- Τους εγκατέλειψαν το 1974 και καρατομούν
- σήμερα τις συντάξεις τους
- Κραυγή αγωνίας και οργής από τις οικογένειες των αγνοουμένων και πεσόντων στην Κύπρο
από τον Μάκη Βραχιολίδη
Η Ελλάδα του 2012, σκοτώνει για μια ακόμη φορά τους
πεσόντες και αγνοούμενους της Κυπριακής
τραγωδίας! Μετά την προδοτική εγκατάλειψη που επεφύλαξε η ελληνική Πολιτεία
στους πλέον των 100 αγνοουμένων Ελλαδιτών, από την ημέρα της εισβολής του
Αττίλα έως τις μέρες μας, σήμερα τους ξανα-σκοτώνει με το χειρουργικό νυστέρι που
βάζει στις συντάξεις των οικογενειών τους.
Αν και οι πολεμικές συντάξεις δεν φορολογούνται ούτε
κόβονται, η ελληνική κυβέρνηση,
υπακούοντας στις εντολές της Μέρκελ και των άλλων τροϊκανών, επιδεικνύει
απίστευτη κοινωνική αναλγησία προς τις οικογένειες των πεσόντων και αγνοουμένων
ηρώων της Κυπριακής τραγωδίας.
Η Πρόεδρος του «Συλλόγου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα
Οικογενειών Αγνοουμένων και Πεσόντων της Κύπρου», Μαρία Κουρούπη, σύζυγος του
συνταγματάρχη Παύλου Κουρούπη, που αγνοείται από τις 20 Ιουλίου 1974, μιλάει με
πόνο και οργή: «Το μέρισμα που παίρναμε κάθε τρίμηνο από το Μετοχικό Ταμείο Στρατού,
κόπηκε. Έπαιρνα σύνταξη για τον αγνοούμενο σύζυγό μου 1.500 ευρώ , ήδη πήγε 1.300
ευρώ και περιμένω να φτάσει στα 1.040 ευρώ! Θα κόψουν δηλαδή άλλα 20% από τα 1.300 ευρώ. Αν τα πάρω κι αυτά. Ζω
από τη σύνταξη του ήρωα συζύγου μου, μέχρι να μου την καταργήσουν και αυτή! Το ίδιο συμβαίνει και με όλες τις οικογένειες
των αγνοουμένων και πεσόντων ηρώων. Μου
τηλεφωνούν άλλες γυναίκες-μέλη του Συλλόγου μας και μου λένε: “Τι θα κάνουμε;
Θα μας αφήνουν επί ξύλου κρεμάμενες!” Αυτή είναι η τραγική κατάσταση που
βιώνουμε».
ΑΠΑΝΤΗΣΗ-ΕΜΠΑΙΓΜΟΣ
ΑΠΟ Φ. ΣΑΧΙΝΙΔΗ
Ο Υπουργός Οικονομικών κ. Σαχινίδης αντί να εξηγήσει
τους λόγους για τους οποίους πετσοκόβουν
τις συντάξεις των ηρώων της Κύπρου, με το υπ’ αριθμ. 49854/ 6-4-2012 προς τον «Σύλλογο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα
Οικογενειών Αγνοουμένων και Πεσόντων της Κύπρου», απαντάει ότι αυτές δεν
...διακόπτονται!!! Προφανώς επειδή προγραμματίζεται
η διακοπή ακόμη και των συντάξεων των ηρώων της Κύπρου, η απάντηση του κ.
Σαχινίδη ήταν κατά το «γλώσσα λανθάνουσα αλήθεια λέγει»! Για το θέμα όμως της
συνεχούς μείωσης των συντάξεων, ούτε λέξη από τον κ. Σαχινίδη!
Η απάντηση-εμπαιγμός του Υπουργού Οικονομικών έχει
ως εξής:
«Η
διακοπή των πολεμικών συντάξεων που λαμβάνουν τα θύματα των γεγονότων που
έλαβαν χώρα στην Κύπρο κατά το έτος 1974 καθώς και οι οικογένειες των θυμάτων
αυτών, δεν προβλέπεται από καμία διάταξη της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας. Κατ’
ακολουθία των ανωτέρω δεν έχει πραγματοποιηθεί καμία διακοπή της καταβαλλόμενης
στα ανωτέρω πρόσωπα σύνταξης. Σε περίπτωση που έχει υποπέσει στη αντίληψή σας
τυχόν διακοπή της καταβαλλόμενης σε κάποιο από τα ανωτέρω πρόσωπα, σύνταξης,
παρακαλούμε να επανέλθετε, γνωρίζοντάς μας επ’ ακριβώς τα στοιχεία του προσώπου
αυτού».
Η σκληρή πραγματικότητα όμως, είναι αυτή που περιγράφει
η κ. Κουρούπη, η οποία υποχρεώνεται μαζί με όλες τις οικογένειες των
αγνοουμένων Ελλαδιτών της Κυπριακής τραγωδίας, να ζήσει μια ακόμη προδοσία από
την Πολιτεία. «Τον σύζυγό μου τον σκότωσαν τρεις
φορές» λέει με τρεμάμενη και οργισμένη φωνή η κ. Κουρούπη και
συνεχίζει: «Μια φορά τον σκότωσαν οι Τούρκοι και δυο οι Έλληνες: την πρώτη φορά
που τον εγκατέλειψαν και τώρα με τις συνεχείς περικοπές της σύνταξής του».
Η
ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΠΡΟΔΩΣΕ ΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Η Μαρία Κουρούπη συγκλονίζει, διηγούμενη πώς η
επίσημη Πολιτεία πρόδοσε τούς ήρωες της Κυπριακής τραγωδίας, και μαζί τον σύζυγό
της, επιτρέποντας στην Τουρκία να τους δολοφονήσει:
«Μας
προδώσανε ενώ ξέρανε τι θα γίνει. Ο Γεωργίτσης το ήξερε. Κάθε Κυριακή, και για
ένα μήνα περίπου ερχόταν στην Κυρήνεια και έπαιρνε τον Διοικητή της Ανωτέρας,
τον Μιχόπουλο, και πήγαιναν σε μια άκρη στην Λέσχη και κουβεντιάζανε. Όλοι οι
άλλοι αξιωματικοί ήταν αμέτοχοι. Ο Μιχόπουλος που είχε ενημερωθεί από τον
Γεωργίτση, ήξερε και έφυγε. Όλους τους άλλους
όμως τους αφήσανε εκεί, σαν πρόβατα επί σφαγή.
Όταν
ξεκίνησε ο πόλεμος, την πρώτη μέρα 20 Ιουλίου που ήρθαν τα αεροπλάνα, όλες οι
οικογένειες ήμασταν μαζεμένες στον 3ο λόχο, όπου κοιμόμασταν σε μία
ταράτσα. Γυναικόπαιδα με τα μωρά μας.
Στις 4.00 τα ξημερώματα πέρασε πάνω από τα κεφάλια μας το τούρκικο αεροπλάνο,
ρίχνοντας βόμβα στα 100 μέτρα από εμάς. Τα μικρά παιδάκια που ήταν μαζί μας
έλεγαν “ο πιλότος, ο πιλότος”. Σκέψου πόσο χαμηλά είχε περάσει από πάνω μας ο
Τούρκος πιλότος, που τα παιδιά τον είδαν. Δεν νοιάστηκε κανείς για μας. Ούτε πρεσβείες,
ούτε ο ελληνικός στρατός, κανείς. Και καλά οι άνδρες, αλλά αυτοί δεν νοιάστηκαν
ούτε για τις οικογένειες, ούτε για τα μικρά παιδιά, τα μωρά που ήταν εκεί».
«Ο
ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ ΓΝΩΡΙΖΕ ΣΕ ΠΟΙΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΚΡΑΤΟΥΝΤΑΝ ΟΙ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΙ, ΑΛΛΑ ΤΟΥΣ ΕΓΚΑΤΕΛΕΙΨΕ»!
Η Μαρία Κουρούπη συνεχίζει: «Ο Ντεγκτάς έστειλε επιστολή σε
μένα μέσω των Ηνωμένων Εθνών ότι ο Παύλος Κουρούπης δεν ήταν στην λίστα των
νεκρών. Όλες οι πληροφορίες είναι τρανταχτές ότι τον συλλάβανε τραυματισμένο
στον ώμο. Τον μετέφεραν με ελικόπτερο στην Τουρκία και όχι με καράβι, όπως είχαν
μεταφέρει τους περισσότερους. Και αυτό,
για να μην δουν ότι πιάσανε ένα συνταγματάρχη. Την σύλληψη όμως την είδε
αξιωματικός του ΟΗΕ. Τον κρατούσαν
φυλακισμένο για χρόνια μαζί με άλλους, μέχρι που τους σκότωσαν. Ο Κασιμάτης στο
βιβλίο του “13 περιστέρια” αναφέρει και σε ποια φυλακή είχαν οι Τούρκοι τον
άνδρα μου. Η Ελλάδα όμως δεν έκανε τίποτα! Τίποτα! Τό’βαλε στο αρχείο. Επί
Πρωθυπουργίας Μητσοτάκη, ο άνδρας μου
ζούσε. Όταν δε, επέστρεψε από την Τουρκία ένας
Έλληνας αξιωματικός-κατάσκοπος, ονόματι Γιαννόπουλος, όπως
πληροφορήθηκα, πήγε και ενημέρωσε τον Μητσοτάκη για το πού ακριβώς ζούσαν οι
αιχμάλωτοι.«Υπάρχουν έξι Έλληνες εδώ, επτά εκεί. Συνολικά δεκατρείς συμπατριώτες μας και μεταξύ αυτών και ο συνταγματάρχης Παύλος Κουρούπης». Ο Μητσοτάκης του απάντησε «ούτε το ξέρεις, ούτε μου τό’πες. Ξέχασέ το, τελειώσαμε»! Ο άνθρωπος αυτός, ο κατάσκοπος
Γιαννόπουλος, γνώριζε και σε ποια ακριβώς φυλακή φυλάσσονταν ο άνδρας μου με
τους υπόλοιπους. Στο Μπουλού της Δυτικής Τουρκίας σε στρατόπεδο υψίστης
ασφαλείας».
Σήμερα, οι οικογένειες των αγνοουμένων και πεσόντων
ηρώων της Κυπριακής τραγωδίας, είναι υποχρεωμένες να σηκώσουν ακόμη ένα σταυρό
μαρτυρίου από την αναλγησία που επιδεικνύει σε βάρος τους η Πολιτεία. Ο Παύλος Κουρούπης διοικητής του 251 τάγματος
Πεζικού στην Κυρήνεια, θεωρείται αγνοούμενος.
«Από
την στιγμή που αναφέρεται ως αγνοούμενος και όχι φονευθείς στο πεδίον της
μάχης» υπογραμμίζει η σύζυγός του, «έπρεπε επί 5 συναπτά χρόνια να μου δίνουν
τον μισθό του. Μετά το πέρας της 5ετίας κηρύσσεται σε αφάνεια. Από την ώρα που
κηρύσσεται σε αφάνεια, βγαίνει στη σύνταξη. Εμάς, τα ισοπεδώσανε όλα. Κατευθείαν με ονόμασαν
χήρα και το παιδί μου ορφανό. Επί 25-30 χρόνια δεν δίνανε τον καταληκτικό
στρατιωτικό βαθμό. Κανονικά, ο σύζυγός μου θα έφτανε στον βαθμό του
υποστρατήγου. Ήταν πτυχιούχος νομικής και αγγλικής φιλολογίας. Μετά από διαδικασία
15-20 ετών, η Βουλή αποφάσισε να δώσει
τους βαθμούς και τελικά τον
έκαναν υποστράτηγο. Μόλις λοιπόν ανακήρυξαν τον αγνοούμενο σύζυγό μου
υποστράτηγο, έπρεπε να αυξήσουν αναλογικά
και την σύνταξη. Πήραν αυτή την
απόφαση αλλά μέσα σε τρεις μήνες άρχισαν να κόβουν! Διότι έλεγαν ότι δεν θα
μπορούσαμε να πάρουμε πάνω από 2000 ευρώ».
Σήμερα, η αναλγησία της Πολιτείας επεκτείνεται με την
ραγδαία περικοπή των συντάξεων των αγνοουμένων και πεσόντων ηρώων της Κύπρου. Η κ. Κουρούπη καταλήγει: «Για μεγάλο διάστημα, είχα ελπίδα
ότι θα επέστρεφε ο αγνοούμενος άνδρας μου. Και κάθε μεσημέρι αλλά και βράδυ,
μαζί με το πιάτο μου έβαζα στο τραπέζι και το πιάτο του Παύλου. Η ελπίδα
αυτή χάθηκε. Το κράτος όμως σήμερα στερεί από όλες τις συζύγους των αγνοουμένων
ηρώων της Κύπρου και την ύστατη ελπίδα: να διατηρηθεί ανέπαφη η σύνταξή τους,
ως ελάχιστη τιμή προς αυτούς τους ήρωες που έδωσαν τη ζωή τους για την Πατρίδα.
Και η Πολιτεία πετσοκόβει τις συντάξεις τους. Από όλους αυτούς που θυσίασαν τη ζωή τους. Από
τις οικογένειες αυτών που έδωσαν τον άνθρωπό τους στην Πατρίδα. Αυτό είναι το «ευχαριστώ»
τους; Δεν έχουν τον Θεό τους, δεν πιστεύουν σε Πατρίδα αυτοί».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Oσα δημοσιεύματα δεν έχουν την υπογραφή μας αντιπροσωπεύουν την προσωπική γνώμη των συγγραφέων τους και όχι την δική μας.Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις,, ή απειλές.