το οδόφραγμα του Λήδρα Πάλλας, σχεδόν πάντα με μαγνητίζει η
γιγαντοαφίσα που δείχνει την άγρια δολοφονία του Τάσου Ισαάκ.
Σε κλάσματα του δευτερολέπτου σκέφτομαι λίγο πολύ τα ίδια (άλυτα)
θέματα. Τις καθημερινές στιγμές που έχασαν (και χάνουν) η οικογένεια και
οι φίλοι του. Το χάδι που χαίρονταν οι αγαπημένοι, το γέλιο που άκουγαν
οι φίλοι, τη φωνή, τα χέρια, τη μυρωδιά του. Όλα εκείνα που δεν μένουν
παρά ως ανάμνηση. Και οι αναμνήσεις μπορεί να είναι παρηγοριά αλλά ζωή
δεν είναι.
Στη
δημόσια σφαίρα, ο τρόπος που η συγκεκριμένη φωτογραφία στήθηκε στο
πέρασμα ανάμεσα στις δύο πλευρές σχετίζεται με την πολιτική της μνήμης
και τη διαδικασία του πένθους. Μας επιβάλλει την ανεπεξέργαστη παρουσία
του τραγικού περιστατικού της 11ης Αυγούστου 1996. Είναι λες
και αναζητά όχι την επεξεργασία του τραύματος, αλλά την επανάληψή του.
Ταυτόχρονα, αναβιώνει την εμπειρία του ’74 λειτουργώντας σωρευτικά και
δικαιωτικά ως προς τα αισθήματα που γέννησε το ’74: το φόβο, τη
μισαλλοδοξία και τα αισθήματα αντεκδίκησης.
Η
συγκεκριμένη δημόσια διαχείριση επηρεάζει άλλο ένα κομμάτι του παζλ,
τους Τουρκοκύπριους. Η πλευρά "μας" τους καλωσορίζει στο οδόφραγμα με
αυτή την τρομερή φωτογραφία. Με μια σκηνή βίαιη, βάρβαρη, "δική τους".
Δεν ξεχωρίζει, γκρίζους λύκους, φανατικούς, απολιτίκ, ειρηνιστές και
ακτιβιστές εναντίον της τουρκικής κατοχής. Ένα μεγάλο δικό μας «εμείς»
τους τσουβαλιάζει όλους και τους λέει «Δείτε τι κάνατε! Δεν ξεχνούμε τι
είστε! Γυρίστε πίσω!». Έτσι, η φωτογραφία λειτουργεί σε συμβολικό
επίπεδο ισχυρότερα κι από τον πραγματικό τοίχο που χωρίζει τις δύο
πλευρές, εμποτίζοντας το σκεπτικό "τζείνοι ποτζιεί τζιαι μεις ποδά".
Δεν
είμαστε η μόνη κοινωνία που πρέπει να επουλώσει τις πληγές της και να
διδάξει τα παιδιά της πώς συνεχίζεται η ζωή μετά το τραύμα. Πώς θα ξαναζήσουν μαζί οι άνθρωποι που τους χωρίζουν αδικαίωτες μνήμες και τραύματα; Αυτό
θα περίμενε κανείς να είναι το βασικό ερώτημα, ο αντίλογος αν θέλετε,
στα αισθήματα αντεκδίκησης, μίσους και φόβου που νιώθει μεγάλη μερίδα
συμπολιτών μας. Αντί για αποφασιστικές και ξεκάθαρες πολιτικές που θα
ιστορικοποιούν τα γεγονότα και θα έχουν παιδευτική δυναμική, οι
πολιτικές ελίτ του τόπου είτε εμπορεύονται το μίσος, είτε σιωπούν. Το
πολιτικό κλίμα, εξάλλου, της εποχής τότε μύριζε μπαρούτι. Συνέβησαν τα
επεισόδια στα Ίμια, είχαμε ως επίσημη κυβερνητική γραμμή το πολεμικό
σύνθημα «την πατρίδα ουκ ελάττω παραδώσω» και το «ενιαίο αμυντικό δόγμα»
- κι ας μαθαίνουμε σήμερα ότι οι πατριώτες της πρώτης γραμμής
κατηγορούνται για κατάχρηση δημοσίου χρήματος από το εμπόριο όπλων.
Μέχρι
σήμερα οι σκελετοί παραμένουν μες στο ντουλάπι… Όσο δεν απαντάμε στα
ερωτήματα που έβαλε η ιστορία, αυτά θα πετιούνται συνέχεια έξω. Με τη
δύσκολη οικονομική κρίση που φαίνεται ότι θα αντιμετωπίσουμε φοβάμαι πως
θα ζωντανέψουν πάλι.
Τελειώνω
με τα λόγια του Lucien Febvre που χρησιμοποίησε ως προμετωπίδα στο
τελευταίο της βιβλίο η ιστορικός Ρένα Πατρικίου - Σταυρίδη: «Ναι,
να ερευνούμε, να γράφουμε και να μελετούμε την Ιστορία, γιατί μόνον η
Ιστορία μας επιτρέπει, μέσα σ’ έναν κόσμο απόλυτης αστάθειας, να ζήσουμε
με άλλα αντανακλαστικά εκτός από αυτά του φόβου».
Σημείωση:
Έγραψα τις παραπάνω σκέψεις με αφορμή την αφίσα του Λήδρα Πάλας. Θα
μπορούσα να γράψω τα ίδια και για τον Σολωμό Σολωμού. Εύχομαι να είναι
οι τελευταίοι νεκροί της κυπριακής διένεξης.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στη στήλη «Αυτονόητα» της κ.Χόπλαρου στην εφημερίδα «Πολίτης».
Γράφει: Ρένα Χόπλαρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Oσα δημοσιεύματα δεν έχουν την υπογραφή μας αντιπροσωπεύουν την προσωπική γνώμη των συγγραφέων τους και όχι την δική μας.Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις,, ή απειλές.