Τα χαλάσματα της άλλοτε ωραίας κόρης των Κοκκινοχωριών, πληγώνει. Χαλάσματα και αγριόχορτα. Ξεραμένα δέντρα και λεηλατημένα σπίτια. Στην Αγιά Μαρίνα οι βέβηλοι έστησαν σκοπιά… |
Δώδεκα ολόκληρες ημέρες μετά την εκεχειρία της 16ης Αυγούστου 1974, η
«ειρηνευτική επιχείρηση» του Αττίλα επιτίθεται στο γυμνό από
υπερασπιστές και γεμάτο κόσμο, χωριό της Άχνας. Οι μαρτυρίες των
Αχνιώτων, αλλά και άλλων προσφύγων που βρήκαν καταφύγιο στο χωριό,
αποτυπώνουν τον πόνο και τη δυστυχία που σκόρπισε η τουρκική εισβολή το
1974, στην ωραία κόρη των Κοκκινοχωριών, την Άχνα.
Στις 28 Αυγούστου ο Αττίλας φανέρωσε
και πάλι το πραγματικό του πρόσωπο. Το ερώτημα που δημιουργείται είναι:
Σε ποιές κατευθύνσεις έχουμε κινηθεί για να εξασφαλίσουμε την σίγουρη
πρακτική εφαρμογή των συμφωνηθέντων της λύσης από τον αδίστακτο και μη
σεβόμενο εκεχειρίες και αμάχους πληθυσμούς Αττίλα; Ή πάλι θα
εφαρμόσουμε μονομερώς τις δικές μας παραχωρήσεις και μετά θα στηριχθούμε
στην «καλή θέληση» του, που επέδειξε και στις 28 Αυγούστου 1974 και
στην Άχνα;
Ήτανε Τετάρτη
28 Αυγούστου 1974 που ακούστηκε στην Άχνα η απέλπιδα κραυγή, «φύγετε,
φύγετε, έρχονται οι Τούρκοι». Και έτρεχε η μάνα να μαζέψει το παιδί και
ο γιος τους κατάκοιτους γονείς του, να τους βγάλει έξω από το χωριό.
Άρπαζε ένα κομμάτι ρούχο του μωρού η μάνα καθώς από μακριά ακούγονταν
οι δαιμονισμένες μηχανές των τουρκικών τανκ, που από τα χωράφια
μεταξύ Μακράσυκας και Καλοψίδας, εφορμούσαν για την κατάληψη του
χωριού. Έχοντας μαζί τους ορδές πάνοπλων αντρών του τουρκικού πεζικού.
Οι Αχνιώτες, που από τις 20 Ιουλίου
είχαν υποδεχθεί στο χωριό τους χιλιάδες πρόσφυγες από άλλα μέρη που
κατέλαβαν οι Τούρκοι, βίωναν τον ίδιο πόνο που τους περιέγραφαν οι
πρόσφυγες των προηγούμενων ημερών. Τετάρτη, 28 Αυγούστου 1974, η
αποφράδα μέρα, η μέρα που έσφαξε σαν μαχαίρι τις ψυχές χιλιάδων
Αχνιωτών.
Μέσα σε εκείνες τις δραματικές στιγμές,
γιατί λίγα λεπτά χρειάστηκαν να μπουν οι Τούρκοι στο χωριό, μια
Αχνιώτισσα που έτρεχε να βρει μέσο για να φύγει, βίωσε σε μερικά
δευτερόλεπτα, μια συ γκλονιστική εμπειρία. Λίγη ώρα πριν, οι
αστυνομικοί που επάνδρωναν τον αστυνομικό σταθμό Άχνας, έβγαλαν τα
πουκάμισά τους και με τις φανελίτσες, εγκατέλειψαν το σταθμό. Προφανώς
έβγαλαν τα πουκάμισα για να μην αναγνωριστούν ως αστυνομικοί από τους
Βρετανούς στις γειτονικές Βάσεις τους, όπου μάλλον κατέφυγαν για να
σωθούν.
Έτρεχε η γυναίκα και κάποια στιγμή
πέρασε μπροστά από την ανοικτή πόρτα του Σταθμού. Και τότε άκουσε από
τον ασύρματο ένα επαναλαμβανόμενο μήνυμα, ένα δραματικό μήνυμα, που
μέχρι σήμερα αντηχεί σαν ερινύα στην ψυχή της. Ήτανε ένα μήνυμα, που
απηχούσε τις δραματικές στιγμές πού ζούσε το χωριό και οι κυνηγημένοι
κάτοικοί του.
«Άχνα, Άχνα, ακούει κανείς; Ξέρετε πού
είναι οι Τούρκοι; Άχνα, Άχνα ακούει κανείς…; Ξέρετε πού είναι οι
Τούρκοι…;», αντηχούσε στο έρημο χωριό, με σπαρακτικό τόνο, γεμάτο
αγωνία, η άγνωστη φωνή του αστυνομικού που καλούσε χωρίς να παίρνει
απάντηση.
Η γυναίκα κοντοστάθηκε δευτερόλεπτα,
άκουσε το μήνυμα, το «κάρφωσε» στην καρδιά της να μην το ξεχάσει.
Έβαλε τα κλάματα και συνέχισε να τρέχει. Σε λίγη ώρα, μερικά λεπτά,
στο μέρος, όπως και σε όλο το χωριό, αναπτύχθηκε το τουρκικό πεζικό
και τα άρματα μάχης της εισβολής. Ο ασύρματος καταλήφθηκε…
Στα βάθη των αιώνων
Το όνομα του χωριού προέρχεται από τη λέξη άνθινα, που σημαίνει ανθοφόρα κτήματα. Η ονομασία λοιπόν εξελίχτηκε από άνθινα -άνθνα-άνθα -Άχνα. Μια άλλη εκδοχή θέλει την Άχνα να παίρνει το όνομά της από το όνομα της θεάς Αθηνάς. Αθηνά-άθνα- Άχνα. Υπάρχει και μια τρίτη άποψη που υποστηρίζει ότι το όνομα του χωριού βγαίνει από τη λέξη άχνη, που σημαίνει δροσιά (ατμός που αναδύεται κατά την εξάτμιση).
Το όνομα του χωριού προέρχεται από τη λέξη άνθινα, που σημαίνει ανθοφόρα κτήματα. Η ονομασία λοιπόν εξελίχτηκε από άνθινα -άνθνα-άνθα -Άχνα. Μια άλλη εκδοχή θέλει την Άχνα να παίρνει το όνομά της από το όνομα της θεάς Αθηνάς. Αθηνά-άθνα- Άχνα. Υπάρχει και μια τρίτη άποψη που υποστηρίζει ότι το όνομα του χωριού βγαίνει από τη λέξη άχνη, που σημαίνει δροσιά (ατμός που αναδύεται κατά την εξάτμιση).
Η ιστορία του χωριού αρχίζει το 750 π.Χ.
Στην Άχνα έγιναν ανασκαφές κατά το 1882, τέσσερα χρόνια δηλαδή μετά
που πέρασε το νησί από τα χέρια των Τούρκων στα χέρια των Άγγλων. Η
αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως πάρα πολλά ευρήματα: Τα ιερά της
Αφροδίτης, της Αρτέμιδος, του Απόλλωνα και του Πάνα, αρχαίους τάφους,
πολλά ειδώλια σε τερακότες που βρέθηκαν σε τεμένη της ελληνιστικής
εποχής και άλλα κτερίσματα.
- – - – - – - – - – - – - – - – - – - – - – - – - – - – - – - – - – - – - – - -
‘Φιλελεύθερος’
Πάμπος Βασιλάς «Η μέρα που μπήκαν στην Άχνα οι οχτροί»
Μνήμες από την κατεστραμμένη κοινότητα που καταλήφθηκε από τους Τούρκους στις 28 Αυγούστου το ’74
«Μην κλαις κυρά και γω θα αναστηθώ και θα σ’ αρπάξω πάλι…». Ήτανε και τότε 28 Αυγούστου, πριν 36 χρόνια που φάνηκαν από την τοποθεσία Κόκκινες, βορειοανατολικά της Άχνας, τα μαύρα γεράκια. Μέρα Τετάρτη μεσημέρι που σήκωναν νέφος τη σκόνη τα άρματα και ξοπίσω τους οι σιδερόφρακτοι Αττίλες. Και το χωριό ήταν γυμνό από υπερασπιστές και το χωριό ήταν γεμάτο κόσμο. Πρόσφυγες κυνηγημένοι από την Καλοψίδα, τη Μακράσυκα, την Αμμόχωστο. Αυτοί που είχαν δει τον τρόμο πριν από τους Αχνιώτες. Και τότε, αυτοί που ήξεραν, που είχαν ζήσει τον τρόμο των αρμάτων, άρχισαν να τσιρίζουν και να τρέχουν να γλυτώσουν. Πέρασαν από τότε 36 μαρτυρικά χρόνια…
«Μην κλαις κυρά και γω θα αναστηθώ και θα σ’ αρπάξω πάλι…». Ήτανε και τότε 28 Αυγούστου, πριν 36 χρόνια που φάνηκαν από την τοποθεσία Κόκκινες, βορειοανατολικά της Άχνας, τα μαύρα γεράκια. Μέρα Τετάρτη μεσημέρι που σήκωναν νέφος τη σκόνη τα άρματα και ξοπίσω τους οι σιδερόφρακτοι Αττίλες. Και το χωριό ήταν γυμνό από υπερασπιστές και το χωριό ήταν γεμάτο κόσμο. Πρόσφυγες κυνηγημένοι από την Καλοψίδα, τη Μακράσυκα, την Αμμόχωστο. Αυτοί που είχαν δει τον τρόμο πριν από τους Αχνιώτες. Και τότε, αυτοί που ήξεραν, που είχαν ζήσει τον τρόμο των αρμάτων, άρχισαν να τσιρίζουν και να τρέχουν να γλυτώσουν. Πέρασαν από τότε 36 μαρτυρικά χρόνια…
Σήμερα, στην Αγιά Μαρίνα οι βέβηλοι
έστησαν σκοπιά. Γκρέμισαν και χάθηκαν τα πλινθαρένια ανώγια του παππού.
Ακόμα να διαβεί τα σκαλοπάτια του πατρικού ο γιος και ας είναι 50
βήματα από το δρόμο του Βαρωσιού. Χαλάσματα και αγριόχορτα. Ξεραμένα
δέντρα και λεηλατημένα σπίτια. Στο νεκροταφείο ο τάφος της γιαγιάς
της Κατελούς χάθηκε μέσα στα χόρτα και ο σταυρός είναι πεσμένος. Το
φωτογραφικό οδοιπορικό στα χαλάσματα της άλλοτε ωραίας κόρης των
Κοκκινοχωριών, πληγώνει. Το Συνεργατικό έχει 36 χρόνια να δεχθεί
πελάτες. Ερήμωσε και το κατάστημα του Λαμπράκη. Περιμένει ακόμα τους
ποδοσφαιριστές και τον κόσμο το κατεχόμενο γήπεδο του Εθνικού. Παναγιά
μου, χωριό μου, διαλύεσαι πια χρόνο με το χρόνο. Και οι εικόνες σου
σφάζουν την καρδιά μας. Που δεν αξιωθήκαμε, που δεν τα καταφέραμε, που
όλο και απομακρύνεται η επιστροφή κοντά σου και ας είσαι πέντε
δρασκελιές μακριά μας. Το 1974, ο σημερινός γραμματέας του Κοινοτικού
Συμβουλίου Άχνας, Κύπρος Πίτσιλλος, ήταν δέκα χρονών. Θυμάται και μας
αφηγείται τη μέρα που μπήκαν στην Άχνα οι οχτροί…
Ο πατέρας του είχε φύγει για το μέτωπο
στις 20 Ιουλίου και 40 μέρες μετά δεν είχε δώσει σημεία ζωής. Για
αγνοούμενο τον είχαν στο σπίτι του Κύπρου. Πριν πάει στον πόλεμο,
φώναξε το δεκάχρονο γιο του που ήταν ο μεγάλος. «Εγώ φεύγω. Στάθου
άντρας του σπιτιού στη μάνα και στα δυο σου μικρά αδέλφια», του είπε.
Μα επειδή στο σπίτι δεν φαινόταν, ήταν πολλές μέρες μαραζωμένοι ο
Κύπρος και η οικογένειά του. Τελικά ήρθε ο πατέρας, αλλά κάθε μέρα που
ξημέρωνε, ήταν και μέρα αγωνίας, αν τελικά θα γλύτωνε το χωριό. Το
μεσημέρι όμως, στις 28 του Αυγούστου, ακούστηκαν οι πρώτες φωνές.
«Φύετε, βουράτε, έξω που το χωριό. Έρχονται που τις Κόκκινες οι
Τούρκοι»…
«Επικράτησε πανικός. Άλλοι έτρεχαν
πεζοί. Άλλοι πάνω σε τρακτέρ και φορτηγά. Άλλοι με αυτοκίνητα»,
θυμάται ο Κύπρος. Η ελπίδα που έτρεφαν κρυφά πολλοί μεγάλοι, δυστυχώς,
δεν επαληθεύτηκε. «Δεν γλύτωσε ούτε και η Άχνα». «Πιστεύαμε ότι θα
φεύγαμε για λίγες ώρες, λίγες μέρες, ότι θα επιστρέφαμε την επομένη»,
μας αφηγείται ο Κύπρος. Γι’ αυτό, όπως και όλοι σχεδόν οι κάτοικοι,
έφυγαν από το σπίτι βιαστικά, με τα ρούχα που φορούσαν. Παιδί που
ήτανε, ένα πράγμα σκέφτηκε και έτρεξε και πήρε από το δωμάτιό του. Μια
γυάλα που μέσα φύλαγε τους βόλους του. Την πρώτη νύχτα κοιμήθηκαν στο
χώμα. Μετά, ο πατέρας του έστησε μια πρόχειρη κατασκευή με ξύλα και
για στέγη μπάλες σανού. Οι μέρες περνούσαν και η επιστροφή στο χωριό
δεν ερχόταν. Θυμάται ότι το πρωί μετά την πρώτη νύχτα που κοιμήθηκαν
στο Δασάκι, όταν ξύπνησαν, ξεκίνησαν να επιστρέψουν στο χωριό. «Πού
πάτε; Είναι μέσα οι Τούρκοι», τους σταμάτησαν άλλοι συγχωριανοί.
Η καλύφη έγινε αντίσκηνο και το
αντίσκηνο παράγκα. Και μετά η παράγκα έγινε σπίτι στο συνοικισμό του
Δάσους Άχνας. Πέρασαν 36 χρόνια ακριβώς και αλίμονο, η ποθητή
επιστροφή στην Άχνα δεν ήλθε. Ο Κύπρος μοίρασε τους βόλους που έφερε
από την Άχνα στα παιδιά του. «Να τους προσέχετε και να τους δώσετε και
εσείς στα δικά σας παιδιά. Είναι κειμήλιο, το δικό μου κειμήλιο από
την Άχνα», τους είπε σαν τους έδινε τους βόλους. «Όσα χρόνια και να
περάσουν, είμαι σίγουρος ότι μια μέρα οι βόλοι θα ξαναβρεθούν στην
Άχνα. Και αν δεν ζούμε ‘μεις θα είναι τα παιδιά και τα εγγόνια και τα
δισέγγονα και τα τρισέγγονά μας που θα γυρίσουν», μας είπε ο
γραμματέας του Κοινοτικού Συμβουλίου Άχνας.
- – - – - – - – - – - – - – - – - – - – - – - – - – - – - – - – - – - – - – - -
«Ζήσαμε τραγικές σκηνές στο Δασάκι Άχνας το 1974…»
Πάμπος Βασιλάς
«Το πρώτο μου παιχνίδι που θυμάμαι
ήταν ένα τενεκεδάκι σαρδέλων. Το έκανα αυτοκινητάκι και έπαιζα στο
χώμα. Θυμάμαι ότι κοιμόμασταν σ’ ένα βαν που είχε εκείνη την εποχή ο
πατέρας μου. Οι γονείς μου κοιμούνταν πάνω σε κουβέρτες στο χώμα.
Έζησα τα παιδικά μου χρόνια στο Δασάκι της Άχνας»
Πριν από το 1974 ήταν παρθένο δάσος, στο
οποίο ασκούνταν κατά διαστήματα οι Βρετανοί στρατιώτες. Κάτω από τα
πεύκα του έβρισκαν δροσιά οι γεωργοί της Άχνας, όταν πήγαιναν να
δουλέψουν. Αυτά όλα μέχρι τις 20 Ιουλίου 1974. Το δάσος της Άχνας
έμελλε το 1974 να μετατραπεί σε καταφύγιο δεκάδων χιλιάδων προσφύγων,
που κυνηγημένοι από τα αεροπλάνα και τους στρατιώτες του Αττίλα,
κατέφυγαν εκεί για να σωθούν. Από τα χωριά της Μεσαορίας και της
επαρχίας Αμμοχώστου. Ακόμα και από τα χωριά της επαρχίας Κερύνειας,
άνθρωποι κυνηγημένοι, με τα ρούχα που φορούσαν, κατέφευγαν στο Δασάκι
Άχνας, γιατί το έδαφος ήταν Βάσεις και πίστευαν ότι εκεί δεν θα
κινδύνευαν από τον Αττίλα. Και έγιναν τα πεύκα και οι ευκάλυπτοι και
οι πορτοκαλεώνες των Αχνιωτών, καταφύγιο για τους πονεμένους και
κυνηγημένους πρόσφυγες της πληγωμένης μας Πατρίδας. Στις 30 Αυγούστου
1974, τουρκικά τανκς μπήκαν στην Άχνα, υποστηρίζοντας πεζοπόρους
Τούρκους στρατιώτες. Οι Αχνιώτες -τελευταίοι απ’ όλους τους πρόσφυγες-
βρήκαν καταφύγιο και αυτοί στο Δασάκι. Σύμφωνα με κάποια στοιχεία,
τις πρώτες βδομάδες μετά τον πόλεμο του 1974, κατέφυγαν στο δάσος της
Άχνας, που τελικά μετατράπηκε σε τοπονύμιο Δασάκι Άχνας, 60 μέχρι 80
χιλιάδες πρόσφυγες.
Στο Δάσος Άχνας Κύπριοι και ξένοι
λειτουργοί των ΜΜΕ κατέγραψαν συγκλονιστικές σκηνές ανθρώπινου πόνου
και δυστυχίας, οι οποίες έκαναν το γύρο του κόσμου. Παιδιά που
κοιμούνταν σχεδόν γυμνά στο χώμα. Ηλικιωμένοι και παιδιά που τρέφονταν
επί μήνες, σχεδόν μόνιμα, με «κουτοσάρδελα» και κορν-μπιφ. Γέροντες
που κοιμούνταν σε λασπωμένο χώμα βρεγμένων αντίσκηνων και δεν είχαν
δεύτερη κουβέρτα να σκεπάσουν το βασανισμένο τους κορμί.
Μαυροφορεμένες μάνες που έκλαιγαν σκοτωμένα ή αγνοούμενα παιδιά, και δεν
είχαν ένα κομμάτι ρούχο να σκουπίσουν τα πικραμένα τους μάτια…
Άνθρωποι που καρτερούσαν υπομονετικά τα
καμιόνια του Ερυθρού Σταυρού και του βρετανικού στρατού, να τους
φέρουν ζαχαρούχο γάλα, λιγδιασμένα κοτόπουλα σε κονσέρβες, σαρδέλες,
μπισκότα, ζάχαρη, κορν-μπιφ και φιστικέλαιο, για να μην πεθάνουν της
πείνας. Άνθρωποι κάθε ηλικίας που εκλιπαρούσαν για ένα «κάμπετ», μια
ακόμη κουβέρτα για να μην κρυώνουν και ένα ακόμη αντίσκηνο για να
κοιμούνται άνετα. Άνθρωποι που εκτίθονταν σχεδόν κάθε μέρα στα
τηλεοπτικά συνεργεία, για να μάθει όλος ο πλανήτης το δράμα της
Κύπρου, το δράμα των απλών Κυπρίων.
«Έκλαψα πολλές φορές στο Δασάκι»
Ο KINHMATOΓPAΦIΣTHΣ του ΡΙΚ Στέλιος Γιασεμίδης είναι ένας από τους ανθρώπους της κυπριακής δημοσιογραφίας που έγραψαν, αλλά και κατέγραψαν σημαντικές πτυχές της κυπριακής τραγωδίας το 1974, περιδιαβάζοντας αρκετές φορές την ανθρώπινη δυστυχία στο Δασάκι Άχνας. Θυμάται ο κ. Γιασεμίδης και αφηγείται στη «Σ» τα εξής:
Ο KINHMATOΓPAΦIΣTHΣ του ΡΙΚ Στέλιος Γιασεμίδης είναι ένας από τους ανθρώπους της κυπριακής δημοσιογραφίας που έγραψαν, αλλά και κατέγραψαν σημαντικές πτυχές της κυπριακής τραγωδίας το 1974, περιδιαβάζοντας αρκετές φορές την ανθρώπινη δυστυχία στο Δασάκι Άχνας. Θυμάται ο κ. Γιασεμίδης και αφηγείται στη «Σ» τα εξής:
- «Στο Δασάκι Άχνας, τα Χριστούγεννα του
1974 έζησα μια συγκλονιστική εμπειρία, την οποία θυμάμαι κάθε φορά
που πηγαίνω στο συνοικισμό, ο οποίος πρέπει να πω ότι σήμερα είναι
πολιτεία και τίποτε δεν θυμίζει τις δυστυχισμένες μέρες μετά τον
πόλεμο. Μαζί με το δημοσιογράφο Δημήτρη Ανδρέου, πήραμε οδηγίες να
πάμε στις 25 Δεκεμβρίου 1974 στο Δασάκι Άχνας, για να καταγράψουμε τα
πρώτα Χριστούγεννα των προσφύγων, οι οποίοι ήταν 20-30 χιλιάδες ψυχές.
Φτάσαμε κάπου στο Δασάκι και διαπιστώσαμε με πόνο ψυχής ότι οι
άνθρωποι πεινούσαν. Ήταν Χριστούγεννα και υπήρχαν άνθρωποι που δεν είχαν
κάτι να περάσουν την ημέρα αυτή. Δεν μπορώ να πω με λόγια πόσο
σημάδεψε αυτό το γεγονός την ψυχή μου. Ευτυχώς, δεν ξέρω πώς, βρέθηκαν
κάποιοι καλοί χριστιανοί και μοίρασαν κοτόπουλα σ’ αυτούς τους
ανθρώπους. Άναψαν κάρβουνα και τα έψησαν. Αυτά ήταν τα Χριστούγεννα
των προσφύγων, που κατέγραψα ως κινηματογραφιστής στο ΡΙΚ, μαζί με το
δημοσιογράφο Δημήτρη Ανδρέου, το Δεκέμβρη του 1974 στο Δασάκι της
Άχνας.
- «Θέλω ακόμη να πω ότι από τον Ιούλιο
του 1974 και για πολλούς μήνες καταγράψαμε εικόνες που αποτελούν
σημαντικό ιστορικό ντοκουμέντο για την τραγωδία του 1974,
επισκεπτόμενοι το Δασάκι Άχνας: «Ξυπόλητα και σχεδόν γυμνά παιδιά, που
δεν είχαν ρούχα. Ρακένδυτους γέροντες που ξάπλωναν σε σακούλες και
κοίταζαν περίλυποι, παραδομένοι στη δυστυχισμένη τους μοίρα. Γυναίκες
που κοιμούνταν σε πρόχειρα αντίσκηνα και μοιρολογούσαν τους
σκοτωμένους, ή αγνοούμενους, άντρες ή αδέλφια τους. Γέροντες και παιδιά,
που ξάπλωναν σε βρεγμένα αντίσκηνα το χειμώνα και κοιμούνταν μέσα
στις λάσπες, γιατί δεν είχαν πού αλλού να μείνουν. Παιδιά που μετά
βίας είχαν ένα ποτήρι γάλα σε σκόνη και που δεν είχαν πιάσει για μήνες
στα χέρια τους ένα παιδικό παιχνίδι, ή ένα γλειφιτζούρι…»
«Έκλαψα και μαύρισε η ψυχή μου πολλές φορές στο Δασάκι το 1974», μας είπε καταλήγοντας ο κ. Γιασεμίδης
.
.
Το Δασάκι Άχνας σήμερα
ΣHMEPA το Δασάκι Άχνας αποτελεί μίαν από τις πλέον ανεπτυγμένες κοινότητες των Κοκκινοχωριών. Ζουν εκεί πρόσφυγες από την Άχνα, τη Λύση, τη Βατυλή, τη Μακράσυκα, την Καλοψίδα και άλλες κατεχόμενες κοινότητες. Μια σημαντική βιοτεχνική ζώνη, μια μεγάλη κτηνοτροφική περιοχή, μια σπουδαία ποδοσφαιρική ομάδα ο ΕΘΝΙΚΟΣ και το μεγαλοπρεπές στάδιό του, ωραία σπίτια, πάρκα, πλακόστρωτη πλατεία και γενικά πρόοδος και ανάπτυξη, είναι ό,τι συνθέτουν τη σημερινή κατάσταση στο Δασάκι. Οι κάτοικοι πλησιάζουν τις τέσσερις χιλιάδες.
ΣHMEPA το Δασάκι Άχνας αποτελεί μίαν από τις πλέον ανεπτυγμένες κοινότητες των Κοκκινοχωριών. Ζουν εκεί πρόσφυγες από την Άχνα, τη Λύση, τη Βατυλή, τη Μακράσυκα, την Καλοψίδα και άλλες κατεχόμενες κοινότητες. Μια σημαντική βιοτεχνική ζώνη, μια μεγάλη κτηνοτροφική περιοχή, μια σπουδαία ποδοσφαιρική ομάδα ο ΕΘΝΙΚΟΣ και το μεγαλοπρεπές στάδιό του, ωραία σπίτια, πάρκα, πλακόστρωτη πλατεία και γενικά πρόοδος και ανάπτυξη, είναι ό,τι συνθέτουν τη σημερινή κατάσταση στο Δασάκι. Οι κάτοικοι πλησιάζουν τις τέσσερις χιλιάδες.
• Αυτό το ρεπορτάζ -λόγω και της
καταγωγής του υποφαινόμενου- αφιερώνεται σε όλους τους πρόσφυγες που
έζησαν στο Δασάκι μετά το 1974 και έφυγαν από τη ζωή, με ανεκπλήρωτο
τον πόθο της επιστροφής. Επίσης, στους δασκάλους Λώρη και Γιαννούλα
Κληρίδη, ζεύγος Ζαχαριάδη, τον κ. Παντελάκη, τον κ. Δημητράκη, τον κ.
Αντωνάκη από την Ξυλοτύμπου, τη νηπιαγωγό κ. Κατίνα και όσους άλλους
δεν θυμόμαστε. Γιατί είχαν το δύσκολο προνόμιο να διδάξουν γράμματα
ελληνικά σε ταλαιπωρημένα προσφυγόπουλα στο Δασάκι, τα πρώτα, πέτρινα
χρόνια της προσφυγιάς.
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
«Μεγαλώσαμε στο Δασάκι»
TA ΠPΩTA XPONIA στο Δασάκι Άχνας ήταν πολύ δύσκολα. Τα αντίσκηνα άρχισαν να διαδέχονται από το 1975 οι ξύλινες παράγκες. Το 1976 άρχισε η ηλεκτροδότηση του συνοικισμού. Μέχρι το 1977, οι μαθητές του Δάσους Άχνας, τα προσφυγόπουλα πήγαιναν νηπιαγωγείο και σχολείο στην Ξυλοτύμπου και την Ορμήδεια. Οι μαθητές του δημοτικού πήγαιναν στο σχολείο τα απογεύματα. Το χειμώνα σκοτείνιαζε μέχρι να σχολάσουν. Τα παιδιά διάβαζαν με τη λάμπα του πετρελαίου (θυέλλης), ή τα «λουξ». Σας μεταφέρουμε ακολούθως κάποιες μαρτυρίες από εκείνη την εποχή, για το πώς ζούσαν οι πρόσφυγες στο Δασάκι:
«Μεγαλώσαμε στο Δασάκι»
TA ΠPΩTA XPONIA στο Δασάκι Άχνας ήταν πολύ δύσκολα. Τα αντίσκηνα άρχισαν να διαδέχονται από το 1975 οι ξύλινες παράγκες. Το 1976 άρχισε η ηλεκτροδότηση του συνοικισμού. Μέχρι το 1977, οι μαθητές του Δάσους Άχνας, τα προσφυγόπουλα πήγαιναν νηπιαγωγείο και σχολείο στην Ξυλοτύμπου και την Ορμήδεια. Οι μαθητές του δημοτικού πήγαιναν στο σχολείο τα απογεύματα. Το χειμώνα σκοτείνιαζε μέχρι να σχολάσουν. Τα παιδιά διάβαζαν με τη λάμπα του πετρελαίου (θυέλλης), ή τα «λουξ». Σας μεταφέρουμε ακολούθως κάποιες μαρτυρίες από εκείνη την εποχή, για το πώς ζούσαν οι πρόσφυγες στο Δασάκι:
Στέλιος Γιασεμίδης: «Το 1975 νομίζω, ο
Γιώργος Νταλάρας πραγματοποίησε συναυλία στο “Aμμονήσιον” της
Ορμήδειας, όπου υπήρχε καταυλισμός παραγκόβιων προσφύγων. Μου έκανε
εντύπωση και το θυμάμαι μέχρι τώρα, το γεγονός ότι οι πρόσφυγες από το
Δασάκι και από άλλες περιοχές των Κοκκινοχωριών και της Λάρνακας,
στριμώκτηκαν σε καρότσες τρακτέρ και φορτηγών, για να μπορέσουν να
πάνε στη συναυλία…».
• «Ήρθαν στη γειτονιά μας λεωφορεία με
ξένους τουρίστες, για να δουν πώς ζούσαμε. Ένα ζευγάρι μου έδωσαν ένα
κουτί μπισκότα, αλλά μετά με κοίταζαν και χαμογελούσαν. Πρόσεξα ότι το
πουκάμισό μου δεν ήταν κουμπωμένο σωστά. Ντράπηκα. Πέταξα τα μπισκότα
και έτρεξα μακριά…»
• «Στο σχολείο μας, κάτι παράγκες
δηλαδή, έρχονταν τακτικά ξένοι και μας έφερναν δώρα. Πουλόβερ,
παιχνίδια και γλυκά. Ήταν κάτι σαν θέατρο: «Τους δείχναμε τα σχέδια
που κάναμε για τα κατεχόμενά μας χωριά, λέγαμε και κανένα ποίημα και
αυτοί, αφού άφηναν και κανένα δάκρυ να κυλήσει, έφευγαν. Όταν μεγάλωσα
κατάλαβα γιατί ένιωθα πάντα άβολα σ’ αυτές τις επισκέψεις. Ήμασταν
κάτι σαν ζωάκια, νόμιζαν οι ξένοι, και θα γινόμασταν χαρούμενα με ένα
κουτί μπισκότα και μια γκοφρέτα. Ιδέα δεν είχαν αυτοί όλοι πού
κοιμόμασταν, πως κάναμε μπάνιο με κουβά και πως διαβάζαμε με τη λάμπα
του πετρελαίου. Νόμιζαν πως ήμασταν μαϊμούδες και θα τους κάναμε
τούμπες, γιατί έρχονταν να μας δουν δέκα λεπτά και να μας πετάξουν ένα
πακέτο για δώρο…
Συσσίτιο στο σχολείο
ΤO 1976-77 λειτούργησε δημοτικό σχολείο για τα προσφυγόπουλα στο Δασάκι Άχνας. Οι αίθουσες ήταν παράγκες με «πλακάζ» και τσίγκους για στέγες. Οι αίθουσες ήταν λίγες και έτσι κάποια τμήματα ήταν μετακινούμενα ή συμπλέγματα. Π.χ. Ο δάσκαλος έκανε μάθημα σε Τετάρτη και Πέμπτη τάξη μαζί στην ίδια αίθουσα. Τα Ηνωμένα Έθνη, ο Ερυθρός Σταυρός και άλλες οργανώσεις από την Κύπρο και το εξωτερικό, έστελναν στους μαθητές δώρα τα Χριστούγεννα και το Πάσχα. Επίσης, παρεχόταν συσσίτιο στους μαθητές που ήταν άποροι, δηλαδή όλους: Ρυζόγαλο, γάλα κονσέρβας, τυρί κονσέρβας και πόλιμπιφ. Για πολλά από τα παιδιά μεταξύ των ετών 1976-1982, τα δώρα που έπαιρναν στο σχολείο ήταν και τα μοναδικά.
ΠΗΓΗ: Εμπροσθοφύλακας
ΤO 1976-77 λειτούργησε δημοτικό σχολείο για τα προσφυγόπουλα στο Δασάκι Άχνας. Οι αίθουσες ήταν παράγκες με «πλακάζ» και τσίγκους για στέγες. Οι αίθουσες ήταν λίγες και έτσι κάποια τμήματα ήταν μετακινούμενα ή συμπλέγματα. Π.χ. Ο δάσκαλος έκανε μάθημα σε Τετάρτη και Πέμπτη τάξη μαζί στην ίδια αίθουσα. Τα Ηνωμένα Έθνη, ο Ερυθρός Σταυρός και άλλες οργανώσεις από την Κύπρο και το εξωτερικό, έστελναν στους μαθητές δώρα τα Χριστούγεννα και το Πάσχα. Επίσης, παρεχόταν συσσίτιο στους μαθητές που ήταν άποροι, δηλαδή όλους: Ρυζόγαλο, γάλα κονσέρβας, τυρί κονσέρβας και πόλιμπιφ. Για πολλά από τα παιδιά μεταξύ των ετών 1976-1982, τα δώρα που έπαιρναν στο σχολείο ήταν και τα μοναδικά.
ΠΗΓΗ: Εμπροσθοφύλακας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Oσα δημοσιεύματα δεν έχουν την υπογραφή μας αντιπροσωπεύουν την προσωπική γνώμη των συγγραφέων τους και όχι την δική μας.Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις,, ή απειλές.